Ενας σπουδαίος βασιλιάς διακηρύσσει αγώνα ρητορικής ανάμεσα στις τρεις θυγατέρες του. Οσο καλύτερα και πειστικότερα διατυπώσουν τη λατρεία που τρέφουν για το πρόσωπό του τόσο μεγαλύτερες εκτάσεις του βασιλείου θα τους δοθούν ως ανταμοιβή. Στη διάρκεια αυτού του ανορθόδοξου «τεστ αγάπης» οι δύο υποκρίτριες κόρες θριαμβεύουν, ενώ η μόνη ειλικρινά αφοσιωμένη, η Κορδέλια, τιμωρείται με αυστηρό και ταπεινωτικό αποκλεισμό από την πατρική καρδιά καθώς αρνείται να προβεί σε μεγαλόστομες κολακείες. Την ίδια στιγμή στον πύργο του κόμητα Γκλόστερ έναν ιστό ψέματος και δολοπλοκίας υφαίνει ο νόθος γιος του κόμητα μέσα στον οποίο παγιδεύεται όχι μόνο ο ετεροθαλής αδελφός του, Εντγκαρ, αλλά και ο ανυποψίαστος πατέρας τους, που σπεύδει, κι αυτός, να πιστέψει το κακόβουλο τέκνο αντί για το αληθινά έμπιστο.
Φαίνεται ότι και εδώ, όπως στον «Αμλετ», «ο κόσμος εξαρθρώθηκε»: οι γονείς στρέφονται εναντίον των παιδιών τους, τα παιδιά θέλουν να εξοντώσουν τους γονείς τους, ενώ τα αδέλφια αλληλοδιώκονται μετά μανίας. «Ολο το πρώτο μέρος του «Βασιλιά Ληρ» μας δείχνει έναν κόσμο που ετοιμάζεται να καταστραφεί» γράφει ο Γιαν Κοτ.
Εξ ου και η καταιγίδα βιβλικών διαστάσεων που απειλεί να καταπιεί τα πάντα. Οι αποκρουστικές Γκόνεριλ και Ρέγκαν πετάνε τον πατέρα τους στον δρόμο, αφού του στερήσουν βάναυσα και την τελευταία βασιλική συνήθεια: τη φρουρά του. Είναι τόσο φρικτή η αχαριστία τους που κάνει την καρδιά και το μυαλό του Ληρ να ραγίσουν και να σπάσουν σε χίλια κομμάτια. Ολα τα στοιχεία της φύσης επαναστατούν μπροστά σε τέτοια αδικία που αψηφά κάθε ιερό δεσμό αίματος, κάθε αίσθημα στοργής και καθήκοντος απέναντι στον ηλικιωμένο πατέρα.Ο Ληρ καλεί τον άνεμο, τη βροχή, τον κεραυνό να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να συντρίψουν αυτό το σύμπαν, να «σπάσουν τις μήτρες της φύσης» που γέννησαν τέτοια τέρατα όπως οι κόρες του και ταυτόχρονα να «καψαλίσουν το άσπρο του κεφάλι». Ενας «κακόμοιρος, σακάτης, ανήμπορος και καταφρονεμένος γέρος», όπως περιγράφει ο ίδιος τον εαυτό του, περιφέρεται μέσα στην αγριάδα με μόνη συντροφιά τον αγαπημένο του Τρελό και τον πιστό Κεντ. Τίποτα, κανείς δεν μπορεί να τον παρηγορήσει. Η καταιγίδα μαίνεται μέσα στην ψυχή του: Πού να βρει καταφύγιο; Τα λογικά του φεύγουν. «Να μου φερθείτε καλά, θα σας πληρώσω λύτρα» παραληρεί. «Να μου φέρετε γιατρούς. Εχω πληγωθεί στο μυαλό» λέει στον απεσταλμένο της μικρότερης κόρης του, η οποία παλεύει εδώ και καιρό για τη σωτηρία του.
Ο ήρωας χάνει τη δεσποτική, βασιλική ταυτότητά του –με την οποία εμφανίζεται στην αρχή του έργου –και αρχίζει, μέσα από την οδυνηρή περιπλάνησή του, να ανακτά την πραγματικά ευγενική φύση του. Οταν στέκεται μια στιγμή για να προσευχηθεί, η παράξενη προσευχή του δεν απευθύνεται σε κάποια θεότητα αλλά στους «καημένους, φτωχούς γυμνούληδες» του βασιλείου του. «Οποιο κι αν είναι το πραγματικό μέγεθός του, ο Ληρ είναι μια γιγάντια μορφή» σημειώνει ο Νόρθροπ Φράι. «Οι γιγάντιες αυτές διαστάσεις του όμως δεν ανήκουν σε έναν βασιλιά ή έναν ήρωα: ανήκουν σε ένα ανθρώπινο πλάσμα που υποφέρει καθώς συνειδητοποιεί τη συγγένειά του με άλλους που υποφέρουν».
Εχει γραφτεί πως αυτή είναι η τρομακτικότερη από τις τραγωδίες του Σαίξπηρ, παρ’ όλο που εδώ δεν εμφανίζονται φαντάσματα ή μάγισσες. Οπως επίσης ότι αποκτά ιδιαίτερη σημασία το ανέβασμά της σήμερα επειδή καταπιάνεται με την αποσύνθεση της κοινωνίας και τον θρυμματισμό του ατόμου.
Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να εισπράξουμε καμία τέτοιου ή άλλου είδους ικανοποίηση από την παράσταση που παρακολουθήσαμε στην Πειραιώς 260. Η μόνη θετική ανάμνηση, νομίζω, είναι ο σκούρος μακρόστενος διάδρομος που είχε στηθεί σαν πασαρέλα της Κολάσεως στο μπροστινό μέρος της σκηνής. Επάνω του οκτώ στυλάτες καρέκλες, όσα και τα πρόσωπα της διασκευής. Πίσω του, μια γυμνή αχανής έκταση με πλαστικά «βουνά» που φούσκωναν και ξεφούσκωναν την ώρα της καταιγίδας.
Ο νάρκισσος Εντμουντ (Χάρης Τζωρτζάκης) ποζάρει καθιστός με αυταρέσκεια επιδεικνύοντας τους κοιλιακούς του. Ο Αργύρης Πανταζάρας, ένας εξαιρετικά αμήχανος Τρελός που δεν βρίσκει ποτέ, ούτε στιγμή, έναν δρόμο, μια σχισμή, για να μπει στον ρόλο και να του δώσει προσωπικότητα. Πνίγεται μέσα στην αμηχανία του, ακριβώς όπως και ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος ως Εντγκαρ. Η Στεφανία Γουλιώτη και η Κόρα Καρβούνη αρκούνται σε μια αδιάφορη, αβαθή παρουσίαση των κακών αδελφών, χωρίς να χρησιμοποιήσουν τη φαντασία τους για να πλέξουν ένα πιο σύνθετο και ιδιαίτερο πορτρέτο. Οσο για την Πηνελόπη Τσιλίκα στον ρόλο της Κορδέλιας, καμία σύνδεση –μάλλον αποσύνδεση. Ο Γιώργος Κιμούλης στάθηκε με όρεξη και λαχτάρα απέναντι στον Ληρ. Προσπάθησε να τον φέρει στη ζωή, δεν τα κατάφερε όμως. Δεν επικοινώνησε με την ουσία του, με τη βαθύτατη ανθρωπιά του. Εμεινε να χαιρετάει το κενό στην άκρη του γκρεμού: πασχίζοντας να ακουστεί αλλά χωρίς η φωνή του να φτάσει ποτέ στα αφτιά μας.
Δεν αρκεί η ψευτο-μοδάτη γκόθικ αισθητική –τα δερμάτινα τζάκετ, τα μαύρα ρούχα, τα βραχιόλια-σπαθιά, το πολύ γυμνό –για να αποδώσει κανείς τη μαύρη καρδιά του «Ληρ». Ο σκηνοθέτης δεν κατάλαβε τίποτα. Τα τακτοποίησε όλα σε τρεις παράλληλες ζώνες δράσης, τους έβαλε τίτλους (οι λέξεις «ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ», «ΠΑΤΕΡΑΣ», «ΝΤΡΟΠΗ» κ.ο.κ. προβάλλονται στο βάθος σε κάθε σκηνή), τα έντυσε «ροκ», τα έγδυσε με κάθε ευκαιρία και τα άφησε να φωνάζουν και να χτυπιούνται με την πιο «ρομαντική» μουσική υπόκρουση. Τρία κοριτσάκια τρέχουν με ξέπλεκα μαλλάκια και βίντεο με παιδάκια που παίζουν σε παιδική χαρά συμπληρώνουν το παζλ του συναισθηματισμού. Ανόητη, επιφανειακή αντίληψη περί του μοντέρνου (που δεν είναι ούτε καν αυτό πλέον), απόλυτη έλλειψη ειρμού, ρυθμού αλλά και αυθεντικού ενδιαφέροντος για την τραγική ιστορία του Ληρ χαρακτηρίζουν τη σκηνοθεσία του Παντούρ και την παράσταση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ