Από πού ξεφύτρωσε αυτό το κορίτσι; Ζούσε πάντα ανάμεσά μας; Πώς κατάφερε να ανθήσει μέσα σε τόση βρώμα;
Τα μαλλιά της ξανθά, σαν χρυσαφένιο στάρι. Η φωνή της, άνεμος που αναστατώνει τα λιβάδια την άνοιξη. «Μια φωνή που θα την ακολουθούσα ως το τέλος του κόσμου, μια φωνή που σε πονάει χωρίς να το θέλει, που σε κάνει να πιστεύεις στα θαύματα»: έτσι αισθάνεται ο νεαρός Σιμό όταν ακούει για πρώτη φορά τη Λίλα να μιλάει. Οι δυο τους βρίσκονται σε μια έρημη παιδική χαρά, σε μια περιφρονημένη συνοικία, όπου κανένας δεν έχει τίποτε να κάνει και οι γέροι πετούν τα σκουπίδια από τα παράθυρα. Ο Σιμό φοράει κάθε μέρα το ίδιο τζιν παντελόνι, την ίδια μπλούζα, τα ίδια παπούτσια. «Πάει, κόλλησε η ζωή» πιστεύει. Μέχρις ότου συναντά τη Λίλα: το πρόσωπό της, σαν φως μες στο σκοτάδι. «Θες να δεις το μουνί μου;» τον ρωτάει ξαφνικά. Σοκ. Ο Σιμό δεν πιστεύει στ’ αφτιά του.
«Χθες το βράδυ τσιμπουκωνόμουνα μπροστά σ’ έναν καθρέφτη. Μ’ αρέσει να με βλέπω να παίρνω πίπα» του λέει η Λίλα την επόμενη φορά. Πώς γίνεται ένας άγγελος να μιλάει τόσο πρόστυχα; «Είναι στιγμές που φοβάσαι ότι οι λέξεις θα πληγώσουν τα χείλη της… αλλά όχι, περνάνε απαλά, σαν καλοκαιρινό αεράκι» διαπιστώνει ο Σιμό. Η Λίλα υπαγορεύει και ο Σιμό γράφει: ό,τι του εξιστορεί, εκείνος επιστρέφει βιαστικά σπίτι και το αποτυπώνει σε ένα τετράδιο. «Είμαι σαν κασετοφωνάκι» ομολογεί. Και η μικρή Μούσα του δεν έχει τον θεό της: του λέει για τη φαντασίωσή της να κάνει σεξ με εκατό άνδρες μαζί, για την πρόταση που δέχτηκε να συμμετάσχει σε τσόντα, για το παραμύθι που σκαρφίστηκε για να εκνευρίσει τη θεία της, ότι δήθεν έκανε σεξ με τον διάβολο.
Ο Σιμό στενοχωριέται, ζηλεύει, ερεθίζεται, μπερδεύεται. Ποτέ δεν αμφιβάλλει όμως ότι μέσα στη μαυρίλα που τον κυκλώνει «η Λίλα είναι ευλογία… είναι το μεγάλο δώρο του γενναιόδωρου ουρανού». Πέρα από τα χάδια, τα πειράγματα, τα ερωτικά ακροβατικά, τις εκμυστηρεύσεις και τα σκιρτήματα, η Λίλα του ανοίγει το σημαντικότερο παράθυρο: τον βοηθάει να ανασύρει από μέσα του τις λέξεις –αυτές που βρίσκονται παγιδευμένες κάτω από το δέρμα του –και να τις φέρει στην επιφάνεια, να τους δώσει ζωή. «Οι περισσότεροι άντρες είναι κλειδωμένοι κι έχουν χάσει το κλειδί. Χρειάζονται βοήθεια» εξηγεί στον Σιμό που νιώθει ακριβώς έτσι, εγκλωβισμένος σε μια ανούσια ύπαρξη δίχως μέλλον.
Ο πρώτος έρωτας, η εξερεύνηση του πόθου και των σωμάτων, οι εφηβικές αγωνίες που εντείνονται σε απίστευτο βαθμό μέσα στις πρωτόγονες συνθήκες ζωής των παρισινών γκέτο, η πίεση των συνομηλίκων, η αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος, η γυναίκα ως ερωτική και δημιουργική, απελευθερωτική δύναμη –που συντρίβεται τραγικά, ακριβώς λόγω του θάρρους της –τα θέματα αυτά προσεγγίζονται με ευαισθησία και τρυφερότητα από τον μυστηριώδη συγγραφέα που υπέγραψε το έργο «Η Λίλα λέει» με το ψευδώνυμο «Σιμό» (ως σήμερα, δέκα περίπου χρόνια μετά, παραμένει άγνωστη η αληθινή ταυτότητά του). Κι αν το κείμενο ακολουθεί λίγο-πολύ την πεπατημένη όσον αφορά τη σκιαγράφηση των καταθλιπτικών προαστίων και των εξαθλιωμένων κατοίκων τους, αποδεικνύεται ιδιαίτερα γοητευτικό όταν στρέφει το ενδιαφέρον του στις συναντήσεις του νεαρού ζευγαριού, στον προκλητικό λόγο της Λίλας και στην αγορίστικη αντίδραση –βλέπε «δεν μασάω, αν και μέσα μου τρέμω» –του Σιμό (ναι, ο ήρωας έχει το ίδιο όνομα με τον συγγραφέα).
Κάπως έτσι εξελίσσονται τα πράγματα και κατά τη διάρκεια της παράστασης στο Υπόγειο του Τέχνης. Οι σκηνές συνύπαρξης του Βασίλη Μαυρογεωργίου και της Λένας Δροσάκη είναι πραγματικά απολαυστικές, έτσι όπως συνδυάζουν το χιούμορ με την παιδικότητα. Το «αγγελικό» πρόσωπο της Δροσάκη, η επιτηδευμένη αφέλεια στη στάση του σώματος και στην εκφορά του λόγου της συνθέτουν εξαιρετικά την περσόνα που επιλέγει η Λίλα για να προσεγγίσει και να σαγηνεύσει τον υποψήφιο αγαπημένο της. Μέσα από αυτές τις καλοστημένες επιδείξεις αθυροστομίας, η ηθοποιός κατακτά όχι μόνο το ενδιαφέρον του «ψαρωμένου» αγοριού-θύματος αλλά και του κοινού της. Ακόμη κι αν διακρίνουμε μια υπερβολή στα εκφραστικά της μέσα στη σκηνή του «ξεσπάσματος», η παρουσία της εξασφαλίζει μια πραγματικά ευχάριστη έκπληξη. Οσον αφορά τον ρόλο του Σιμό, ο Μαυρογεωργίου, παρά την πνευματική του συγγένεια με τον ήρωα, προδίδεται από την εμπειρία του, την οποία δεν μπορεί να αποποιηθεί. Ενας νεότερος ηλικιακά ηθοποιός ίσως να εξυπηρετούσε καλύτερα τις προθέσεις του συγγραφέα.
Σε γενικές γραμμές, η σκηνοθεσία αναδεικνύει όλα τα καλά στοιχεία του κειμένου και στήνει, με τα πιο λιτά μέσα –δύο ηθοποιούς, ένα τραπέζι και πολλές σκουπιδοσακούλες –μια ιδιαίτερα τρυφερή παράσταση, η οποία θα είχε ιδανικούς αποδέκτες της όλους τους θεατές εφηβικής και νεαρής ηλικίας. Πολύ φοβούμαι, βέβαια, ότι ο πουριτανισμός του εκπαιδευτικού συστήματος δεν θα επέτρεπε ποτέ την επαφή με τόσο πολλά γεννητικά όργανα –ούτε καν εξ ακοής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ