Δεν θα πάψω να το διατυπώνω επιστρατεύοντας έναν αναχρονιστικό διδακτισμό: τα παθήματα, μαθήματα.
Αλλά η κρίση δεν έγινε μάθημα. Οι ανεπίδεκτοι που μας έφεραν ως εδώ δεν πρόκειται να μάθουν επειδή δεν πάθανε. Ανεπίδεκτοι είμαστε βέβαια και εμείς όλοι που δεν έχουμε υποψιαστεί τι σημαίνει μαθαίνω, διαβάζω, συγκρίνω, επινοώ.
Διάβαζα την Κυριακή στο «Βήμα» τη συνέντευξη του Α. Τσίπρα. Ενώ απαντά στον δημοσιογράφο, η απάντησή του διαμορφώνει αμέσως ένα νέο ερώτημα που δεν είναι άλλο παρά η αποσιωπημένη της πλευρά. Παράδειγμα: Ποιο είναι «το νέο μοντέλο διακυβέρνησης» σ’ ένα καθεστώς όπου η ανταλλαγή δεν θα πάψει να καθορίζει την αξία των πραγμάτων; Θα θιγεί με τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αυτό το καθεστώς; Και αν ναι, γιατί το αποσιωπά;
Οσο περνάει ο καιρός –είναι ήδη πέντε χρόνια –πείθομαι ότι η κρίση προήλθε από αγράμματους ανθρώπους και διαιωνίζεται σε αγράμματους. Δηλαδή, σε ανθρώπους εξαντλημένους σ’ εκείνον τον «αλγεβρικό τύπο εξάντλησης» που δίνει ο Σεφέρης σχολιάζοντας την Ερημη Χώρα του Θ. Σ. Ελιοτ: «Γέννηση, και συνουσία, και θάνατος». (Ο Σεφέρης μάλιστα παρατάσσει τα τρία αυτά κορυφαία συμβάντα ενθέτοντας προ του συμπλεκτικού «και» το κόμμα.) Να υποθέσω ότι το «κόμμα» δείχνει την κρίση μιας χώρας όπου η ελίτ (η Ακαδημία, το Εθνικό Θέατρο, το Ιδρυμα Πολιτισμού, οι ευπώλητοι συγγραφείς, οι ευανάγνωστοι αρθρογράφοι, οι διανοούμενοι) βρίσκεται σε κώμα; Τι περιμένει λοιπόν να διαβάσει ο αναγνώστης μου κάθε εβδομάδα; Τίποτα, εκτός από τη δική του αγωνία να συγκρίνει διαβάζοντας το αδιέξοδο αυτής της γραφής με το δικό του αδιέξοδο. Και τότε, πιθανόν να διακρίνει ό,τι του χρειάζεται: μια ομολογία αρνητικής αυτογνωσίας που θα του επέτρεπε να αναρωτηθεί για τα αυτονόητα της ελίτ. Διαβάζοντας, ο αναγνώστης ίσως αντιληφθεί και το μοτίβο αυτής της (έρημης) χώρας. Σήμα κατατεθέν σ’ ένα άλλο ποίημα του Θ. Σ. Ελιοτ: «Μέτρησα τη ζωή μου με το κουταλάκι του καφέ» (ο Σεφέρης από το 1936 ειδοποιεί για την ομοιότητα αυτού του στίχου με την προτροπή του Καρυωτάκη: «Να βυθομετρούσατε και σεις με μια φουρκέτα τ’ άδειο σας κεφάλι»).
Μετρηθήκαμε; Βυθομετρήσαμε τον λασπώδη βυθό; Αντιτείναμε μιαν απορητική στάση απέναντι σε ό,τι διαβάζουμε; Αντισταθήκαμε στα γραπτά (των ελίτ) χάριν της γραφής; Εννοήσαμε πως η αντίστασή μας είναι συγχρόνως και αντίσταση της ίδιας της γραφής σε όσα υποτίθεται πως καταγράφει ως εάν να ήταν ποτέ δυνατόν να γραφτούν και να μεταφερθούν από τη ζωή στο χαρτί;
Πάντα πίστευα πως γραφιάς δεν είναι η πρόθεση αλλά ο ίδιος ως πρόθεση. Πρόθεση αποτυχίας προφανώς, όταν κάνει το σφάλμα να δίνει, όπως λένε, την πρωτοβουλία στις λέξεις. Οπότε, αν ακόμη έχουν σημασία τέτοιου είδους κείμενα, είναι γιατί επιτρέπουν να εισχωρήσει από την πίσω πόρτα της δημοσιογραφίας όχι μόνο η λογοτεχνία αλλά και η θεωρία της. Δύο είναι τα ζητήματα ποιητικής τάξης που θέτει κάθε δημοσιευμένο κείμενο στην εφημερίδα: α) Πώς δουλεύει μια λεκτική μηχανή, β) Πώς η δυναμική της δεν προέρχεται από τις γνώσεις αλλά από την αντίσταση του κειμένου στον εαυτό του.
Για πόσο όμως οι εφημερίδες θα συνεχίσουν να δημοσιεύουν κείμενα που δεν καταμετρούν «χτυπήματα» από τους δαίμονες των social media αλλά από τον δαίμονα του τυπογραφείου; Κείμενα τα σφάλματα των οποίων τα διασφαλίζουν ως κείμενα, θέτοντας περισσότερο από την αξία τους τους όρους γραφής. Συμπεριλαμβάνεται στους όρους το πότε θα αποφασίσει κάποιος να σταματήσει να αρθρογραφεί; Τότε, ξαφνικά, ένα ποίημα θα παρεισφρήσει στην οθόνη του υπολογιστή του από ένα άλλο «παράθυρο». Θα διανοηθεί να το «κλείσει»;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ