Το μονοτονικό αυτό γράφεται ανάμεσα στις δύο εκλογικές Κυριακές, παγιδευμένο σε μια μορφή πολιτικής αμηχανίας που αντιστέκεται στην ευκολία της ουδετερότητας. Αντ’ αυτού ψάχνει και ψάχνεται ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, μήπως προκύψει κάποια έξοδος προς το μετά. Από την άποψη αυτή ξαναδιαβάζοντας στην επανέκδοσή του το Τότε που ζούσαμε του Ασημάκη Πανσέληνου βρήκα δυσεύρετες απορίες για το αν, πότε, πόσο και πώς συμμαχούν ή αντιμάχονται μεταξύ τους οι τρεις αυτοί χρόνοι της προσωπικής και πολιτικής ζωής μας. Μ’ αυτούς τους όρους συμπληρώνω όσα άφησα μετέωρα την περασμένη Κυριακή για το σημαντικό αυτό βιβλίο του Πανσέληνου. Εχοντας τώρα πλάι μου (όχι για αξιολογικού τύπου σύγκριση) την εξ ορισμού αλλότροπη, αλλά, λίγο πολύ, ομόχρονη και ομόθεμη Νίκη του Χωμενίδη που με συνεπήρε.
Επαυξάνω σήμερα τη δηλωμένη ήδη απορία για τη γραμματολογική υποτίμηση του Τότε που ζούσαμε, διαπιστώνοντας εξ επαφής ακατανόητες παραλείψεις. Την απουσία λόγου χάριν ακόμη και του ονόματος του Ασημάκη Πανσέληνου από τις δύο έγκυρες Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κ. Θ. Δημαρά και του Λίνου Πολίτη. Εξαιρείται μόλις ο Αλέξανδρος Αργυρίου, που μνημονεύει το συγκεκριμένο έργο στον δεύτερο τόμο της δικής του Ιστορίας, εντάσσοντάς το, με συμπαθητική παραχώρηση, στο πλαίσιο της «ανανεωμένης παράδοσης».
Για να μετριαστεί η γραμματολογική αυτή αδικία στην προκειμένη περίπτωση, προτείνω να προστεθούν, το συντομότερο δυνατό, πίνακες ονομάτων, θεμάτων και πραγμάτων στην πρόσφατη επανέκδοση του έργου, προκειμένου να βεβαιωθεί, σε πρώτη έστω δόση, η γραμματειακή του ετοιμότητα. Πρόχειρη απογραφή απέδωσε ήδη εντυπωσιακά ευρήματα: εξήντα τουλάχιστον παραπομπές σε σημαντικά πρόσωπα και θέματα της λογοτεχνικής, καλλιτεχνικής και πολιτικής ζωής, από τα τέλη του δέκατου ένατου έως τα μέσα του εικοστού αιώνα. Μοιρασμένες στα τρία διαδοχικά μέρη του βιβλίου, συστήνουν καίρια ισάριθμες εποχές και συνέχειες (για να θυμηθώ τον Αναγνωστάκη), εντοπισμένες στην επαρχιακή Μυτιλήνη και στην πρωτεύουσα Αθήνα. Πρόκειται κατά κανόνα για ευθύβολα πορτρέτα σημαντικών μορφών, χωρίς να παραλείπονται τα αμφίβολά τους σημεία.
Από τον χώρο της πολιτικής ζωής εξέχουν ο Βενιζέλος, ο Παπαναστασίου, ο Παπανδρέου, ο Σβώλος, ο Ζαχαριάδης, ο Ιμβριώτης, ο Θεοδωρίδης και άλλοι. Από τον χώρο των γραμμάτων ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Ψυχάρης, ο Γληνός, ο Βάρναλης, ο Βενέζης, ο Μυριβήλης, ο Καζαντζάκης, ο Παναΐτ Ιστράτι, ο Θεοτοκάς, ο Τερζάκης. Από τους εικαστικούς ο προδρομικός Ορέστης Κανέλλης και ο παραδοσιακός Φώτης Κόντογλου. Από το θέατρο ο Κουν, ο Βεάκης, ο Σεβαστίκογλου.
Ειδικότερο ενδιαφέρον έχουν οι αναφορές σε επίμαχα γεγονότα και θέματα, όπως: η μέθοδος της ανάγνωσης, η σχέση προφορικού και γραπτού λόγου, οι τόποι και οι τρόποι της ζωτικής επαρχίας, η συμπεριφορά των διανοουμένων, η κριτική και η κρίση του θεωρητικού σοσιαλισμού και του σταλινικού κομμουνισμού, η συγκρότηση και η ιθαγένεια του ΕΑΜ. Ο χώρος δεν με παίρνει για παραδειγματικά παραθέματα.
Επιστρέφω έτσι στο αρχικό ερώτημα αν το Τότε που ζούσαμε του Πανσέληνου ευνοεί την προέκτασή του στο «τώρα», αφήνοντας περιθώριο και για ένα, υποθετικό έστω, «μετά». Μολονότι το συγκεκριμένο έργο τερματίζει την τρίτη του εποχή στα τέλη του 1944, υπάρχουν στο εσωτερικό του ικανές προβολές στο «τώρα» και στο «μετά» σημαδεμένες στην τελική γραφή του βιβλίου, χρονολογημένη στη διετία 1972-1973. Από την άποψη αυτή το Τότε που ζούσαμε προσχηματίζει με τον τρόπο του το τρίγωνο «τότε-τώρα-μετά», το οποίο επανέρχεται οξύτερο και στις τρέχουσες διπλές εκλογές των ημερών.
Και οι τρεις αυτοί χρονικοί όροι εμφανίζονται στην τρέχουσα πολιτική γλώσσα εννοιολογικά και πραγματολογικά επικυρωμένοι, ενώ στην πραγματικότητα ελέγχονται ρευστοί, όταν δεν καταλήγουν απροσδιόριστοι. Η ρευστότητα αυτή επηρεάζει κατεξοχήν τον μεσαίο όρο, δηλαδή το «τώρα», το οποίο εντούτοις διεκδικεί αξονικό ρόλο, επικαθορίζοντας τη χρονικότητα του «τότε» και του «μετά». Πρόκειται μήπως για λογικό σκάνδαλο που σκοπίμως στην πολιτική πρακτική αποσιωπάται; Νομίζω πως όχι.
Ακόμη και αν δεχτούμε ότι το «τώρα» δεν διαθέτει αυτόνομο χρόνο, είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε ότι, με το βιωματικό του κύρος (ένα είδος άδηλης αναπνοής), γίνεται καθ’ οδόν κρίσιμο εργαλείο για την επίγνωση του «τότε» και την πρόγνωση του «μετά». Σφηνωμένο δηλαδή ανάμεσα στο «τότε» και στο «μετά» μεταμορφώνεται σε καταλύτη και στην καλύτερη περίπτωση εξελίσσεται σε μεταλλάκτη της πολιτικής κομπίνας. Οπότε το απροσδιόριστο χρονικά παρόν τρέπεται σε δραστική παρουσία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ