Μέρα που είναι, ταιριάζει ο προκείμενος τίτλος. Μισός προς το παρόν, ανταποκρίνεται σ’ ένα εταιρικό βιβλίο που έφτασε τις προάλλες στα χέρια μου, αφιερωμένο από συμμέτοχο φίλο, ο οποίος το έφερε σε πέρας με ασκητική αυταπάρνηση. Σοφιλιάζει δύο γλώσσες, τρεις φωνές και οκτώ σημειώσεις –όλο μαζί πιάνει μόλις εκατόν είκοσι σελίδες. Για ποίημα πρόκειται, που είναι και δεν είναι ποίημα, καταπώς απερίφραστα το ομολογεί ο ποιητής του. Αντιγράφω με δηλωμένες τις παραλείψεις:
«Αυτή τη στιγμή γράφω ένα ποίημα που θα είναι σίγουρα αρκετά μακροσκελές, σε στίχο ενδεκασύλλαβο. Είναι ένας στίχος που δεν γίνεται αισθητός, δεν έχει ρυθμό, κι ωστόσο θέτει ισχυρούς περιορισμούς, ακριβώς γιατί ο ρυθμός δεν ακούγεται. Είναι ένας στίχος που δεν τραγουδάει, κι αυτό είναι που μ’ ενδιαφέρει. Ενας νόθος στίχος που σπανίως χρησιμοποιήθηκε και που η δομή του εφαρμόζει τέλεια σ’ αυτό που έψαχνα (…). Κάτι πολύ περιοριστικό και αθέατο».
Επεται ένα παράδειγμα-παράθεμα όπου συντάσσονται δύο στροφές δίχως στίξη, αριθμημένες: 15 και 50. Η στροφή 15 λέει: «Πρέπει / δεν πρέπει να δώσουμε στους ίσκιους κάτι / λιγάκι από ζωή όχι σ’ εκείνους που υπογείως / κάνουν επάγγελμα νεκρού αλλά σ’ εκείνους που / ντουμπλάρουνε τα πράγματα μ’ ένα φόντο τόσο βαθύ / έτσι που πάντα εδώ θαρρείς πως περπατάς στο κέντρο / του ίδιου του κορμιού σου ώστε το έδαφος πια να θυμίζει / την κάτω γνάθο που δεν έχουν τα κρανία».
Η στροφή 50 προσθέτει: «Η γλώσσα είναι κατά βάση έτοιμη να σκεφτεί / όλα όσα πασχίζεις να σκεφτείς μαζί της / μα κάτι μέσα της σε κάνει να σκέφτεσαι / έρμαιο σ’ αυλακιές ανεπαίσθητες και χαραγμένες / σαν από κάποιες ευνοϊκές ενορμήσεις και είναι αυτές / παλιά κελεύσματα η γλώσσα μοιάζει / ολόιδια ερωμένη που πάει ν’ ανακαλύψει / μαζί σου τον έρωτα ενώ είναι παράλυτη / από γνώση κι αλήθειες κοινότοπες».
Θα μπορούσε να σταματήσει εδώ το προκείμενο. Αν εκείνο που ενδιαφέρει περισσότερο είναι το αίνιγμα της ποίησης (η καταγωγή της, το εύρος και το βάθος της, οι παγίδες της, η επίδρασή της) και λιγότερο οι περιστατικές εφαρμογές της. Οπως το βίωσε και το ομολόγησε, στο γύρισμα από τον όγδοο στον έβδομο προχριστιανικό αιώνα, ένας βοσκός από τη βοιωτική Ασκρα (Ησίοδος ήταν και είναι το όνομά του), ακούγοντας ανέλπιστα να του μιλούν οι Μούσες «την ώρα που βοσκούσε το κοπάδι του, / στου θεϊκού Ελικώνα τις πλαγιές», λέγοντας: «Βοσκοί αγροίκοι, μίζεροι και λιμασμένοι / ξέρουμε εμείς να λέμε ψεύδη σάμπως αληθινά, / ξέρουμε όμως, όταν θέμε, να μιλούμε και την καθαρή αλήθεια».
Ανακαλώντας ο βοσκός τα έργα και τα λόγια εκείνα των Μουσών, συνεχίζει τη διήγησή του: «Αποτελειώνοντας τον άρτιο λόγο τους / οι κόρες του μεγάλου Δία, παράγγειλαν να κόψω / θαυμαστό κλαδί μιας δάφνης θαλερής για σκήπτρο, και φύσηξαν στο στήθος μου θεία φωνή, να ψάλλω όσα θα γίνουν κι όσα έγιναν». Υστερα καταλήγει μονολογώντας: «Αλλά τι κάθομαι κι ανιστορώ πράγματα περιττά / για δέντρα και για βράχια;».
Επιστρέφω τώρα εκεί από όπου άρχισα μιλώντας για δύο σύμμαχες γλώσσες και τρεις φωνές που περιβάλλουν και προβάλλουν αυτό το απρόβλεπτο ποίημα με τις 55 στροφές. Ακέραιος ο τίτλος του ακούγεται πιο εύηχος στη γλώσσα μας: «Περαστικός απ’ τον Αθω». Διάσημος ο γάλλος ποιητής και πεζογράφος, λέγεται Bernard Noël. Εδώ τον μεταφράζει ο Στρατής Πασχάλης, γνήσιος ποιητής κι αυτός, που ξέρει όσο λίγοι τι πάει να πει μετάφραση. Δική του εξάλλου είναι και η «κάθετη» εισαγωγή που συνοδεύει το μεταφρασμένο ποίημα με την επιγραφή «Ο μυστικισμός του κενού». Κείμενο αποκαλυπτικό, στο οποίο υπόσχομαι να επανέλθω.
Προς το παρόν μια σύντομη αναφορά στη συνομιλία ανάμεσα στον στοχαστικό ποιητή και στον αντάξιο συνομιλητή του Dominique Sampiero, η οποία καλύπτει το τρίτο μέρος του βιβλίου συστήνοντας την τρίτη φωνή που έλεγα. Το επόμενο παράθεμα μοιράζεται στη μαιευτική ερώτηση του συνομιλητή και στην ανταπόκριση του ποιητή. Εκείνος ορίζει και ρωτά: «Συνταρακτικός σε αυτό το ποίημα είναι ο ύπνος που έρχεται στο τέλος του ποιήματος με μια σεληνιακή δραστική παρουσία (…). Η τελική αυτή έξαρση σε τι αποσκοπεί;».
Και ο ποιητής ανταποκρίνεται: «Αυτό συνέβη ένα βράδυ, που ήταν και το τελευταίο βράδυ. Ηξερα ότι θα περνούσα την τελευταία νύχτα μου στον Αθω. (…) Ξαφνικά η πανσέληνος πετάχτηκε από το τελευταίο καμπαναριό της ρώσικης εκκλησίας –πετάχτηκε σα να πηδούσε στον ουρανό. Κι εγώ βρέθηκα σε μια περιοχή ερωτισμού από το γεγονός της αναλογίας ανάμεσα σ’ εκείνη τη στιγμή και σε μια άλλη στιγμή, όπου η σελήνη όρμησε στον ουρανό σαν παιδί που ορμά βγαίνοντας στο προαύλιο για διάλειμμα».
Καλό Πάσχα. Ευχή που αρμόζει και στον ομώνυμο Στρατή Πασχάλη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ