Στέκομαι μπροστά σε ένα από τα αγάλματα του Γιαννούλη Χαλεπά, στο Ιδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού, το παρατηρώ και συγκινούμαι από την τραγικότητα που αποπνέει. Αργησα να καταλάβω. Παλαιότερα, τον θαυμασμό μου για τον γλύπτη κυρίως τον «επέβαλαν» τα βιβλία που διάβαζα προσπαθώντας να γνωρίσω τον συντοπίτη «μπαρμπα-Γιαννούλη» που θυμόνταν οι γιαγιάδες μου και που σχέδιά του καμωμένα σε μπακαλόχαρτα είχαν κρυμμένα στα συρτάρια των σπιτιών τους οι θείες μου. Επρεπε να μεγαλώσω, να μελετήσω, να ταξιδέψω, να δω πολλές εκθέσεις για να συλλάβω το μεγαλείο της ιδιαίτερης τέχνης ενός ιδιαίτερου ανθρώπου. Μερικά πράγματα, εκείνα που σε ξεπερνούν, πρέπει εξάλλου να τα επεξεργαστείς, να τα δουλέψεις για να τα πλησιάσεις. Κάπως έτσι προσέγγισα το φαινόμενο Χαλεπάς. Ηταν όμως και η συγκυρία που βοήθησε όταν τις προάλλες βρέθηκα να παρακολουθώ στην τηλεόραση ένα ακόμη από τα απερίγραπτης σκληρότητας ρεπορτάζ για τους εκ Συρίας πρόσφυγες.
Στην οθόνη μια βάρκα γεμάτη κόσμο, από εκείνες που φτάνουν καθημερινά στα νησιά μας. Ηταν ο ένας πάνω στον άλλον, ταλαιπωρημένοι άνδρες, γυναίκες που είχαν καταρρεύσει κρυμμένες κάτω από τις μαντίλες τους, παιδάκια κουρνιασμένα στην αγκαλιά τους –μερικά αποκαμωμένα κοιμούνταν. Το καρυδότσουφλο που τους μετέφερε έγερνε επικίνδυνα από τη μία μεριά, έμοιαζε περισσότερο με παγίδα θανάτου παρά με σανίδα σωτηρίας. Εκείνοι ξεπρόβαλλαν θαρρείς μέσα από το σάπιο ξύλο, τόσο στριμωγμένοι που δεν μπορούσες να τους ξεχωρίσεις, σαν μια μάζα: ένα μεταφυσικό πλάσμα με έναν κορμό, από τον οποίο φύτρωναν πολλά κεφάλια και άκρα, «εντοιχισμένο» σε ένα φέρετρο, το οποίο οριακά επέπλεε πάνω στον υγρό τάφο που οσονούπω θα το κατάπινε.
Την επομένη, στο Ιδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού, βρέθηκα μπροστά στα χαρακτηριστικά γλυπτά του Χαλεπά, τις απόκοσμες συνθέσεις όπου οι φιγούρες (βυθισμένες ενίοτε σε έναν ύπνο που δεν είναι παρά θάνατος) μπλέκονται μεταξύ τους, που δίπλα στα κεφάλια σε φυσικό μέγεθος «φυτρώνουν» κάτι μικροσκοπικοί άνθρωποι-ξωτικά, που κάθε αντάμωμα, κάθε αγκαλιά θαρρείς πως είναι η τελευταία πριν από το οριστικό αντίο, που τα βλέμματα έχουν λύπη. Είδα αίφνης τις θλιμμένες σε γύψο και πηλό φιγούρες του και τα «τρεμάμενα» και μπερδεμένα (περιγράμματα ανθρώπων το ένα επάνω στο άλλο) σκίτσα του να αποκτούν τις μορφές των προσφύγων. Τα έργα του, στα δικά μου μάτια, απέδιδαν με ανατριχιαστική σαφήνεια την πραγματική ζωή, αυτό που συμβαίνει δίπλα μου. Η γεμάτη συμβολισμούς τέχνη του, έκφραση του τραγικού, ντοκουμέντο της ματαιότητας και της θλίψης που συνοδεύει το μεγάλωμά μας και την επίγνωση της θνητότητάς μας, με συγκλόνισε. Το είπα στον Στέλιο και εκείνος με τη σειρά του είπε πως όταν βλέπει τους πρόσφυγες να αποβιβάζονται στα παράλιά μας, συνειρμικά γεννιούνται στα μάτια του εικόνες από τη «Σχεδία της Μέδουσας» του Ζερικό με τους ανήμπορους ναυαγούς παραδομένους στη μανία της θάλασσας (και των αποφασισμένων να επιβιώσουν ανθρώπων που επέβαιναν στην ίδια βάρκα).
Οπως το είχε εκφράσει ο Νίκος Εγγονόπουλος, λοιπόν: «Η ζωή, ο θάνατος κι αναμεσίς η τέχνη». Η τέχνη που έρχεται όχι μόνο για να εικονογραφήσει και να καταγράψει, αλλά και για να προφητεύσει, να καταγγείλει, να δώσει το ερέθισμα για ακόμη περισσότερη σκέψη. Ενα έργο τέχνης είναι εξάλλου η ζωή όλη, το οποίο οι μεγάλοι καλλιτέχνες έχουν αποτυπώσει καθένας με τον δικό του τρόπο. Σε εμάς απομένει να κάνουμε τη διαδρομή προς την κατανόηση. Και του έργου και της ζωής. Η διαδικασία (μπορεί να είναι χρονοβόρα, μοναχική, επώδυνη) θα μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, νομίζω, σε μια εποχή δύσκολη όπως η σημερινή. Σε μια εποχή που –όπως πάντα στα δύσκολα –η τέχνη, η οποία αφυπνίζει και παρηγορεί, δεν είναι πολυτέλεια, αλλά ανάγκη και ευλογία.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 04 Οκτωβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ