Η απολυμένη καθαρίστρια που μου έβαλε προχτές στο χέρι ένα φυλλάδιο συμπαράστασης έξω από το υπουργείο Οικονομίας δεν πρόκειται να διαβάσει το κείμενο που ακολουθεί διότι την απασχολούν άλλα ζητήματα. Ομως, ο καθένας θα μπορούσε να δοκιμάσει εδώ τη νοημοσύνη του, ικανός και συγχρόνως ανίκανος για όλα, επειδή, όταν διαβάζει, δεν καταλαβαίνει ότι αυτό που διαβάζει δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην πως το διάβασε. Κυρίως, επειδή η παρανόηση είναι συνθήκη της γραφής και της ανάγνωσης. Στην περίπτωση λοιπόν των εξ ορισμού παρανοημένων κειμένων, η λεγόμενη επικοινωνία δοκιμάζεται από τον πειρασμό της γραφής, μια που τόσο ο γραφιάς όσο και ο αναγνώστης συγκροτούνται από τη διαβολιά της γραφής και όχι από αυτό που υποτίθεται ότι η γραφή αναφέρεται: την πραγματικότητα η οποία δίδεται πάντα προς ανάγνωση.
Και επειδή το «όνομα» του συγγραφέα είναι η ανωνυμία του αναγνώστη, τότε συγγραφέας και αναγνώστης δεν δηλώνουν ταυτότητα διότι η υποκειμενικότητά τους (επωνυμία ή ανωνυμία) τελεί υπό αναβολή σε σχέση με ένα νόημα που συνεχώς ετεροχρονίζει τόσο τον συγγραφέα όσο και τον αναγνώστη. Συχνά συμβαίνει τα «ονόματα» να σώζονται, αλλά πάντοτε «υπό διαγραφή». Διαφορετικά, το όνομα, φάτσα-κάρτα στη μαρκίζα, δηλώνει βεντέτα και με τις δύο σημασίες: είτε ως υπογραφή της αυθεντίας (ευπώλητου συγγραφέα, μεγαλόσχημου δημοσιογράφου, επηρμένου πολιτικού) είτε ως εκδίκηση (της γυφτιάς).
Αν ο αναγνώστης παραλείψει τα ευκόλως εννοούμενα (ονόματα), είμαι βέβαιος πως εφεξής δεν θα αντιλαμβάνεται τη γραφή μόνο ως βιαιοπραγία επί των πραγμάτων αλλά και ως προστασία της νοημοσύνης του. Και επειδή δεν υπάρχει τελικό επιχείρημα υπέρ ή κατά του τρόπου με τον οποίο προσμετρείται η νοημοσύνη πλην των επιχειρημάτων της ηθολογίας, ας διερωτηθούμε γιατί η κυβέρνηση χρησιμοποιεί την ηθολογία υποτιμώντας τη νοημοσύνη της καθαρίστριας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ