Η προτροπή του εχέφρονος φίλου ότι θα όφειλα να εξετάζω τα ελληνικά πράγματα μακροσκοπικά θα ίσχυε αν τα πράγματα δεν ήσαν ελληνικά. Οπότε και ο ίδιος δεν θα είχε παρά να δει –μακροσκοπικά αλλά προς τα πίσω –τον Τσοχατζόπουλο στην ιστορική φωτογραφία του πρώτου «εκτελεστικού», πλάι στον Ανδρέα («Τα Νέα», 20 Απριλίου 2013). Στο πρόσωπο αυτού του φερέλπιδος τότε νέου θα διέκρινε αμέσως τα ελληνικά πράγματα μακροσκοπικά. Πώς δηλαδή από το αντιστασιακό «Πίκολο Μόντο» του Βερολίνου ο φέρελπις αυτός νέος πέρασε στην κανταφική Χαριλάου Τρικούπη, ύστερα στη Βουλή, ύστερα παρ’ ολίγον στην πρωθυπουργία, για να καταλήξει στον Κορυδαλλό. Ομως αυτό δεν είναι το άκρον άωτον του επιτυχημένου έλληνα πολιτικού που επιβεβαιώνει τη ρήση ότι η πολιτική είναι μια κόλαση από σωτήρες;
Στη μάσκα λοιπόν που περιφέρεται τις μέρες αυτές στα κανάλια αποτυπώνεται νομίζω η ουσία του πολιτικού ως ιδιαίτερου ανθρωπολογικού είδους: εχθροπάθεια και υπεροψία. Οπότε, όπως είπα στον φίλο μου, προς τι να βλέπω τα ελληνικά πράγματα από την αισιόδοξή τους πλευρά;
Οποιος όμως επιμένει να βλέπει μικροσκοπικά τα ελληνικά πράγματα κινδυνεύει, περιγράφοντάς τα στην εφημερίδα σε μια λάθος γλώσσα, να γίνει ενδεχομένως και ο ίδιος λάθος άνθρωπος. Ισως λοιπόν να μην είναι τόσο σημαντικό το μακροσκοπικό ή το μικροσκοπικό, όσο το λεξιλόγιο που τα περιγράφει. Και επειδή δεν υπάρχει καμιά προνομιακή οπτική γωνία από την οποία θα μπορούσε κανείς να αναλύσει αντικειμενικά τα πράγματα, είναι εύλογο να μην ευσταθούν τόσο οι δικαιολογημένες προβλέψεις όσο και οι αναπλαισιώσεις ενός «μοντέλου» που δεν άλλαξε από την εποχή του Τρικούπη. Αυτές οι αναπλαισιώσεις επιβάλλουν κάθε φορά ένα διαφορετικό λεξιλόγιο δείχνοντας γιατί το σημαντικό δεν είναι μόνον η ορθολογική πρόβλεψη (του Στουρνάρα) αλλά και η διαίσθηση (του Βαρουφάκη). Δηλαδή η αίσθηση που διαθέτει ο τελευταίος ενός απροσδιόριστου κινδύνου και όχι η απόδειξη από τον πρώτο μιας προβλέψιμης υποτίθεται πορείας προς το καλύτερο. Το παράδειγμα με τις διαφωνίες των οικονομολόγων είναι αρκετό.
Το τελευταίο που χρειάζεται σήμερα η Ελλάδα είναι μια θεωρία της ευτυχίας. Αντίθετα, ό,τι επείγει για να προβλεφθούν μακροπρόθεσμα οι μελλοντικοί Τσοχατζόπουλοι είναι εκείνη η σκάλα του Ρίτσαρντ Ρόρτι προορισμένη για πέταμα. Τη χρησιμοποιείς για να εννοήσεις τι είναι αυτό που σε ωθεί στο σόφισμα ή στο επιχείρημα και ύστερα την πετάς μαζί με το σόφισμα και το επιχείρημα, όπως το μωρό με τα νερά του μπάνιου. Εχεις φτάσει ψηλά, εκεί που έπρεπε: στον αδιόρθωτο έλληνα αρχιφύλακα που εισέπραττε από την κάρτα του συλληφθέντος τα χρήματά του από το ΑΤΜ της γωνίας. Τη σκάλα αυτή δεν θα την αποκαλέσω και εγώ ειρωνεία αλλά ιδιοσυγκρασιακή γραφή. Και δι’ αυτής θα χαρακτηρίσω εκείνο το είδος του ανθρώπου που αναγνωρίζει τον ρόλο της τυχαιότητας στις πεποιθήσεις του. Δηλαδή τον τρόπο της ελευθερίας του και όχι τον τύπο της ηθικής του. Αν αυτό σημαίνει ιδιωτικοποίηση της δημόσιας σκέψης, την ίδια στιγμή σημαίνει και την εντελέστερη δημοσιοποίησή της, στο πλαίσιο μάλιστα των πιο ζωηρών φαντασιώσεων που κάνει ο καθένας μας για τον δημόσιο βίο (όπως φέρ’ ειπείν ο Τσίπρας).
Και επειδή ουδείς εκδίδει πιστοποιητικά σοβαρότητας, όσοι θεωρούν πως ό,τι περιγράφω εδώ είναι απολιτικό και ανυπόστατο, ας αναλογιστούν πώς λειτουργεί η άυλη οικονομία του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος. Θέλω να πω πως είτε καλύτερα είτε χειρότερα πάει η Ελλάδα, θα επιστρέψει ξανά στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται, επειδή όχι μόνο η Ιστορία αλλά και ο καπιταλισμός επαναλαμβάνεται, εξαερούμενος πλέον στα κρεματόρια της Moody’s.
Και για να τελειώνω. Επειδή όλοι ξέρουμε πως η ανταλλαγή των εμπορευμάτων και το χρήμα κινούνται από ένα «αξίωμα» μάλλον παρά από μια «πραγματικότητα», ας χαιρετήσουμε τον άγγελο της Ιστορίας. Κοιτάζει προς τα πίσω όπου βρισκόμαστε, στα συντρίμμια.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ