Μπορεί η μυθοπλασία να αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεται το κοινό; Μπορεί. Αν εδώ και δύο δεκαετίες η τηλεόραση μέσω προγραμμάτων έχτισε ψεύτικα είδωλα, δημιούργησε ψευδαισθήσεις και αλλοτρίωσε σε βάθος τον τρόπο σκέψης και το lifestyle, τότε γιατί να μην μπορεί να ξαναχτίσει ένα πιο υγιές οικοδόμημα;
Εφέτος το πέτυχε με δύο σειρές. Πρόκειται για την «Εθνική Ελλάδος» στο Mega και για το «Ταμάμ» στον ΑΝΤ1. Δύο σειρές διαφορετικές σε σχέση με όσα έχουμε δει και όσα έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε ως θεατές σε σχέση με τα ελληνικά σίριαλ. Πατώντας πάνω στις παθογένειες της κοινωνίας κατάφεραν να περάσουν ένα μήνυμα διαφορετικό, να καταδείξουν το πρόβλημα και εν συνεχεία να ξορκίσουν το ρεαλιστικό στοιχείο με το μαγικό ραβδί της μυθοπλασίας και να αφηγηθούν ιστορίες μιας καλύτερης ζωής.
Ο Γιώργος Καπουτζίδης, στην καλύτερη στιγμή της καριέρας του, ώριμος συγγραφικά και χορτασμένος από επιτυχία και αναγνώριση, συνέγραψε ένα τηλεοπτικό κομψοτέχνημα. Αντλησε χαρακτηριστικές ιστορίες ρατσιστικής τρέλας και κοινωνικής αδικίας και έπλεξε έναν δραματουργικό ιστό στον οποίο κάποιους ήρωες τους παγίδευσε και άλλους τους άφησε να ευδοκιμήσουν. Ο φασίστας, το λαμόγιο, η τηλεοπτική φούσκα, ο μολυσμένος από εθνικιστικές ακρότητες έφηβος, η υποταγμένη σύζυγος, η απελπισμένη χήρα. Ολοι τους ζουν ανάμεσά μας αλλά ποτέ δεν πέρασαν το κατώφλι της τηλεόρασης δίχως να γίνουν καρικατούρες. Ο Καπουτζίδης τόλμησε να τους αναθέσει ρόλο παρεμβατικό, ζωντανό, να τους υποστηρίξει με διαλόγους ιδιαίτερα πυκνούς σε νόημα και ουσία. Δεν τους ωραιοποίησε ούτε τους άγγιξε με το γνωστό ελληνικό ραβδί της σαχλαμάρας. Τους ενέταξε σε μια πρωταγωνιστική ομάδα και μέσα από την αντίθεση, τη δραματουργική δράση και τις σχέσεις ανέδειξε το νοσηρόν του χαρακτήρα τους. Κάποιοι επιμένουν ότι όλο αυτό γίνεται με τρόπο εξόφθαλμα διδακτικό. Ισως. Ομως ο σεναριογράφος, αντιλαμβανόμενος προφανώς πως το ελληνικό κοινό δύσκολα αποδέχεται αυτό για το οποίο εθελοτυφλεί στην καθημερινότητά του, επέλεξε τον δικό του τρόπο. Αλλωστε το πείραμα της ένταξης της διαφορετικότητας με τρόπο όπως συνέβη στη «Μοντέρνα οικογένεια» απέτυχε παταγωδώς. Στην καλύτερη στιγμή της η Κατερίνα Παπουτσάκη, με ισορροπημένη δραματικότητα, άνθησε μέσα από έναν ρόλο δύσκολο από απόψεως ισορροπιών. Εξαιρετική η Κωνσταντίνα Μιχαήλ, αποδίδει τη δραματική χροιά του ρόλου της αριστοτεχνικά. Η Σμαράγδα Καρύδη μεταμορφώθηκε και πέτυχε να περάσει σε μία άλλη ερμηνευτική όχθη χωρίς ακροβατισμούς και υπερβολές. Απολαυστική η Μαριέλλα Σαββίδου. Κέντημα και οι δεύτεροι ρόλοι με τον Δημήτρη Τζουμάκη, τη Μίνα Αδαμάκη, τον Κώστα Αποστολάκη και τον Ορφέα Αυγουστίδη. Η «Εθνική Ελλάδος» πέτυχε κάτι που έχει χρόνια να καταφέρει μια ελληνική σειρά: να αφήσει χνάρι στην τηλεοπτική ιστορία και να ανοίξει τον δρόμο στην ώριμη δραματουργία.
Θετική έκπληξη της σεζόν και το «Ταμάμ». Μοναδικός ο σεναριακός και σκηνοθετικός τρόπος συνύπαρξης ανθρώπων διαφορετικών εθνικοτήτων και θρησκειών. Πολύ μακριά ευτυχώς από τους σαπουνοπερίστικους αστείους έρωτες της Τουρκάλας Ναζλί Μπακλαβατζίογλου με τον Ελληνα Νίκο, εδώ η σχέση του Μετίν με τη Μυρτώ σε κάνει να ξεχάσεις κάθε διαφορά τους. Σπουδαίος ερμηνευτής ο Μανώλης Μαυροματάκης, ηθοποιός με γερή θεατρική στόφα, αποπνέει σεβασμό και μαρτυρεί τη μεγάλη γκάμα του. Με αναλλοίωτη την τηλεοπτική τσαχπινιά της, η Μαρία Λεκάκη δίνει δροσερή πινελιά στη σειρά, ενώ η αποκάλυψη της σεζόν είναι η Λίλα Μπακλέση. Ταλαντούχα και προσγειωμένη, δεν έκλεψε τυχαία τις εντυπώσεις.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ