Τους τελευταίους μήνες στις λίστες με τα βιβλία που πουλάνε περισσότερο στην Ελλάδα βρίσκεται το “H τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο”. Είναι μια μικρή διατριβή που είχε γράψει το 1831 ο Γερμανός φιλόσοφος Αρτουρ Σοπενχάουερ και εκδόθηκε μετά το θάνατό του, στην οποία απαριθμεί 38 τρόπους με τους οποίους μπορείς να κερδίσεις σε μια διαφωνία. Η πρόθεσή του ήταν ειρωνική. Ηθελε να δείξει τους τρόπους που θα χρησιμοποιήσει ένας στρεψοδίκης για να επιβεβαιώσει τις απόψεις του, και λίγο πιο πέρα να δηλώσει ότι η διαλεκτική δεν είναι ο δρόμος προς την αλήθεια, είναι η λογική. Το κείμενο λίγες φορές δείχνει την ηλικία του, σε μια παράγραφο γράφει ότι δεν θα αργήσει ο καιρός που οι άμαξες θα κινούνται με ατμό. Το διαβάζω εδώ σε αυτή την αγγλική μετάφραση του 1896 που δεν έχει πια πνευματικά δικαιώματα, και φαίνεται σαν να είναι γραμμένο χτες, αν έχετε μπει έστω μια φορά σε εταιρικό μήτινγκ θα καταλάβετε τι εννοώ.

“Γενίκευσε τα εξειδικευμένα επιχειρήματα του αντιπάλου σου”, “απάντα με ένα επιχείρημα το ίδιο κακό με το δικό του”, βγάλε λάθος συλλογισμούς από τα λεγόμενά του, “κάντον να υπεργενικεύσει το επιχείρημά του”, “κατηγοριοποίησε τα λεγόμενά του σε μια απεχθή κατηγορία”, “βρες μία εξαίρεση στο επιχείρημά του”, χρησιμοποίησε τον αντιπερισπασμό και βάλε στην κουβέντα άσχετα πράγματα που σε εξυπηρετούν. Η λίστα με τις οδηγίες είναι σε αυτό το πνεύμα. Αν όλα αποτύχουν κάνε προσωπική επίθεση, γίνε αγενής, και προσβλητικός. Αυτό είναι το τελευταίο στρατήγημα του βιβλίου, το νούμερο 38, και όπως λέει και ο ίδιος ο Σοπενχάουερ, το πιο κοινό, οι άνθρωποι το κάνουν περισσότερο από ένστικτο. Ο δημόσιος διάλογος στο Βερολίνο όταν ξεκινούσε ο 19ος αιώνας πρέπει να έμοιαζε πολύ με αυτόν της Αθήνας του 21ου. Τα περισσότερα δημοσιεύματα της τελευταίας εβδομάδας σχετικά με τον αναδυόμενο λαϊκισμό και την ακροδεξιά έξαρση, διαβάζονται σαν παραδείγματα του Σοπενχάουερ, ασκήσεις στρεψοδικίας.

Οι συγγραφείς τους, μεγάλοι άνθρωποι, από τους λίγους πια στην ηλικία τους που διατηρούν το οικονομικό και κοινωνικό στάτους που χρειάζεται για να έχεις δημόσια φωνή, καταφεύγουν στην ορολογία των διαβασμάτων και των παραστάσεων της νιότης τους για να εξηγήσουν φαινόμενα τωρινά. Είναι ο λόγος που η πολωμένη ορολογία της μεταπολίτευσης και της χούντας ξεφυτρώνει σε πράγματα φρέσκα, σε online κείμενα και tweets. Θυμηθήκαμε τη Βαϊμάρη, τους ταγματασφαλίτες και το Μελιγαλά, ποιοι μπορούν να διεκδικούν τη συμμετοχή στην δημοκρατική παράταξη και άλλα θαμμένα και τελειωμένα εδώ και χρόνια και τελικά άσχετα με τις λύσεις που έχουμε ανάγκη. Από κοντά ακολούθησαν και κανα δυο της δικιάς μου γενιάς, και οι κουβέντες τους ήταν ακόμα πιο ασυνάρτητες. Να είστε σίγουροι ότι δεν στερούμαστε κι εμείς ημιμαθών με το θράσος της γνώμης τους. Η αυταρέσκεια της επιβεβαίωσης σε ένα ακροατήριο, όπως λέει ο Σοπενχάουερ είναι το ένα τους κίνητρο, και το άλλο είναι απλά η ανθρώπινη φύση να αφομοιώνουμε επιλεκτικά τις καινούργιες πληροφορίες.

Διαβάζω σε αυτό το άρθρο των New York Times, ότι οι άνθρωποι που έχουν απόλυτες απόψεις για συγκεκριμένα θέματα, ακόμα κι αν λαμβάνουν ισορροπημένη πληροφόρηση, κρατάνε μόνο όσα επιβεβαιώνουν αυτά που ήδη πιστεύουν. Η κουβέντα της εποχής είναι προφανώς και στην Αμερική η πόλωση των απόψεων, όπως συνήθως συμβαίνει πριν τις εκλογές. Οι έρευνες δείχνουν πως όταν μαζεύονται μαζί άνθρωποι που πιστεύουν τα ίδια, οι απόψεις τους γίνονται ακόμα πιο ακραίες. Ενα καλό παράδειγμα είναι η πρόσφατη πληροφόρηση συντηρητικών και προοδευτικών για το ότι δεν υπήρχαν σοβαρές αποδείξεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Σαντάμ. Οι συντηρητικοί αντί να μετριάσουν τη στάση τους υποστήριξαν με ακόμη περισσότερη ένταση το κυνήγι που κατέληξε όπως όλοι ξέρουμε. Το πιο ακραίο είναι οι διαμαρτυρίες των μουσουλμάνων για την περιβόητη ταινία, ο φονταμενταλισμός.

Στην Ελλάδα το θέμα που στην ουσία πολώνει είναι οι μετανάστες, αν υπήρχε λύση για αυτό, δεν θα υπήρχε τόσος χώρος για την Χρυσή Αυγή. Η μεγάλη εικόνα, η γενική άποψη, είναι πιο σωστή όταν έχεις απόσταση από το αντικείμενό σου. Εμείς το ξέρουμε πολύ καλά, όλα τα χρόνια που αναγνωρίζαμε την διπλανή κυβέρνηση του Μπερλουσκόνι ως ασόβαρη και διεφθαρμένη ενώ εμείς επιλέγαμε αυτή του Καραμανλή. Εύκολα αναγνωρίζαμε το ρατσισμό στους Αμερικάνους, μιλώντας στις ιδιωτικές μας κουβέντες για τους “αράπηδες” που έφερνε ο Ολυμπιακός. Παρακολουθώντας τον ξένο Τύπο όλα τα χρόνια της κρίσης μπορείς να δεις την μεγάλη εικόνα της Ελλάδας, από ψηλά και μακριά, όπως μας κοιτάνε. Καταλαβαίνεις ότι σε ό,τι αφορά την κρίση το πρόβλημα στο κέντρο της είναι η φοροδιαφυγή. Το δεύτερο ξεκάθαρο πρόβλημα το ξέρουμε κι εμείς και οι ξένοι: είναι το μεταναστευτικό, μπορεί να είναι το αποτέλεσμα του Δουβλίνο ΙΙ, αλλά είναι κι αυτό στη χώρα μας. Και η αριστερά και η δεξιά ξεκινάνε να σκέφτονται για το μεταναστευτικό εμποδισμένοι από πολωτικές αγκυλώσεις, που δεν τους αφήνουν να δουν την μεγάλη εικόνα, έτσι ριζωμένες στις παραδοσιακές τους κουλτούρες που είναι.

Ο συντηρητικός πολίτης, όσο πιο δεξιά κλίνει τόσο λιγότερο μπορεί να δεχθεί ότι οι μετανάστες είναι αναγκαίοι. Οι σύγχρονες δημοκρατίες αναγνωρίζουν τα προφανή: η γήρανση του πληθυσμού επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά. Στην Ελλάδα ήδη έχουμε πρόβλημα υπογεννητικότητας, είναι γνωστό, ότι σε σχέση για παράδειγμα με την Τουρκία έχουμε δύο φορές μικρότερο Ακαθάριστο Δείκτη Γεννητικότητας και Ολικό Δείκτη Γονιμότητας. Χωρίς τις μεταναστευτικές ροές δεν μπορεί να υπάρξει σταθεροποίηση ή μείωση του ποσοστού δημογραφικής εξάρτησης (δηλαδή το ποσοστό του πληθυσμού των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών σε σχέση με το εργατικό δυναμικό της χώρας (15 – 64 ετών) που ήταν το 2010 στο 28%, και στη Γαλλία για παράδειγμα στο 25%. Οι μετανάστες μπορούν να προσφέρουν στο ΑΕΠ, (όταν τα πράγματα ήταν καλά, το 2004, με το 2,3%) επειδή ακριβώς είναι κοινωνική ομάδα με συγκριτικά λιγότερα παιδιά και ηλικιωμένους, (αυτοί συνήθως μένουν πίσω στις πατρίδες τους) οπότε με μεγαλύτερα σε σχέση με τους ντόπιους ποσά.

Οι αριστεροί υποτιμούν τα προβλήματα από τη συμβίωση με τους μετανάστες και αυτό συμβαίνει γιατί οι περισσότεροι έχουμε σχέσεις κοινωνικού τουρισμού με τις περιοχές που αρχίζουν να μοιάζουν με γκέτο. Τις διασχίζουμε με τα αυτοκίνητά μας για να γυρίσουμε στα προάστιά μας, μερικές φορές αισθανόμαστε κοσμοπολίτες όταν τρώμε στα εστιατόρια και τα μαγαζάκια που μας φαίνονται εξωτικά, νιώθουμε καλά όταν κερνάμε έναν καφέ τους ξένους εργάτες να μας κουβαλήσουν τα έπιπλα. Οι άνθρωποι αυτοί, κατατρεγμένοι, φτωχοί και εξαθλιωμένοι, έρχονται από κοινωνίες που είναι δεκαετίες πίσω σε σχέση με το βιοτικό επίπεδο της Αθήνας, και τον πολιτισμό μιας Ευρωπαϊκής πόλης, ακόμα και στα τωρινά της χάλια. Κουβαλάνε μαζί τους αυτές τις κοινωνίες των υποανάπτυκτων ή αναπτυσσόμενων οικονομιών και η πρώτη γενιά δεν θα τις αλλάξει, αν δεν έχει τις ευκαιρίες. Είναι σαν να έρχονται να ζήσουν δίπλα σας ένα χωριό από Ελληνες της δεκαετίας του 30, ή ακόμα χειρότερα από Ελληνες μετανάστες του 30. Δεν μπορείς να απαιτήσεις από κανέναν να δεχτεί την υποβάθμιση της πραγματικότητάς του.

Προφανώς η λύση που υπαγορεύει η μεγάλη εικόνα, είτε το βλέπεις από τα αριστερά ή τα δεξιά είναι η ενσωμάτωση. Στοχευμένη μεταναστευτική πολιτική με λίγα λόγια σημαίνει: Εκπαίδευση των παιδιών και των γονιών τους. Ευκαιρίες για δουλειά και κυρώσεις σε εργοδότες που κάνουν διακρίσεις. Αποθάρρυνση των γκέτο. Διευκόλυνση όσων έρχονται να σπουδάσουν, όπως το κάνουν στην Αμερική και την Αυστραλία. Νομιμοποίηση των μεταναστών με κριτήρια που να αποδεικνύουν εργασία, μόνιμη παρουσία και δεσμούς με τη χώρα. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που θέλουν να ενταχθούν στην κοινωνία μας. Προφανώς δεν θέλουν όλοι. Οι φονταμενταλιστές που μαζεύονται και σπάνε την Ομόνοια δεν είναι αυτοί που θα σεβαστούν καμία αστική δημοκρατία, ούτε και τους κανόνες ευνομίας που θέλουμε όλοι να ξαναδιεκδικήσουμε στις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και με το κράτος. Στο όνομα κανενός αριστερού ουμανισμού δεν δικαιολογείται η βίαιη μισαλλοδοξία. Για να το πω αλλιώς: αν ένα μάτσο Γκρίζοι Λύκοι μαζεύονταν, μοιράζανε ρόλους και γυρνάγανε μια ταινία για τα Μικρασιατικά με ένα handicam που είχε ο αρχηγός τους σπίτι του, το μοντάρανε με Premiere και το ανεβάζανε στο YouTube, ποιος ηλίθιος θα τους έπαιρνε σοβαρά; Μόνο η Χρυσή Αυγή.