Από τηλεοράσεως, ευειδής νεαρά αποκαλύπτει το μυστικό της ομορφιάς της: ένα σφηνάκι κάθε μέρα. Οχι αλκοόλ (κάνει κακό στο δέρμα), αλλά αγνό, ανόθευτο, αρίστης ποιότητος κολλαγόνο. Χαμογελάει με νόημα, γεμίζει τη μεζούρα με το μαγικό υγρό και τη φέρνει στο στόμα της. Στην υγειά μας, άσπρο πάτο, να πάνε κάτω τα φαρμάκια, μαμά μην τρέχεις, τι σου ‘κανα και πίνεις…
«Αν δεν θέλετε να το πιείτε», συμβουλεύει πάντα με το μάτι λάγνο, «μπορείτε να το βάλετε ως ντρέσινγκ στη σαλάτα σας». Σε λίγο, λοιπόν, και στην ταβέρνα της γειτονιάς σας: «Παιδί, πιάσε μια τζατζίκι, μια μαρίδα και μια χωριάτικη με κολλαγόνο». Δεν είναι, πάντως, λίγες οι φίλες μου που πνίγουν τις αγωνίες τους στο πόσιμο κολλαγόνο: για «ρεκτιφιέ» στο πι και φι, για υγεία, ευτυχία και για τον ιδανικό γαμπρό στην πόρτα τους έτοιμο να τους κάνει πρόταση γάμου (εντάξει, ο γαμπρός δεν περιλαμβάνεται στα οφέλη της κολλαγονοθεραπείας, ποιος ξέρει, όμως, μπορεί στο μέλλον…).
Οσες και όσοι δεν πίνουν κολλαγόνο έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους στα γκότζι μπέρι, τους καρπούς (σαν διασταύρωση μούρου, κράνου και σταφίδας) που πλασάρονται ως η απόλυτη υπερτροφή, με φυτοστερόλες, καροτίνες, υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, αμινοξέα και όλα αυτά που ακούγονται τρομακτικά ώσπου να σου εξηγήσουν ότι είναι ωφέλιμα. Τις προάλλες η Τίνα μάς έβγαλε ριζότο με γκότζι και σπανάκι. Και για γλυκό, τάρτα με γκότζι. Η σαλάτα ήταν παραδοσιακή, με λαδόξιδο, μάλλον επειδή δεν είχε μάθει ακόμη ότι το κολλαγόνο γίνεται και ντρέσινγκ.

«Διάβασα», είπε, ότι «ο φημισμένος Λι Κουίνγκ Γιουέν ή Λι Τσινγκ Γιουν, που έφτασε 252 ετών, κατανάλωνε καθημερινά γκότζι μπέρι». «Τελικά τον λένε Κουίνγκ ή Τσινγκ;» ρώτησα, αλλά προσπέρασε σχεδόν ενοχλημένη την απορία μου και συνέχισε το… αποστολικό έργο της: τη διάδοση των γκότζι μπέρι στο ελληνικό τραπέζι.

Μια άλλη ομοτράπεζη γύρισε τη συζήτηση στις μαγικές ιδιότητες του ιπποφαούς, που «υπήρχε από την εποχή των παγετώνων και περιέχει περισσότερη βιταμίνη C ακόμη και από τον κράταιγο». «Τι είναι ο κράταιγος;» ρώτησα δειλά. «Είναι η μπουρμπουτζελιά». «Μάλιστα». Λίγο μετά αποσύρθηκα για να ψάξω στο Internet του κινητού τηλεφώνου μου τι είναι η μπουρμπουτζελιά. «Είναι η τσαπουρνιά» διάβασα. Δηλαδή; Δηλαδή «πολύτιμο βότανο που θεωρείται «τροφή της καρδιάς»».
Επέστρεψα στο τραπέζι ενημερωμένος, έχοντας αποστηθίσει και μια συνταγή για ρυζόγαλο με ιπποφαές, για να κάνω τον έξυπνο. Η κουβέντα, όμως, είχε περάσει στο αλεύρι χωρίς γλουτένη. «Το ξέρετε ότι η Ελλη Κοκκίνου έχασε 22 κιλά κόβοντας τη γλουτένη;». Εγώ, πάλι, στα τρία χρόνια που την έχω κόψει, έχω πάρει πέντε κιλά. Ισως επειδή δεν έχω κόψει και τα εκλεράκια. «Μπορείς να φτιάξεις εκλεράκια χωρίς γλουτένη», με συμβούλεψαν, «ή κέικ με αλεύρι Ζέας». Ακολούθως περάσαμε στο γάλα χωρίς λακτόζη, στα προϊόντα από χαρούπι, στα σαπούνια με γάλα γαϊδούρας που τρέφεται αποκλειστικά με βιολογικό σανό, στις θρεπτικές ιδιότητες που έχει το κανναβούρι…
Η Τίνα έφερε να δοκιμάσουμε «κάτι φοβερά μπισκοτάκια με κανναβούρι και παπαρουνόσπορο». Ημουν έτοιμος να ρωτήσω αν αυτά υπάγονται στην κατηγορία σνακ ή στην κατηγορία βρώσιμος μπάφος, αλλά η Αννα είδε ότι το μάτι μου είχε αρχίσει να γυαλίζει και με κλώτσησε κάτω από το τραπέζι: «Μετά θα πάμε σουβλάκια». «Κανονικά ή με πίτα από κάνναβη, γύρο από σόγια και σος από τόφου;».
Κράτησε τον λόγο της: τα σουβλάκια ήταν παραδοσιακά, το σουβλατζίδικο μύριζε την τσίκνα που σε ακολουθεί και στο σπίτι. Προσπάθησα να τη βγάλω από πάνω μου προτού πλαγιάσω, κάνοντας ντους με «ενεργειακό αφρόλουτρο». Ναι, ενεργειακό: προτού το χρησιμοποιήσω πρέπει να χαϊδεύω το μπουκάλι του και να κάνω θετικές σκέψεις για να μεταφέρω την ενέργειά μου στο περιεχόμενο και εκείνο μετά μού… επιστρέφει κάτι που δεν ξέρω ακριβώς τι είναι.
Πάντως, ακολουθώ κατά γράμμα τις οδηγίες από τότε που μου το δώρισαν –δεν θέλω ειρωνείες. Αν νιώθω τη διαφορά από τα απλά αφρόλουτρα; Οχι. Ισως να μην είμαι καλός δέκτης. Ισως, πάλι, επειδή δεν πιστεύω με όλο μου το είναι στο μιράκολο. Γιατί, ακόμη και αν υποκύπτω στη γοητεία τους, συχνά αναρωτιέμαι: τα «νέα» προϊόντα που μας θωρακίζουν απέναντι στις ασθένειες (από το απλό κρυολόγημα ως τον καρκίνο), απέναντι στον χρόνο (η αιώνια νεότητα προβάλλει όλο και πιο εφικτή), απέναντι στον θάνατο τον ίδιο, είναι τόσο θαυματουργά όσο μας υπόσχονται ή… μόδα είναι και θα περάσει;
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ