Βρεθήκαμε πριν από λίγες ημέρες στην εκδήλωση μνήμης για την άδικα χαμένη κυπρία συγγραφέα Νίκη Μαραγκού. Πολλοί φίλοι και φίλες της μιλούσαν με συγκίνηση για το έργο και την προσωπικότητά της. Ιδιαίτερα στάθηκαν στο τελευταίο της βιβλίο με τις αφηγήσεις κυπρίων γυναικών (Δεκαοκτώ αφηγήσεις, εκδ. Ροδακιό). Δίπλα μου ένας μεγάλης ηλικίας κύριος επανελάμβανε λέξεις της κυπριακής διαλέκτου κάθε φορά που αναφέρονταν, κουνώντας το κεφάλι του σαν να έλεγε: «Πού να ‘ναι τώρα αυτές οι λέξεις…». Το βιβλίο αυτό δεν το προσέξαμε. Θύμιζε λίγο τον Κοινό λόγο της Ελλης Παπαδημητρίου, ένα βιβλίο που έκανε, καθυστερημένα, σπουδαία καριέρα στο θέατρο. Για το βιβλίο της η Νίκη έλεγε: «Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς που περνάμε, όπου κανείς δεν είναι πια σίγουρος για τίποτα, οι γυναίκες αυτές είχαν μια δωρική, αρχέγονη γνώση του σωστού και του δικαίου, που με άφηνε άναυδη και με βοηθούσε να ζήσω με διάκριση».
Σκέπτομαι ότι η Νίκη Μαραγκού ανήκε σε εκείνους τους αθόρυβους συγγραφείς που είναι γνωστοί σε έναν μικρό κύκλο, έχουν σπουδαίο έργο αλλά δεν απολαμβάνουν ποτέ την πλατιά δημοσιότητα. Η Νίκη, είπε η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «έψαχνε να βρει τη σοφία της εμπειρίας» και η Κλαίρη Μιτσοτάκη συμπλήρωσε: «Εζησε με την ομορφιά, πρόσφερε ομορφιά». Η Ελένη Αντωνιάδου τής απέδωσε τον καβαφικό προσδιορισμό «ελληνικός». Και ο Μιλτιάδης Χατζόπουλος θυμήθηκε ότι η Νίκη ήξερε κάθε πέτρα της Κύπρου. Γιατί η Νίκη Μαραγκού, πολυσχιδής καλλιτέχνις, ζωγράφος, μαθήτρια του Ακριθάκη, ποιήτρια, πεζογράφος, ήταν ακούραστη ερευνήτρια. Ελεγε: «Είμαι περίεργος άνθρωπος κι αυτό μου έδωσε την πρώτη ύλη για τη γραφή. Τα καλοκαίρια περπατούσα τις νύχτες που ο κόσμος καθόταν έξω και ήταν τα σπίτια ανοιχτά και κοίταζα τα εσωτερικά των σπιτιών. Κατέγραφα συνομιλίες, ματιές». Σκέφτομαι ότι υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες που περνούν αθόρυβα από δίπλα μας. Τέτοιος είναι και ο Κάρολος Τσίζεκ, στον οποίο αναφερόμαστε σε αυτό το φύλλο. Συμμετείχε στον πνευματικό πυρήνα του «Κοχλία» στη Θεσσαλονίκη, όπως «Κοχλία» ονόμαζε και η Νίκη Μαραγκού το βιβλιοπωλείο της, ένα πολιτιστικό εργαστήρι εξαίρετων αισθημάτων, γνώσης και αναζητήσεων. Για να επανέλθω στον Τσίζεκ, τόσα χρόνια εικαστικός καλλιτέχνης, συγγραφέας, επιμελητής και όμως παρέμεινε «άγνωστος» κυρίως στο αθηναϊκό κοινό, που εν πολλοίς διαμορφώνει το τι πρέπει να ξέρεις για να είσαι ενήμερος για τα καλλιτεχνικά. Πόσοι άλλοι τέτοιοι άραγε υπάρχουν; Γνωρίζω ότι θα πεταχτούν διάφοροι καλλιτέχνες –ή που νομίζουν ότι είναι καλλιτέχνες –και θα πουν: «Κι εγώ, είμαι κι εγώ». Ωστόσο το αν είσαι καλλιτέχνης το κυρώνει πρώτα και κύρια το σινάφι των καλλιτεχνών του ιδίου κλάδου, αλλά και η κριτική. Η ευθύνη της τελευταίας παραμένει ακέραια και σήμερα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ