Υπάρχουν φράσεις που τα λένε όλα. Παράδειγμα, ο χρησμός «Πέφτει το ευρώ, πέφτει και η Ευρώπη» της Ανγκελα Μέρκελ. Ή το σχόλιο του αυστριακού καγκελαρίου Φρεντ Σίνοβατς για τον ισχυρισμό του πρώην γενικού γραμματέα του ΟΗΕ και υποψηφίου για την προεδρία της Αυστρίας το 1986 Κουρτ Βαλντχάιμ, ότι δεν υπήρξε ποτέ ναζιστής, παρ’ όλο που ως μέλος του ιππικού ομίλου στην προσαρτημένη από το Γ’ Ράιχ Αυστρία ήταν αυτόματα μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος: «Αποδεχόμαστε ότι δεν ήταν ο κ. Βαλντχάιμ ναζιστής αλλά μόνο το άλογό του!».
Ή, ακόμη, η ιαχή με την οποία αντέδρασαν εκατοντάδες χιλιάδες Τσεχοσλοβάκοι που διαδήλωναν το καλοκαίρι του 1989 στην Πράγα εναντίον του κομμουνιστικού καθεστώτος στη συγγνώμη που ζήτησε ένας ομιλητής από την Ουγγαρία για τα σπασμένα τσεχοσλοβάκικά του: «Κανένα πρόβλημα!» φώναζαν όλοι με μια φωνή. «Μιλάς πολύ καλύτερα από τον Ανταμετς, πολύ καλύτερα από τον Γιάκες!» –ο Λάντισλαβ Ανταμετς ήταν τότε ο πρωθυπουργός της χώρας και ο Μίλος Γιάκες ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Ο Εγκον Κρεντς, ο οποίος ανέλαβε τον Οκτώβριο του 1989 τα ηνία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας, χρειάστηκε μόνο μία λέξη –και αυτή λανθασμένη –για να τα πει όλα: «Wende» («στροφή»). Με αυτήν συνόψιζε τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις που σχεδίαζε να εφαρμόσει στην Ανατολική Γερμανία, για να σώσει ό,τι δεν σωζόταν με τίποτε: το καταρρέον καθεστώς του υπαρκτού σοσιαλισμού. Και τον ίδιο όρο, κατά παράδοξο τρόπο, υιοθέτησαν όχι μόνο ο καγκελάριος Χέλμουτ Κολ και το δυτικογερμανικό κατεστημένο, αλλά και οι εξεγερμένοι Ανατολικογερμανοί παρ’ όλο που το κίνημά τους ήταν γνήσια επαναστατικό –ίσως επειδή δεν ήθελαν να «μαγαρίσουν» την ειρηνική τους εξέγερση με την ιστορικά βεβαρημένη λέξη «επανάσταση».

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 1989: 70.000 άτομα διαδηλώνουν στη Λειψία με συνθήματα όπως: «Οχι βία», «Ελεύθερες εκλογές» και «Είμαστε ο λαός». Είναι η πρώτη μαζική διαδήλωση στην Ανατολική Γερμανία. Μία εβδομάδα αργότερα ο «περίπατος της Δευτέρας» (έτσι τον ονόμαζαν οι διοργανωτές του, επειδή οι διαδηλώσεις ήταν απαγορευμένες) επαναλαμβάνεται με συμμετοχή 100.000 ατόμων. Επονται αμέτρητες μαζικές κινητοποιήσεις σε όλη τη χώρα. Η Ανατολική Γερμανία μοιάζει με καζάνι που βράζει. Το αποκορύφωμα είναι μια εκδήλωση στην πλατεία Αλεξάντερπλατς του Ανατολικού Βερολίνου στις 7 Νοεμβρίου, η οποία προσελκύει 1 εκατομμύριο πολίτες –η μεγαλύτερη συγκέντρωση που έγινε ποτέ στη χώρα. Πολλοί ομιλητές και ομιλήτριες, όπως η συγγραφέας Κρίστα Βολφ, μιλάνε ακόμα για έναν τρίτο «ενάρετο» σοσιαλιστικό δρόμο, ανάμεσα στον εκφυλισμένο κομμουνισμό και στον άδικο καπιταλισμό. Τα πλήθη όμως κωφεύουν. Σε λίγο μάλιστα μετατρέπουν το σύνθημα «Είμαστε ο λαός», που εκφράζει τη θέληση για πολιτική απελευθέρωση, σε «Είμαστε ένας λαός», που βάζει στο επίκεντρο την ενότητα του γερμανικού έθνους.

Το ξεσήκωμα ήταν από πολλές πλευρές επαναστατικό. Πολιτικά, επειδή έφερε ξανά στο επίκεντρο τις χαμένες μεγάλες αστικές αξίες: πολιτικές και ατομικές ελευθερίες, κράτος δικαίου, ανθρώπινα δικαιώματα. Το εργατικό κίνημα, το οποίο είχε εκφυλιστεί πλήρως υπό το καθεστώς του υπαρκτού σοσιαλισμού, δεν έπαιξε στην εξέγερση κανέναν ρόλο. Η μεγάλη πλειονότητα των Ανατολικογερμανών, που είχε ζήσει στο «πετσί» της την ανικανότητα και τη διαφθορά της εργατικής νομενκλατούρας, δεν ήθελε ούτε να ακούσει για αυτό.
Σε διεθνές επίπεδο, επειδή μαζί με την πτώση του βερολινέζικου τείχους τερμάτισε και τον χωρισμό της Ευρώπης. Ταυτόχρονα έβαλε τέλος και στον κίνδυνο ενός παγκόσμιου πυρηνικού πολέμου, δεδομένου ότι η διαμελισμένη Γερμανία ήταν η κυριότερη εστία αντιπαράθεσης μεταξύ Ανατολής και Δύσης –πουθενά αλλού δεν υπήρχε τότε μεγαλύτερη συγκέντρωση ατομικών όπλων από ό,τι στα δύο γερμανικά κράτη.
Και μόνο πολιτιστικά, η ανατροπή αποδείχθηκε «λίγη». Σε σύγκριση με το Γαλλικό Μάη του 1968, που ανέβασε τη φαντασία στην εξουσία, ή τις εξεγέρσεις του 1989 στην Τσεχοσλοβακία και στην Ουγγαρία, που είχαν επίσης απαράμιλλη αισθητική, η ανατολικογερμανική εξέγερση ήταν σχεδόν υπανάπτυκτη. Αυτό γινόταν αισθητό και στους δρόμους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μοναδική σχεδόν λέξη που ακουγόταν από τα χείλη εκείνων που διέσχιζαν τη νύχτα της 9ης Νοεμβρίου το ανοιχτό πλέον τείχος ήταν: «Wahnsinn» («τρέλα») –άλλη, πιο εύστοχη, πιο εύηχη ή πιο ευφάνταστη λέξη δεν έβρισκαν να πουν. Παρ’ όλα αυτά η συγκίνηση που έδειχναν ήταν γνήσια και βαθιά –και αυτή ήταν που σφράγιζε τελικά την εικόνα.
Αν και ειρηνικό, από το κίνημα δεν έλειπε η μαχητικότητα. Παρά την αστυνομική βία και τις απειλές του καθεστώτος ότι θα στείλει εναντίον τους τον στρατό, οι διαδηλωτές συνέχιζαν να κατεβαίνουν στους δρόμους όλο και μαζικότερα. Και αυτό κυρίως είναι που προκάλεσε «από τα μέσα» την κατάρρευση (implosion) του καθεστώτος, και όχι, όπως ισχυρίζεται τελευταία ο Χέλμουτ Κολ (ο οποίος όσο ήταν καγκελάριος αποκαλούσε τα εξεγερμένα πλήθη πρωταγωνιστές της ανατροπής), εξωγενείς παράγοντες, όπως η ανικανότητα του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ να βάλει τάξη στο ανατολικογερμανικό «προτεκτοράτο» του.
Υπό το πρίσμα της εξέλιξης του κοινωνικού σχηματισμού, η εξέγερση ήταν βέβαια «αντεπαναστατική», αφού οδήγησε στην παλινόρθωση του καπιταλισμού. Ωστόσο αυτή ήταν αναπόφευκτη, από το καθεστώς του υπαρκτού σοσιαλισμού είχαν απομείνει μόνο συντρίμμια και θρύψαλα.
Οχι ότι δεν υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις. Τα κυριότερα αντιπολιτευτικά κόμματα που ιδρύθηκαν το 1989, όπως το Δημοκρατικό Φόρουμ και το Δημοκρατικό Ξεκίνημα (στο οποίο ανήκε και η Ανγκελα Μέρκελ), τάσσονταν λίγο ή πολύ υπέρ του περιλάλητου «τρίτου» δρόμου. Μόνο που οι επικεφαλής τους, εκτός από οραματικά λόγια, δεν είχαν να προσφέρουν τίποτε: ούτε χρήματα ούτε εξουσία ούτε αξιοπιστία.
Ετσι τα γεγονότα τούς ξεπέρασαν. Ο πολύς λαός, ο οποίος ταύτιζε όλο και περισσότερο την επανένωση με το δυτικογερμανικό μάρκο, ή, σε πιο αγοραία «αργκό», με τις μπανάνες, που τις ήξερε ως τότε μόνο από την τηλεόραση, τους άφησε πίσω του. Η επανάσταση ήταν χθες. Σήμερα ήθελαν μόνο να είναι ένα με τη Δύση.
Εκ των υστέρων οι οπαδοί του «τρίτου» δρόμου κάνουν αυστηρή αυτοκριτική για το γεγονός ότι ενέταξαν στο λεξιλόγιό τους τη «στροφή» του Εγκον Κρεντς. Αλλά και σε αυτό έρχονται δεύτεροι και καταϊδρωμένοι. Προηγούνται ήδη οι χριστιανοδημοκράτες πολιτικοί, όπως η αντιπρόεδρος του κόμματός τους Γιούλια Κλέκνερ, η οποία χαρακτηρίζει ευθέως τα γεγονότα του ’89 επανάσταση, επικαλούμενη μάλιστα γι’ αυτό τον γνωστό ορισμό του Λένιν: «Μια επαναστατική κατάσταση υπάρχει όταν «οι πάνω» δεν μπορούν και «οι κάτω» δεν θέλουν».
Η λέξη που χρησιμοποίησε ο Κρεντς έχασε έτσι και τους τελευταίους υποστηρικτές της. Ακόμη και αν τα έλεγε κάποτε όλα, σήμερα πια δεν λέει τίποτε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ