ΤΟ ΒΗΜΑ –ΤΗΕ NEW YORK TIMES

Η πρωτοβουλία του ΟΗΕ να ξεκινήσει ειρηνευτικές συνομιλίες ανάμεσα στην κυβέρνηση του Μπασάρ αλ Ασαντ και την συριακή αντιπολίτευση ήδη αντιμετωπίζει μερικές τρομακτικές προκλήσεις: πόσες είναι οι πιθανότητες ο Ασαντ να διαπραγματευτεί την αποχώρηση του από την ηγεσία της Συρίας, δεδομένης της ενδυναμωμένης στρατιωτικής του θέσης; Και ως ποιο βαθμό μπορεί η συριακή αντιπολίτευση να ισχυριστεί πως ενεργεί εκ μέρους των διασπασμένων –ακόμη κι ανταγωνιστικών – δυνάμεων που μάχονται στη χώρα;
Από την αρχή του πολέμου, πολλοί παρατηρητές παρομοιάζουν τη κρίση στη Συρία με την παλαιότερη στη Βοσνία. Όντως, η αποτυχημένη διάσκεψη «Γενεύη ΙΙ» θύμιζε τις απόπειρες επίλυσης των βαλκανικών συγκρούσεων πριν από είκοσι χρόνια. Ποιά είναι τα μαθήματα που πρέπει να έχουμε διδαχτεί από τότε;
Το πρώτο είναι η ανάγκη της διεθνούς κοινότητας να είναι ταπεινή και να κρατήσει χαμηλούς τόνους. Ένας εμφύλιος πόλεμος δύσκολα οδηγείται σε λύση από ξένες δυνάμεις κι είναι εξαιρετικά ανθεκτικός σε έξωθεν στρατιωτική επέμβαση. Μια τέτοια απόπειρα παρουσιάζει σημαντικές επιπλοκές: η ειρηνευτική πρωτοβουλία γίνεται παραμορφωτικός φακός διαμέσου του οποίου βλέπουμε την ένοπλη σύγκρουση και θωρούμε πως τα γεγονότα σε περιοχές όπως η Συρία και η Βοσνία καθορίζονται από στρατηγικές, προθεσμίες και χρονοδιαγράμματα –αλλά κάτι τέτοιο απλώς δεν ισχύει.
Ας αναρωτηθούμε κατά πόσον οι δικές μας προσπάθειες επίλυσης της κρίσης παρεμβαίνουν στην ίδια την σύγκρουση. Για παράδειγμα, το 1993 το Ειρηνευτικό Σχέδιο Βανς-Οουεν (μια κοινή πρωτοβουλία ΟΗΕ-Ε.Ε.) πρότεινε τη δημιουργία νέων πολιτικών οντοτήτων. Το αποτέλεσμα ήταν η εντατικοποίηση των εθνοκαθάρσεων από ομάδες που προσπαθούσαν να ενδυναμώσουν τη θέση τους ενόψει του επικείμενου διαχωρισμού. Οι επαφές για τη Συρία θα μπορούσαν να έχουν την ίδια ακριβώς επίδραση.
Το δεύτερο μάθημα είναι η ανάγκη να δούμε τη γενικότερη εικόνα της περιοχής. Ο Αμερικανός απεσταλμένος στη Βοσνία, Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ το είχε καταλάβει εγκαίρως αυτό και θέλησε να συμπεριλάβει στις ειρηνευτικές συνομιλίες που ακολούθησαν τις γειτονικές, προς τη Βοσνία, χώρες, τη Κροατία και τη νυν Σερβία (τότε Γιουγκοσλαβία). Και μπορεί η συμφωνία του Ντέιτον που ακολούθησε να μην ήταν η καλύτερη δυνατή, αλλά η στρατηγική του Χόλμπρουκ έδειξε πως ήταν δυνατό να δημιουργηθούν οι συνθήκες για την υπογραφή μιας συμφωνίας. Οπότε οι απόπειρες της κυβέρνησης Ομπάμα να συμπεριλάβουν στις συνομιλίες της Γενεύης τη Ρωσία και, πιθανώς, το Ιράν, αποτελεί μια ενδεδειγμένη στρατηγική.
Το τρίτο μάθημα που εξάγουμε από το ιστορικό παράδειγμα της Βοσνίας είναι το ότι ένας πόλεμος δεν τελειώνει όταν σημάνει η κατάπαυση του πυρός, καθώς οι πολεμοχαρείς ελίτ συνεχίζουν να προσπαθούν να πετύχουν τους πολεμικούς τους σκοπούς. Οπότε, αντί να επικεντρωθούμε στην κατάπαυση της βίας, θα έπρεπε να δουμε μια ειρηνευτική συμφωνία ως ένα μεταβατικό στάδιο, όπου οι αντιμαχόμενες παρατάξεις δεν θα εγκαταλείψουν πιθανώς τις μεγαλύτερες φιλοδοξίες τους και θα αποπειραθούν να εκμεταλλευτούν ή ακόμη και να υπονομεύσουν την διεθνή επέμβαση πριν και μετά τις συνομιλίες. Οπότε η διπλωματικές μας προσπάθειες θα πρέπει να χαρακτηριστούν από προσαρμοστικότητα, υπομονή και ταπεινότητα, για να αποτρέψουμε τις αντιμαχόμενες πλευρές από περαιτέρω διαμάχες. Η κατάκτηση της ειρήνης δεν είναι ποτέ μια βραχυπρόθεσμη διαδικασία.
*Ο Philippe Leroux – Martin είναι καθηγητής στη Σχολή Κένεντι του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ των ΗΠΑ