Με ανάμεικτα αισθήματα, μετά τα τόσα που έχουν γραφτεί, ειπωθεί και συνεχίζουν να γράφονται και λέγονται, θα επιχειρήσω μια επισήμανση, που ίσως και τελικά να περιττεύει μέσα στο πλήθος της καθημερινής ενημέρωσης που έχει τη μορφή πολεμικών ανακοινωθέντων. Ποιος είναι όμως ο εχθρός;
Πέρα από τις μεγαλόστομες και συγγνωστές εν τέλει εκφράσεις των πολιτικών, των κάθε λογής εκπροσώπων και επί τόπου ανταποκριτών, αλλά και έξω από μετρημένες στα δάχτυλα κριτικές ερμηνείες του φαινομένου εθνικής ανάτασης, έχει ενδιαφέρον ότι όλες οι δημόσιες αντεγκλήσεις αφορούν χρονολογικούς προσδιορισμούς. Και βέβαια έχουν τη σημασία τους, όμως αυτή η σημασία, ακόμη και όταν έχει ζητούμενο τον εντοπισμό προσώπων, αυτά και πάλι αναζητούνται μεταξύ των σπουδαίων και επωνύμων: Νέαρχος, Ηφαιστίωνας, ο ίδιος ο Αλέξανδρος; Ούτε και αυτό θα ήταν κακό –ένας επώνυμος μπορεί να μας σώσει πολλαπλά, τραβώντας επάνω του όλη την προσοχή, εντόπια και διεθνή. Ομως το τι πράγματι αναζητείται, πέραν των τεθνεώτων επωνύμων, καθόλου δεν διατυπώθηκε μέχρι τώρα, μέσα από αυτό το τόσο μεγάλο πλήθος των δηλώσεων τόσων ζώντων επωνύμων.
Οι λεπτομέρειες και τα ουσιώδη


Και εννοώ ότι δεν αναζητήθηκαν ως τώρα οι κοινωνίες και οι άνθρωποι οι οποίοι, κατασκευάζοντας μικρά καθημερινά ή δημιουργώντας αριστουργήματα, χρησιμοποιώντας τα στην καθημερινότητά τους, βιοτική ή τελετουργική, καταναλώνοντας πράγματα ή ανταλλάσσοντας υλικά και συνήθειες, διαμόρφωναν τον ίδιο τους τον εαυτό. Εννοώ ότι δεν αναζητήθηκαν οι δομές μέσα στο υλικό ή συμβολικό συγκείμενο, δηλαδή εννοώ ότι απουσιάζει η αγωνία για την ερμηνεία ενός κόσμου που δημιούργησε αυτά που ανασκάπτονται, απουσιάζει μια επιστημονική αγωνία, η οποία αναζητώντας τους ανθρώπους και τις κοινωνίες πίσω από τα πράγματα θα ήταν μια βαθύτατα πολιτική και κοινωνική πράξη.
Δίνοντας σημασία αποκλειστικά στα αριστουργήματα της τέχνης και στους θησαυρούς, εξακολουθώντας να δίνουμε προσοχή στις «εξαιρετικής τέχνης λεπτομέρειες», όταν μάλιστα θεωρούμε ότι είναι σε θέση να αποδεικνύουν καταγωγικές γραμμές ικανοτήτων υψηλής αισθητικής ή ακόμη περισσότερο εθνικής καθαρότητας, ξεχνάμε τα ουσιώδη: τους ανθρώπους και τις κοινωνίες, τις διαδικασίες και τους θεσμούς, την ίδια τη ζωή ή μάλλον τις ζωές τους και τις πρακτικές τους, τόσο διαφορετικές και τόσο ίδιες με τις δικές μας. Οσο δυσανάγνωστα και άλλο τόσο δυσπρόσιτα και αν είναι αυτά τα παραπάνω, αξίζουν κάποιες νηφάλιες αρχικές υποθέσεις, πολύ διαφορετικές από τις διαγκωνιζόμενες για στυλ, στάσεις, διακοσμήσεις ή απολήξεις. Κυρίως αξίζουν την προσοχή μας σήμερα.
Η χρονολόγηση και η αναζήτηση ταυτότητας του υλικού πολιτισμού αποτελούν εργαλεία για να προσεγγιστούν οι κοινωνίες. Αυτή είναι η ευθύνη απέναντι στον κόσμο που ωθήθηκε να ενδιαφέρεται και να αγωνιά για την ακριβή χρονική ένταξη των ευρημάτων και για το ονοματεπώνυμο των κατόχων τους. Τα ερωτήματα που θέτουμε και το επίπεδο των αναμενόμενων απαντήσεων αποκαλύπτουν τους θεωρητικούς προβληματισμούς μας και τη σχολή σκέψης στην οποία ανήκουμε. Μπορεί ωστόσο να αποκαλύπτουν και την απουσία θεωρητικού προβληματισμού. Για τις σύγχρονες σχολές σκέψης η χρονολόγηση και η αναζήτηση ταυτότητας του υλικού πολιτισμού αποτελούν εργαλεία για να προσεγγιστούν οι κοινωνίες, οι ζωές των ανθρώπων τους στην ειρήνη και στον πόλεμο, οι πρακτικές τους στον καθημερινό τους βίο και οι τελετουργίες τους στη συμβολική σφαίρα, τα αξιακά τους συστήματα εν γένει, όλα αυτά δηλαδή που εμπεριέχουν εξίσου το εξέχον αλλά και το σύνηθες. Γνωρίζοντας το κοινό και σύνηθες θα εκτιμήσουμε το εξέχον, γνωρίζοντας το μέτρο θα θαυμάσουμε ό,τι το ξεπερνάει.
Η αρχαιολογία στην Ελλάδα ταυτίζεται για τον πολύ κόσμο με αριστουργήματα κυρίως κλασικής εποχής –εξ ου και σπεύδουμε να διευκρινίσουμε ότι ακόμα και αν τα ανασκαπτόμενα αριστουργήματα είναι της ρωμαϊκής εποχής, αυτά δημιουργήθηκαν από χέρια ελληνικά και όχι από τα μιαρά των κατακτητών. Η δημόσια αρχαιολογία, έχοντας κοινωνικό ρόλο, αλλά και από τη φύση της η μουσειολογία, έχουν υποχρέωση απέναντι στο κοινωνικό σύνολο για την κατεύθυνση προς την οποία θα στρέψουν την προσοχή του. Και η ως τώρα κατεύθυνση δομείται στο πεδίο του ίδιου προαιώνιου «του μεγάλου, του ωραίου και του αληθινού» καταγωγικού μύθου της Ελλάδας και της φυλετικής καθαρότητας των Ελλήνων με τους σπουδαίους προγόνους.
Η ανάδειξη των αρχαιοτήτων


Ετσι ας μην εκπλαγούμε όταν μια μέρα θα δούμε και τον Αλέξανδρο να υποστασιοποιείται τρισδιάστατα κατασκευασμένος, τέλειος και τελικός, «ωραίος σαν Ελληνας» με όλο του το σόι να πιστοποιεί την ελληνικότητα της μακεδονικής γης. Με τέτοια τακτική θα δούμε τον Αλέξανδρο ή τον Νέαρχο, άντε και τις Καρυάτιδες, ως «δολώματα» για την αναπτυξιακή προοπτική της Αμφίπολης, της Μακεδονίας και όλης της χώρας. Ομως η ανάδειξη των αρχαιοτήτων δεν είναι εργαλειακή υπόθεση, χρήση περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένων τρόπων προβολής. Το είδος της ανάδειξης εξαρτάται από το είδος της ερμηνείας που έχει προηγηθεί. Με τη σειρά της η ερμηνεία εξαρτάται από τις μουσειολογικές θεωρητικές θέσεις που θα υιοθετήσουμε και την άποψή μας για την πολιτική δραστικότητά τους στην κοινωνία σήμερα. Οπως επίσης τα περιθώρια της αμφιβολίας για την εικόνα του Αλέξανδρου είναι επιστημονική ηθική και όχι σχεδιαστικό τεχνικό έλλειμμα.
Ενώ λοιπόν όλα αυτά θα μπορούσαν, και μπορούν με μικρές διαφορετικές εστιάσεις, που εδράζονται όμως σε απολύτως διαφορετικές θεωρητικές και εν τέλει ιδεολογικές προσεγγίσεις, να λειτουργήσουν για την ίδια και αναγκαία, στην παρούσα κρίση, ανάταση του φρονήματος και της οικονομικής ευτυχίας του Ελληνα, διαφαίνεται ο κίνδυνος μιας αγοραίας δημόσιας αρχαιολογίας. Στον αντίποδα, αν γνώμονας ήταν η κριτική και η επερωτώσα σκέψη, που θα ενδιαφερόταν για συλλογικότερα και συνολικότερα διακυβεύματα, το κοινό θα μπορούσε να κατευθυνθεί στη γειωμένη αυτογνωσία. Αυτό όμως έχει μακρύτερο επιδραστικό ορίζοντα και δεν αφορά τους πολιτικούς. Αφορά όμως από τους επιστήμονες εκείνους που αγνοούν ότι η αρχαιολογική, η ιστορική και η μουσειολογική επιστήμη δομούνται και στο πεδίο της πολιτικής, όταν μάλιστα διεκδικούν ρόλο δημόσιο. Το ελλείπον τελικά μπορεί και να είναι ο εχθρός.
Η κυρία Ματούλα Σκαλτσά είναι καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και Μουσειολογίας ΑΠΘ, διευθύντρια του Διαπανεπιστημιακού Μεταπτυχιακού Μουσειολογίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ