Η οικονομική και κοινωνική κρίση των τελευταίων πέντε χρόνων έχει προκαλέσει έναν διευρυμένο αναστοχασμό γύρω από την ιστορία και τις κληρονομιές της Μεταπολίτευσης. Είναι σαφές ότι κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει την ελληνική ιστορία των τελευταίων 40 ετών χωρίς να λάβει υπόψη τη συμβολή του ΠαΣοΚ στη διαμόρφωση των πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δεδομένων της περιόδου. Η ιστορική μελέτη της Μεταπολίτευσης, μέρος της οποίας αποτελεί η ιστορία του ΠαΣοΚ, βρίσκεται ακόμη σε αρχικό στάδιο και οι μέχρι τώρα προσεγγίσεις προέρχονται κυρίως από τον χώρο της πολιτικής επιστήμης και της πολιτικής ιστορίας αναδεικνύοντας συγκεκριμένες μόνο πτυχές του πολιτικού και απομονώνοντας τις πολιτικές διεργασίες από τις παράλληλες κοινωνικές και πολιτισμικές μεταλλάξεις της περιόδου.
Η σημερινή συνθήκη της κρίσης τείνει να παγιώσει σε μεγάλο βαθμό την κατανόηση της ιστορίας των 40 χρόνων ΠαΣοΚ ως μιας ιστορίας ανόδου και πτώσης, ακμής και παρακμής, ευλογίας και κατάρας, λατρείας και αναθέματος. Η υιοθέτηση αυτών των αφηγηματικών δομών για την ανασύνθεση του ιστορικού παρελθόντος φαίνεται να εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική κοινωνία κατανοεί συνολικότερα τη μεταπολιτευτική περίοδο. Πρόκειται για αφηγηματικές δομές που ενέχουν ένα ισχυρό στοιχείο προκαθορισμού και τελεολογίας, προϋποθέτουν δηλαδή ότι η ιστορία αναπόφευκτα θα οδηγούσε στο παρόν που βιώνουμε σήμερα.
Από την άλλη πλευρά, αυτή η ταύτιση της ιστορίας του ΠαΣοΚ με την ιστορία της Μεταπολίτευσης υποδεικνύει την εμπέδωση βαθύτερων και εσωτερικών σχέσεων μεταξύ του φαινομένου -και όχι απλά του κόμματος –ΠαΣοΚ και του συλλογικού φαντασιακού των μεσοαστικών κυρίως στρωμάτων, όπως αυτό συγκροτήθηκε στην Ελλάδα τα τελευταία 40 χρόνια. Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Ποιες ήταν οι πολιτισμικές και κοινωνικές διεργασίες που κατέστησαν τον πράσινο ανατέλλοντα ήλιο κεντρικό σημαινόμενο της μεταπολιτευτικής ιστορίας και επέτρεψαν έτσι την ταύτιση μεταξύ ΠαΣοΚ και ιστορικής εξέλιξης στο συλλογικό μας φαντασιακό; Το ερώτημα θα απασχολήσει σίγουρα τους ιστορικούς που θα ερευνήσουν την περίοδο αυτή στο μέλλον. Κάποιες υποθέσεις μπορούν ωστόσο να διατυπωθούν.
Η μνήμη είναι ένα γόνιμο πεδίο επεξεργασίας τέτοιων υποθέσεων εργασίας. Ας πάρουμε το παράδειγμα της εκλογικής νίκης του ΠαΣοΚ το 1981. Πρόκειται για ένα γεγονός που ποτέ δεν λείπει από τις αφηγήσεις της εφηβικής και μετεφηβικής ηλικίας των μεταξύ 40 και 50 χρόνων ανθρώπων σήμερα. Οι αναφορές στην ίδρυση και την άνοδο στην εξουσία του ΠαΣοΚ, στην κατάργηση της «ποδιάς» στα σχολεία, στην εκμάθηση των αρχαίων κειμένων από μετάφραση, στη μαζικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης και τη ραγδαία αύξηση του αριθμού εισακτέων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ, στην ίδρυση της ιδιωτικής τηλεόρασης και άλλα παρόμοια αποτελούν σημαντικούς μνημονικούς «τόπους» για τις γενιές που πολιτικοποιήθηκαν και κοινωνικοποιήθηκαν εκείνη την περίοδο. Ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, η μνήμη των πρώιμων χρόνων της Μεταπολίτευσης φαίνεται να χαρακτηρίζεται από μια νοσταλγία και αποπνέει μια αίσθηση απελευθέρωσης, διαρραγής του ιστορικού χρόνου και των συνεχειών του, μιας ανατροπής που στο μυαλό των τότε εφήβων και νέων ίσως φάνταζε μεγαλύτερη απ’ ό,τι ήταν.
Το ΠαΣοΚ συνδέθηκε στο θυμικό επίπεδο με έναν δυναμικό ορίζοντα προσδοκιών που συχνά σήμερα αναπολούμε και επενδύθηκε με επιθυμίες, φόβους, φοβίες και ελπίδες που συχνά υπερέβαιναν το πολιτικό πλαίσιο και τις δυνατότητες του κομματικού μηχανισμού καθεαυτού. Η περίοδος των τελευταίων 40 χρόνων χαρακτηρίστηκε από τεκτονικούς μετασχηματισμούς των κοινωνικών δομών και των πολιτισμικών πλαισίων αναφοράς όπως: η απο-περιθωριοποίηση μεγάλου τμήματος του κόσμου της Αριστεράς, η χειραφέτηση και η προκοπή των μικροαστικών και νεόκοπων μεσοαστικών στρωμάτων, η ανάπτυξη νέων μέσων μαζικής κουλτούρας και νέων πρακτικών πολιτισμικής παραγωγής και κατανάλωσης, η μαζικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης και κυρίως η επιτάχυνση της ανοδικής κινητικότητας μεγάλων τμημάτων των μεσαίων στρωμάτων. Πρόκειται για διεργασίες που επιτελέστηκαν σε διαφορετικούς ίσως χρόνους και με διαφορετικό τρόπο στο μεγαλύτερο μέρος του δυτικού κόσμου κατά τη μεταπολεμική περίοδο, αλλά στην Ελλάδα συνδέθηκαν φαντασιακά με το φαινόμενο ΠαΣοΚ ως κεντρικό σημαινόμενο της νέας εποχής.
Τι ρόλο έπαιξε το ίδιο το ΠαΣοΚ στη μορφοποίηση αυτού του ορίζοντα προσδοκιών της Μεταπολίτευσης; Το ερώτημα μοιάζει με εκείνο που αφορά την κότα και το αβγό. Οι κομματικοί μηχανισμοί και οι πρακτικές διεκδίκησης και διατήρησης της εξουσίας προπαγάνδισαν και υπηρέτησαν σε έναν βαθμό το όραμα της διαρκούς ανοδικής κινητικότητας των μεσοαστικών στρωμάτων: πελατειακές σχέσεις, λαϊκισμός, κομματικά προνόμια, «ανώδυνες» και εν πολλοίς επιφανειακές μορφές εκσυγχρονισμού. Κυρίως όμως συνέβη και το αντίστροφο. Δηλαδή, το ΠαΣοΚ διαμόρφωσε ένα πολιτικό λεξιλόγιο που αφομοίωσε στοιχεία του αναδυόμενου ορίζοντα προσδοκιών της Μεταπολίτευσης, για να χρησιμοποιήσουμε έναν αδόκιμο όρο του σύγχρονου διαδικτυακού λεξιλογίου, το ΠαΣοΚ «χάκαρε» την ελπίδα, ηγεμονεύοντας έτσι ένα συλλογικό φαντασιακό το οποίο εν πολλοίς το κόμμα δεν κατάφερε ή δεν θέλησε να διαπαιδαγωγήσει και να προσανατολίσει προς δημιουργικότερες προοπτικές.
Το ανάθεμα που εισπράττει ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος σήμερα και που συνήθως ερμηνεύεται με βάση τη συμμετοχή του στη λεγόμενη καταστροφή της μεσαίας τάξης στις συνθήκες της κρίσης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και σε αυτές τις αδυναμίες. Η ιδιότυπη σχέση μεταξύ ΠαΣοΚ και μεταπολιτευτικής προσδοκίας συνοδεύτηκε από την αδυναμία σύλληψης μιας διάδοχης κατάστασης και από την απουσία μιας πολιτικής πρωτοπορίας που θα μπορούσε να μετατρέψει την ελπίδα σε σύγχρονο μεταρρυθμιστικό πολιτικό πρόταγμα.
Αυτή όμως η έλλειψη πολιτικού οράματος δεν χαρακτηρίζει και το σύνολο του πολιτικού σκηνικού σήμερα; Πώς μπορεί να συγκροτηθεί μια πρόταση για το μέλλον όταν ο πολιτικός λόγος φαίνεται εγκλωβισμένος μεταξύ δύο συντηρητικών κατά βάθος αφηγημάτων, δηλαδή του «εγκλήματος και της τιμωρίας», όπως αυτό το αφήγημα εκφράζεται από τις κυβερνητικές δυνάμεις, και της «επιστροφής στη χαμένη Εδέμ», όπως αυτή ορίζεται από τους διεκδικητές της εξουσίας; Τι θα μπορούσε να αποτελέσει, δηλαδή, σήμερα το «ΠαΣοΚ» του μέλλοντός μας;
* Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι επίκουρη καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ