Μεγάλη η ζημιά που προξενήθηκε στην εικόνα και την αξιοπιστία της Νέας Δημοκρατίας από τη ματαίωση της πολυαναμενόμενης ψηφοφορίας για την ανάδειξη νέου αρχηγού. Πόσο μάλλον, που η αναπάντεχη αυτή αποτυχία έλαβε χώρα αφού είχε μεσολοβήσει μια άνευρη, αλλά πάντως ιδιαίτερα ..ευρύχωρη δίμηνη προεκλογική περίοδος.

Το φιάσκο δεν ήταν μόνο οργανωτικό αλλά και πολιτικό. Γιατί βέβαια, οι τεχνικές επιπλοκές που εμφανίστηκαν την ημέρα της ψηφοφορίας δεν ήταν ένα μεμονωμένο φαινόμενο ή η αιτία του προβλήματος, αλλά μάλλον απότοκες της παρατεταμένης ασυνεννοησίας και της πολιτικά άγονης αντιπαράθεσης που τον τελευταίο καιρό σοβούν στους κόλπους της συντηρητικής παράταξης. Ασυνεννοησίας και καχυποψίας που προκάλεσαν και τις μοιραίες καθυστερήσεις στην επίλυση των τεχνικών ζητημάτων, που αποδείχθηκαν καθοριστικές για τη ματαίωση της ψηφοφορίας.

Η ΝΔ εκτός απροόπτου φαίνεται να μπαίνει σε μια ακόμη πιο οξυμένη φάση αυτοκαταστροφικής εσωστρέφειας, αδυνατώντας να ανταποκριθεί με στοιχειώδη επάρκεια στο θεσμικό ρόλο της ως αξιωματικής αντιπολίτευσης· πόσο, μάλλον, να δώσει πειστικά δείγματα ανανέωσης! Για το γεγονός αυτό ουδείς, που ενδιαφέρεται για τον τόπο και διαθέτει στοιχειώδη επίγνωση αφενός της κρισιμότητας των στιγμών και αφετέρου της επικινδυνότητας της κυβέρνησης (λόγω πρωτοφανούς διαχειριστικής της ανεπάρκειας) μπορεί να επιχαίρει.

Η κρίση αυτή εσωστρέφειας, πάντως, αυξάνει συγχρόνως τις ευθύνες όλων των κομματικών ηγεσιών του ενδιάμεσου χώρου (μεταξύ ΝΔ και Σύριζα), αφού καταδεικνύει με τον πιο εύγλωττο τρόπο ότι η στιγμή δεν ευνοεί απλώς, αλλά επιτάσσει άμεσα τη συγκρότηση ενός ενιαίου πόλου του μεταρρυθμιστικού κέντρου και της κεντροαριστεράς. Οι πολιτικές προϋποθέσεις, άλλωστε, δηλαδή η σύγκλιση των απόψεων των επιμέρους φορέων αναφορικά με τα βασικά θέματα που ταλανίζουν τον τόπο, υπάρχουν προ πολλού. Μόνο προσωπικές φοβίες, ανασφάλειες και μυωπικές ατομικές στρατηγικές στέκονται εμπόδιο στην ενοποίηση αυτού του χώρου, που προ πολλού είναι πολιτικά ομογενοποιημένος. Το υπό συγκρότηση ενιαίο πολιτικό υποκείμενο που θα καλύπτει τον χώρο του κέντρου και της κεντροαριστεράς θα κληθεί να αναλάβει πειστικά το ρόλο της τεκμηριωμένης θεσμικής αντιπολίτευσης σήμερα και της κυβέρνησης αύριο: σε κάθε περίπτωση, πολύ πιο σύντομα απ’ ό,τι αφήνει να διαφανεί το «αναιμικό» συνολικό ποσοστό που ο ενδιάμεσος αυτός πολιτικός χώρος συγκεντρώνει προς το παρόν.

Κι επειδή η ιστορία, όπως και η φύση, δεν ανέχονται τα «κενά», αν δεν αναλάβουν τάχιστα πειστικές και επίμονες πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή οι ηγεσίες των εν λόγω κομμάτων, απλά οι εξελίξεις θα ξεπεράσουν τις ίδιες ή και τα κόμματά τους. Γιατί απλούστατα δεν θα έχουν κατορθώσει να δικαιώσουν την ίδια την ύπαρξή τους, μη φαινόμενες αντάξιες της ευκαιρίας που τους παρουσιάσθηκε και της ευθύνης τους απέναντι στον τόπο και τη δημοκρατική παράταξη.

Ο Νίκος Τέλλης είναι καθηγητής στη Νομική Α.Π.Θ.