Οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι είναι κατά κανόνα άνθρωποι χαμηλών τόνων. Είναι άνθρωποι καταξιωμένοι στο χώρο τους που έχουν συνηθίσει να δουλεύουν αθόρυβα και δεν τους ενδιαφέρει ούτε η δημοσιότητα καθ’ εαυτή ούτε η προβολή από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.

Με άλλα λόγια, νοιάζονται περισσότερο για την ουσία και όχι για το φαίνεσθαι, για το παραγόμενο έργο και όχι για τη διαφήμισή του. Αυτό ακριβώς ήρθε η ώρα να το πληρώσουν! Σε μια κοινωνία όπου για να ακουστείς πρέπει να φωνάξεις και για να σε προσέξουν πρέπει να προκαλέσεις είναι φυσικό να έχουν χάσει οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι τη μάχη για τη σωστή ενημέρωση της κοινής γνώμης σε θέματα που τους αφορούν. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η παντελής σχεδόν απουσία των κινητοποιήσεων τους από τα ΜΜΕ, σε αντίθεση με τις κινητοποιήσεις άλλων λειτουργών του δημοσίου. Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι αυτή η δημόσια βαθιά σιωπή γύρω από το μισθολόγιο των Πανεπιστημιακών.

Το πρόβλημα είναι πολύ ευρύτερο και πολύ χειρότερο και έχει να κάνει με το γεγονός ότι η κοινωνία σήμερα έχει μια τελείως στρεβλή εικόνα για το ελληνικό Πανεπιστήμιο: ακούει όλους τους άλλους να μιλούν για αυτό εκτός από αυτούς που ξέρουν! Η στρεβλή αυτή εικόνα είναι αποτέλεσμα της επίσημης και ανεπίσημης προπαγάνδας των τελευταίων χρόνων και της αποδεδειγμένης αδυναμίας των Πανεπιστημιακών να το υπερασπιστούν σε επίπεδο επικοινωνιακής πολιτικής. Ο Έλληνας πολίτης έχει σήμερα πέντε τουλάχιστον μύθους στο μυαλό του, για το Πανεπιστήμιο και τους Πανεπιστημιακούς. Ας τους δούμε εν συντομία.

1. Οι Πανεπιστημιακοί δεν εργάζονται (ίσως μάλιστα κάποιοι να θεωρούν ότι δεν υπάρχει πιο τεμπέλικη κοινωνική ομάδα από τους καθηγητές των Πανεπιστημίων!). Η πραγματικότητα είναι ότι οι Πανεπιστημιακοί έχουν τόσο φόρτο εργασίας που δεν προλαβαίνουν να δουν τις οικογένειές τους και να ξεκουραστούν! Το πολύπλευρο έργο τους (διδακτικό, ερευνητικό, διοικητικό) με τις δεκάδες πτυχές που κάθε πλευρά εμφανίζει (ας πάρουμε ως παράδειγμα το διδακτικό: προετοιμασία μαθημάτων, διδασκαλία, ανάθεση εργασιών, διόρθωση εργασιών, συνεργασία με φοιτητές, εξετάσεις, διόρθωση εκατοντάδων – κατά περιπτώσεις και χιλιάδων – γραπτών, διπλωματικές εργασίες, παρακολούθηση διδακτορικών διατριβών, σεμινάρια, κλπ.) για να εκτελεστεί κανονικά απαιτεί όχι μόνο πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στο Πανεπιστήμιο, αλλά καθημερινή εργασία τουλάχιστον 10-12 ωρών, τις περισσότερες φορές ακόμα και τις Κυριακές (εννοείται ότι στην πράξη δεν υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ πενθήμερο!). Εδώ τίθεται και το θέμα των περίφημων καλοκαιρινών διακοπών! Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, π.χ., αυτές περιορίζονται μόνο στον Αύγουστο, αλλά και πάλι δεν είναι διακοπές (!) γιατί όποιος δεν διορθώνει ακόμη γραπτά εξετάσεων βρίσκει ευκαιρία να ασχοληθεί απερίσπαστος με το ερευνητικό του έργο που κατά κανόνα μένει πίσω λόγω των άλλων τρεχουσών υποχρεώσεων! Η πραγματικότητα, λοιπόν, είναι ότι στην ουσία οι Πανεπιστημιακοί δεν έχουν ελεύθερο χρόνο!

2. Οι αμοιβές των Πανεπιστημιακών είναι τεράστιες και πρέπει να περικοπούν δραστικά. Η πραγματικότητα είναι ότι οι μισθοί των Πανεπιστημιακών στην Ελλάδα είναι όχι μόνο ασύγκριτα χαμηλότεροι από τους μισθούς των πανεπιστημιακών σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες ή άλλων δημόσιων λειτουργών στην Ελλάδα (!), όχι μόνο εξωφρενικά χαμηλότεροι από τους μισθούς, π. χ., των υπαλλήλων της Βουλής (!!), αλλά και προκλητικά χαμηλότεροι από μισθούς υπαλλήλων των ΔΕΚΟ, αποφοίτων της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (!!!). Επειδή, όμως, εδώ χρειάζονται αριθμοί, ας αναφέρουμε τις μηνιαίες αποδοχές που θα παίρνουν οι Πανεπιστημιακοί μετά τις δραστικές περικοπές του 17,5% : Λέκτορας: 950 Ευρώ, Επίκουρος: 1300 Ευρώ, Αναπληρωτής: 1500 Ευρώ, Πρωτοβάθμιος Καθηγητής.: 1800 Ευρώ! Αναφερόμαστε, βεβαίως, σε καθαρές συνολικές αποδοχές και όχι σε βασικό μισθό. Η πραγματικότητα, λοιπόν, είναι ότι οι μισθοί αυτοί δεν αντιστοιχούν ούτε στα προσόντα των καθηγητών του Πανεπιστημίου, ούτε βέβαια στο προσφερόμενο έργο. Δείχνουν πώς η πολιτεία αντιλαμβάνεται την αξιοκρατία και πώς ιεραρχεί τις προτεραιότητές της. Πρόκειται για απαξίωση του Πανεπιστημίου, των λειτουργών του και της ίδιας της γνώσης και αυτό θα πρέπει να προβληματίσει την κοινωνία, γιατί την κυβέρνηση δεν φαίνεται να την προβληματίζει.

3. Οι Πανεπιστημιακοί αμείβονται από ερευνητικά προγράμματα. Η πραγματικότητα είναι ότι τα προγράμματα αυτά (α) είναι ανταγωνιστικά και θα πάρει κάποια από αυτά ένα πολύ μικρό ποσοστό Πανεπιστημιακών (10% περίπου;), και (β) δεν στοχεύουν στο να αυξήσουν τις αποδοχές των καθηγητών, αλλά στο να προωθήσουν την έρευνα και να απασχολήσουν σε αυτή νέους επιστήμονες, μεταπτυχιακούς φοιτητές, κλπ. Αξίζει, επίσης, να αναφερθεί ότι ένα μέρος αυτών των προγραμμάτων γίνεται υπό την εποπτεία καθηγητών, οι οποίοι δεν λαμβάνουν καμία αμοιβή (λαμβάνει μόνο το Πανεπιστήμιο ένα ποσοστό της τάξεως του 7%) και προσφέρουν την γνώση, την εμπειρία, την προσπάθεια και τον χρόνο τους για να έχουν την ικανοποίηση της επιτυχίας του προγράμματος. Αυτή είναι η πραγματικότητα.

4. Οι Πανεπιστημιακοί δεν θέλουν την αξιολόγηση. Η πραγματικότητα είναι ότι αυτός είναι ο αστειότερος των μύθων! Οι Πανεπιστημιακοί αξιολογούνται σε κάθε βήμα τους και δεν αναφέρομαι στην καθημερινή αξιολόγηση από τους φοιτητές τους – αξιολόγηση που εισήχθη επίσημα και θεσμικά πλέον και στο ελληνικό Πανεπιστήμιο. Αναφέρομαι στις αλλεπάλληλες αξιολογήσεις που υφίσταται ο Πανεπιστημιακός δάσκαλος για να προσληφθεί (συνήθως στη χαμηλότερη βαθμίδα του Λέκτορα σε ηλικία λίγο πριν ή και μετά τα 40), να μονιμοποιηθεί και να εξελιχθεί κάθε φορά στην επόμενη βαθμίδα. Οι Πανεπιστημιακοί είναι οι μόνοι δημόσιοι λειτουργοί οι οποίοι δεν εξελίσσονται με τα χρόνια υπηρεσίας! Πρέπει να παρουσιάσουν κάθε φορά αξιόλογο πρωτότυπο ερευνητικό έργο που θα προάγει την επιστήμη τους. Η πραγματικότητα, επομένως, δείχνει πως ούτε την φοβούνται ούτε προσπαθούν να την αποφύγουν την αξιολόγηση οι Έλληνες Πανεπιστημιακοί. Σε επίπεδο Τμημάτων, επίσης, έχει προχωρήσει η διαδικασία εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης κανονικά κατά τα διεθνή πρότυπα.

5. Οι Έλληνες Πανεπιστημιακοί δεν είναι ανταγωνιστικοί/ τα ελληνικά Πανεπιστήμια βρίσκονται πολύ χαμηλά στις διεθνείς αξιολογήσεις. Όπως και οι προηγούμενοι μύθοι, είναι και αυτός αποτέλεσμα (σκόπιμης;) διαστρέβλωσης της πραγματικότητας. Όταν παρουσιάζονται διεθνείς αξιολογήσεις δεν μπαίνει κανένας σχολιαστής στον κόπο να κρίνει και να σταθμίσει τα κριτήρια με τα οποία γίνονται αυτές οι αξιολογήσεις. Αν γινόταν αυτό, θα μπορούσε κάποιος να πει πολλά για τις συνθήκες που οδηγούν το ελληνικό Πανεπιστήμιο σε μειονεκτική θέση εκκίνησης: χαμηλή χρηματοδότηση, αναλογία διδασκόντων διδασκομένων, οργάνωση βιβλιοθηκών, εργαστηρίων, κλπ. Όμως αυτά δεν συζητούνται ποτέ σοβαρά και οι αξιολογήσεις αυτές εκλαμβάνονται ως εκφραστές της απόλυτης αλήθειας. Ας δεχτούμε, λοιπόν, κι εμείς, ότι η τελευταία διεθνής αξιολόγηση που είδε το φως της δημοσιότητας (QS World University Ranking) αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα στον χώρο των Πανεπιστημίων.

Σύμφωνα με αυτή το Πανεπιστήμιο Αθηνών βρίσκεται στη θέση 501-550 στο σύνολο των 700 ιδρυμάτων που περιλαμβάνει ο κατάλογος. Οι τίτλοι των σχετικών δημοσιευμάτων του τύπου ήταν: «Χαμηλή η παγκόσμια κατάταξη των ελληνικών Πανεπιστημίων», «Κάτω από τη βάση τα ελληνικά Πανεπιστήμια», κ. τ. ο. Το περιεχόμενο των δημοσιευμάτων ήταν βεβαίως ανάλογο. Ας δούμε, όμως, τι δεν λέγεται: Τα 700 αυτά ιδρύματα είναι τα θεωρούμενα καλύτερα σε όλον τον κόσμο σε σύνολο 20.000 περίπου ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή, για να περιορίσουμε τον αριθμό, σε σύνολο 8.000 περίπου πλήρως πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Αυτό σημαίνει – για να μείνουμε στον δεύτερο αριθμό – ότι τα 700 ιδρύματα αντιπροσωπεύουν το 10% περίπου του συνόλου. Αν τώρα ακολουθήσουμε τον δεύτερο από τους παραπάνω τίτλους στη λογική των βάσεων και μεταφέρουμε την αριθμητική αξιολόγηση στην κλίμακα του 10 – γνωστή μας από τα χρόνια του Δημοτικού ακόμα – τότε βλέπουμε ότι μιλάμε για 700 άριστα Πανεπιστήμια γιατί όλα βρίσκονται μεταξύ 9 και 10.

Το Πανεπιστήμιο Αθηνών, π.χ., βρίσκεται κοντά στο 9,4 και δεν μπορούμε να γράφουμε ανεύθυνα ότι είναι κάτω από τη βάση! Δεν είμαστε βέβαια ευχαριστημένοι! Θα θέλαμε να είμαστε μέσα στα 100 πρώτα Πανεπιστήμια και γιατί όχι και στα 10 πρώτα, αλλά για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται στήριξη και εμπιστοσύνη από την κοινωνία και την πολιτεία και όχι τρικλοποδιές και παραπληροφόρηση.

Αυτοί οι μύθοι δεν είναι οι μόνοι! Υπάρχουν και άλλοι! Η πραγματικότητα, όμως, είναι μία. Στην Ελλάδα, που διέρχεται σήμερα μία από τις μεγάλες κρίσεις της ιστορίας της, η πανεπιστημιακή εκπαίδευση, όπως και η εκπαίδευση γενικότερα, μπορεί και πρέπει να προσφέρει ελπίδα και διέξοδο. Όσοι, λοιπόν, την απαξιώνουν ας γνωρίζουν ότι στην ουσία επιχειρούν να της στερήσουν αυτή τη δυνατότητα και ότι οι ευθύνες τους για το μέλλον της χώρας είναι τεράστιες.

* Ο κ. Δ. Καραδήμας είναι Επίκουρος Καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών