Δεν υπάρχει κανένα αίνιγμα για να το πάρει το ποτάμι. Και «Το Ποτάμι» δεν θα πάρει τίποτα εκτός από τα απόβλητα των κομματικών βιοτεχνιών του Κηφισού. Ωσπου να τα κατεβάσει στο Νέο Φάληρο θα έχει βρωμίσει και το ίδιο. Θα νομίζει πως χειρίζεται μείζονα εθνικά θέματα, αλλά από τις πεπονόφλουδες.
Τι, δηλαδή, θα κάνουν οι κεντροδεξιοί πρωταγωνιστές του, ο Δήμου και ο Δοξιάδης; Φωτισμένες, δεν λέω, συνειδήσεις, αλλά με πολλά κατάλοιπα. Και ο Θεοδωράκης, αυτό το γελαστό παιδί των μοντέρνων καιρών στους οποίους η «κοινωνία του θεάματος» μετεξελίχθηκε σε «κοινωνία των πολιτών», τι θα κάνει; Τίποτα δεν θα κάνει επειδή ακριβώς νομίζει πως κάνει κάτι.
Εχω σοβαρούς ενδοιασμούς για τους όψιμους κήρυκες της αλήθειας. Επαναλαμβάνουν τον τρόπο με τον οποίο μια ευτελισμένη δημοκρατική εκπροσώπηση συνεχίζει να εκπροσωπείται από τα «μέσα» με άλλα μέσα.
Μου θυμίζουν την τελευταία σκηνή από την «Κάλπικη λίρα» του Τζαβέλλα: ο κομψευόμενος Δημήτρης Χορν αφήνει το ψεύτικο νόμισμα να κυλήσει στο ρείθρο του πεζοδρομίου της Ηρώδου του Αττικού λίγο πριν του Μαξίμου, για το οποίο και προορίζεται.
Θα πρέπει να προσέξουν οι κάθε είδους νεόκοποι χαράκτες της δημόσιας ζωής: η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι το καλύτερο από τα υπόλοιπα χειρότερα πολιτεύματα. Με μια παρα-χάραξη όμως μπορεί να γίνει και το χειρότερο, επειδή τα άλλα διακρίνονται αμέσως από τα τατουάζ. Το ενδιαφέρον τους για την πολιτική δεν ολοκληρώνεται ούτε με τον εκλεκτικισμό μεταξύ αριστερών ή δεξιών ιδεών ούτε με τον αχταρμά δεξιών και αριστερών πρωταγωνιστών.
Εχω τη γνώμη πως το ζητούμενο σήμερα είναι το «χωρίς αυτούς». Χωρίς τα όρια, δηλαδή, που θέτουν αυτοί, εντός «των ορίων των όρων» τους, όπως τιτλοφορεί το βιβλίο του ο «συνένοικός» μου Γ. Μεταξάς. Να τι θέλει το 40% των αδιευκρίνιστων συμπολιτών μας. Και όχι πως δεν ξέρει τι θέλει. Θέλει το πράγμα καθαυτό (το αδιευκρίνιστο) που η πολιτική δεν είναι σε θέση να του δώσει.
Το 40% ξέρει πώς να βιώσει πλέον την ορφάνια μετά τον θάνατο των πατέρων του Εθνους. Και όχι γιατί η ζωή του υπάρχει μόνο στην αμεριμνησία απέναντι στη ζωή αλλά και γιατί η αδιαφορία του είναι αυτό που το κρατάει στη ζωή.
Το αδιευκρίνιστο 40% συμπίπτει φυσικά με τη δραματική διευκρίνιση που έχει ήδη λάβει από την κρίση: το παιχνίδι παίζεται αλλού και θα παίζεται όσο δεν υπάρχει ρύθμιση του χρέους. Το ξέρει.
Και για να απαλλαγεί από τις δημοσκοπήσεις, διαθέτει την ψυχρότητα εκείνου του θεού της περιφρόνησης που ενδιαφέρεται για αυτό το 40% όσο κανείς υποψήφιος του 60%. Τον θεό της περιφρόνησης ο Μπρεχτ τον ονομάζει κύριο Κόινερ.

Υποστήριζε πως επειδή αγαπά τη δικαιοσύνη θεωρούσε καλό το σπίτι του να έχει περισσότερες από μία εξόδους. Ο Ντομένικο στη Νοσταλγία του Ταρκόφσκι έχτισε την εξώπορτα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ