Μπορεί να υπογραφεί ιδιωτικό συμφωνητικό που θα αναφέρει το εξής: «στον γείτονα Τάδε που αναλαμβάνει να μου κάνει τα ψώνια στον μπακάλη, παραχωρώ την κυριότητα της κατοικίας μου». Μπορεί να ανακοινωθεί σε επιχείρηση το εξής:

«Οι εργαζόμενοι δεσμεύονται να ψηφίζουν στις εκλογές αυτό που θα πει το αφεντικό». Πέφτουν οι τζίφρες, μεγάλοι άνθρωποι είμαστε, δημοκρατία έχουμε, αποφασίζουμε για τη μοίρα μας ελεύθερα ή σχεδόν ελεύθερα. Ρητορικό ερώτημα: τι θα γίνει αν κάποιος απαιτήσει κάτι δικαστικά βάσει τέτοιων εγγράφων; (Εδώ γελάνε τα μωσαϊκά της Ευελπίδων).

Κάτι τέτοια σκεφτόμαστε ακούγοντας τον υπουργό Επικρατείας Νίκο Παππά να αναφέρεται σε κομματική πειθαρχία για την ψήφιση της συμφωνίας που θα υπογράψει η κυβέρνηση.

«Δεν είναι ούτε κάποιο δευτερεύον νομοσχέδιο ούτε και ρύθμιση στην οποία μπορεί να έχουμε μια ανοχή για το τι στάση θα κρατήσουμε».

Ο Σύριζα έχει θεσπίσει Κώδικα Δεοντολογίας για τους υποψήφιους βουλευτές τους, είτε αυτοί είναι μέλη του είτε όχι.

Σύμφωνα με το Κώδικα η παραίτηση όλων των βουλευτών είναι στη διάθεση του κόμματος. Το κόμμα μπορεί να ζητήσει την παραίτηση βουλευτή, όταν εκείνος αρνείται να υλοποιήσει συλλογικές δεσμευτικές αποφάσεις των οργάνων του κόμματος και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας.

Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η μη συμμόρφωση στην «κομματική πειθαρχία» έχει κυρώσεις. Ο υπουργός Επικρατείας δικαιολογεί τα μέτρα:

«Εδώ έχει βγει μια κυβέρνηση με συγκεκριμένη εντολή και αυτή η εντολή θα πρέπει να κατακτήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία».

Οι βουλευτές λοιπόν πρέπει να συμφωνήσουν διαφορετικά οι σύντροφοι θα τους τρίψουν σα μούτρα τον Κώδικα Δεοντολογίας. Υπάρχει ηθική δέσμευση όπως στα παραδείγματα του προλόγου.

Επειδή όμως έχουμε Δημοκρατία και το πολίτευμα έχει τις Γραφές του, να πούμε απλά ότι οι εσωκομματικοί κανόνες του Σύριζα δεν συνάδουν με όσα ορίζει το Σύνταγμα.

Υπάρχει λοιπόν ρήτρα για την κατά συνείδηση γνώμη και ψήφο του βουλευτή που υπερισχύει του δεσμού μεταξύ βουλευτή και κόμματος (άρθρο 60 παρ. 1 του Συντάγματος).

Ο αντίλογος: αν δεν ήταν το κόμμα, ο βουλευτής δεν θα έμπαινε στη Βουλή. Ισχύει, όπως ισχύει και το αντίθετο. Το κόμμα δεν υπάρχει χωρίς τα πρόσωπα και η λαϊκή εντολή περιλαμβάνει σταυρό προτίμησης. Ο ψηφοφόρος διαλέγει υποψήφιο, ο ψηφοφόρος στέλνει στη Βουλή τον ένα και όχι τον άλλο πολιτικό.

Η έδρα καταλαμβάνεται από μια προσωπικότητα που έχει συγκεκριμένη ιδεολογία αλλά ταυτόχρονα έχει άποψη, κρίνει τις εξελίξεις, κρίνει και το ίδιο το κόμμα.

Το ζήτημα γίνεται πιο ενδιαφέρον επειδή ο Σύριζα δεν υλοποιεί τις προεκλογικές του εξαγγελίες. Οι βουλευτές υποσχέθηκαν στους ψηφοφόρους ότι θα σκίσουν τα μνημόνια.

Αν λοιπόν φτάσει στη Βουλή για ψήφιση κάτι που θα μοιάζει με μνημόνιο, εκείνοι που διαφωνούν με ο περιεχόμενο, θα πρέπει να αποφασίσουν αν θα είναι συνεπείς απέναντι στον Κώδικα Δεοντολογίας ή στο Σύνταγμα.