Τρία θεατρικά έργα του Εντουάρντο ντε Φιλίπο (1900 – 1984) παίζονταν το φθινόπωρο του 1986 στις αθηναϊκές σκηνές. Το γεγονός αυτού του «ξαφνικού» έρωτα με τον ιταλό συγγραφέα προκάλεσε τη δικαιολογημένη απορία του τότε κριτικού της «Καθημερινής» Τάσου Λιγνάδη. «Τι άραγε συμβαίνει;» αναρωτιέται σε κείμενό του της 26ης Νοεμβρίου αφιερωμένο στη «Φιλουμένα Μαρτουράνο» της Αλίκης Βουγιουκλάκη που είχε μόλις ανέβει στο θέατρο «Αλίκη». Και ο ίδιος απαντά: «Φαίνεται πως οι ανιχνεύσεις του δραματολογίου, προσπαθώντας να σφυγμομετρήσουν τις προτιμήσεις του κοινού, επιστρέφουν στο συναισθηματικό θέατρο θέτοντας ξανά σε λειτουργία ως γέφυρα επικοινωνίας με τους θεατές τη συγκίνηση που προκαλεί η ρεαλιστική αναπαράσταση της αναγνωρίσιμης καθημερινότητας».
Η καθημερινότητα του Ντε Φιλίπο προσφέρει την πρώτη ύλη με την οποία πλάθει τον θεατρικό κόσμο του. Το θέατρο ως οικογενειακή υπόθεση αλλά και η ζωή ως θεατρική πράξη βρίσκονται στον πυρήνα της δραματουργίας του Ντε Φιλίπο. Η προσποίηση θανάσιμης ασθένειας εκ μέρους της Φιλουμένας προκειμένου να παραπλανήσει τον Σοριάνο και να τον κάνει να την παντρευτεί περικλείει όλο το μαράζι της αδικημένης συντρόφου αλλά και όλη τη σκαμπρόζα καπατσοσύνη του αιώνιου θηλυκού. Αυτή η τραγικωμική αίσθηση των πραγμάτων αποδεικνύεται χαρακτηριστική του Ντε Φιλίπο: την οφείλει τόσο στη ναπολιτάνικη ιδιοσυγκρασία όσο και στην επιρροή του πιραντελικού umorismo, όπου το τραγικό και το κωμικό πορεύονται αδιαχώριστα «όπως το σώμα με τη σκιά του».
Γράφοντας κι αυτός με αφορμή την παράσταση της Βουγιουκλάκη το 1986, ο Θόδωρος Κρητικός περιγράφει τη «Φιλουμένα» ως «σίγουρη εμπορική επιτυχία» που κέρδισε την υποστήριξη του μεγάλου κοινού άμα τη εμφανίσει της το 1946. Ο τότε κριτικός της «Ελευθεροτυπίας» επαινεί το έργο για τη θεατρικότητά του, τους αβανταδόρικους ρόλους και τις εντυπωσιακές στιγμές κωμωδίας και πάθους που εξασφαλίζει στους ηθοποιούς για να επιδείξουν το ταλέντο τους. Ταυτόχρονα όμως στέκεται στις κρίσιμες αδυναμίες του: «Ποιος σύγχρονος θεατής» αναρωτιέται «θα πάρει έστω και μια στιγμή στα σοβαρά τη γλυκερή αισθηματολογία του «μηνύματός» του, τον συμβατικό λαϊκίστικο ρωμαιοκαθολικισμό που διατρέχει την πλοκή του, μασκαρεμένο σε δήθεν ανυποχώρητη αφοσίωση στις βασικές και αιώνιες ζωικές αξίες του ανθρώπινου βίου;».
Ο Ντε Φιλίπο έμαθε από νωρίς τι προκαλεί το γέλιο και τι το δάκρυ του κοινού, «πόση ακριβώς διάρκεια πρέπει να έχει το καλαμπούρι για να διατηρήσει την αποτελεσματικότητά του» σημειώνει ο Κρητικός. «Δεν μπόρεσε όμως ποτέ να αποκτήσει μια προοπτική του κόσμου κάπως ευρύτερη από αυτήν των παρασκηνίων». Η δικαίωση της αμόρφωτης, τέως εκδιδόμενης, φτωχής Ναπολιτάνας που υπερασπίζεται ενστικτωδώς το δικαίωμα της μάνας να κάνει το παν για τα παιδιά της βρίσκεται στο κέντρο της γεωμετρίας αυτής. Εκτός από την «πόρνη με τη χρυσή καρδιά», έχουμε τον νάρκισσο λατίνο εραστή, τους πιστούς υπηρέτες κ.ο.κ. Ακόμη και οι γιοι της Φιλουμένας υποκύπτουν σε τρία κλασικά στερεότυπα: ο ένας είναι «διανοούμενος», ο άλλος «μικροαστός εμποράκος» και ο τρίτος «ανοιχτόκαρδος λαϊκός εργάτης (υδραυλικός)».
Κάπως έτσι, 29 χρόνια μετά την Αλίκη και 37 μετά τη Λαμπέτη, τον ρόλο αναλαμβάνει, ύστερα από πρόσκληση του Εθνικού μας Θεάτρου, η Ελένη Ράντου (έχουν μεσολαβήσει και άλλες πρωταγωνίστριες όλα αυτά τα χρόνια, αλλά επιτρέψτε μου να μην αναφερθώ αναλυτικά). Αν και φαινομενικά ο ρόλος τής ταιριάζει –η ηθοποιός διαθέτει την έντονη προσωπικότητα και την πληθωρική θηλυκότητα της ηρωίδας -, στην πράξη βλέπουμε πενιχρά αποτελέσματα. Η Φιλουμένα του Ντε Φιλίπο μένει ως το τέλος αδάκρυτη και συγκεντρωμένη στον σκοπό της. Οταν ξεσπάει σε κλάματα στο φινάλε, είναι ίσως η πρώτη φορά που αφήνεται ελεύθερη να εκφραστεί έχοντας εξασφαλίσει το μέλλον των παιδιών της. Η Φιλουμένα της Ράντου είναι σχεδόν μονίμως δακρυσμένη, με βλέμμα βουτηγμένο στην υγρασία του κορεσμένου συναισθήματος. Αποφασισμένη να πείσει το κοινό της πως μπορεί να σταθεί επαξίως σε «κλασικό» δραματικό ρόλο, η πρωταγωνίστρια επιλέγει τα πιο εύκολα όπλα: της ξεχειλωμένης εκφραστικότητας που λειτουργεί απλοϊκά, εξισώνει το «μεγάλο» με το κραυγαλέο, απαλείφει αποχρώσεις και αρνείται κάθε έννοια δημιουργικής πάλης με έναν ρόλο.
Τι να πει κανείς για τη συνεισφορά του Σταμάτη Φασουλή; Δεν είναι απλώς ότι άφησε την παράσταση ορφανή από σκηνοθετική μέριμνα ή σκηνοθετική σύλληψη. Δεν υπάρχει τίποτα, κανένα στοιχείο –ούτε από σκηνογραφικής – ενδυματολογικής ούτε από υποκριτικής άποψης –που να μαρτυράει μια έστω αμυδρή απόπειρα σύγχρονης ματιάς στο κείμενο. Λογική της «ατάκας», νάζια και κόλπα από φαρσοκωμωδίες της σειράς, καμία χημεία ανάμεσα στο ζευγάρι Ράντου – Κούρκουλου (ο τελευταίος, ούτως ή άλλως, πολύ άκαμπτος), κανένα ευφάνταστο εύρημα, καμία γνήσια κωμική έκλαμψη. Στις μελοδραματικές σκηνές «πλήθους» ο θίασος περικυκλώνει με ειδικό περπάτημα τη Φιλουμένα που προσεύχεται… «Είμαι η Φιλουμένα Μαρτουράνο» επαναλαμβάνει ξανά και ξανά η ηθοποιός απευθυνόμενη στο κοινό. Δυστυχώς, όσο και αν θέλουμε να την πιστέψουμε, αποδεικνύεται αδύνατο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ