Επανέρχομαι στις ελληνογερμανικές σχέσεις εφόσον το προηγούμενο άρθρο μου «Η άλλη πλευρά του λόφου» κίνησε ζωηρό ενδιαφέρον και πολλά σχόλια. Έχουν δε δίκιο αναγνώστες που παρατήρησαν πως ναι μεν οι Γερμανοί ως δανειστές μας μπορεί να αποκομίσουν κέρδη, αλλά αναλαμβάνουν και ρίσκο σε περίπτωση που δεν κατορθώσουμε να αποπληρώσουμε (στο μέλλον, όπως και στο παρελθόν) τα δάνεια μας.

Πάντως, λόγω των ειδικών ρυθμίσεων του νέου μνημονίου, αυτό το ενδεχόμενο φαίνεται να απομακρύνεται.

Ο τίτλος του άρθρου ανταποκρίνεται στα λεγόμενα πολιτικών μας περί πολέμου. Προσωπικά δεν θεωρώ τους Γερμανούς αντιπάλους, αλλά συμμάχους όσο και αν και μεταξύ συμμάχων μπορούν να υπάρξουν διαφορετικές απόψεις. Υπενθυμίζω δε πως οι περίοδοι φιλίας μεταξύ Γερμανών και Ελλήνων είναι πολύ πιο μακροχρόνιες από τις περιόδους αντιπαλότητας (των δυο Παγκόσμιων πολέμων). Ήδη στον μεσαίωνα οι δυο, τότε ισχυρότερες αυτοκρατορίες, το Βυζάντιο και το Α’ Ράιχ («Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους» όπως είναι ο σωστός της τίτλος) είχαν στενές σχέσεις. Ο αυτοκράτορας Όθων ο Β’, στα τέλη του 10ου αιώνα παντρεύτηκε την Βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοφανώ, ο Κόνραντ Β’, αρχηγός της Δεύτερης Σταυροφορίας υπήρξε για μήνες φιλοξενούμενος του Μανουήλ Κομνηνού στην Κωνσταντινούπολη, ενώ Γερμανοί (κυρίως Σάξονες) υπηρετούσαν στο επίλεκτο βυζαντινό σώμα των Βαράγγων.

Κατά την ελληνική επανάσταση ήρθαν αρκετοί γερμανοί φιλέλληνες που εγκαταστάθηκαν στη Ελλάδα όπως ο γιατρός Τράϊντερ και το ίδιο έγινε με τους Βαυαρούς του Όθωνα, αρκετοί από τους οποίους προτίμησαν να μείνουν στην Ελλάδα (Έβερτ, Κόλμερ κλπ).

Υποστηρίζω ότι όπως στον Μεσαίωνα οι Γερμανοί μάθαιναν και υιοθετούσαν τις «καλές πρακτικές» (στην διοίκηση, στον πολιτισμό) από το βυζάντιο, πρέπει κι εμείς να κάνουμε το ίδιο, να υιοθετήσουμε τις καλύτερες γερμανικές πρακτικές και να γίνουμε Πρώσοι, μια και οι Πρώσοι ως ιδρυτές του νέου γερμανικού κράτους μετά το 1870 υποτίθεται ότι είναι οι πιο Γερμανοί από τους Γερμανούς! Η ειρωνεία είναι βέβαια πως στην πραγματικότητα οι Πρώσοι ήταν σλαβικό φύλο που εκγερμανίστηκε και εκχριστιανίστηκε τον 13ο αιώνα από τους Τεύτονες ιππότες και αναμείχτηκε στην συνέχεια με Γερμανούς αποίκους. Μετά δε την λήξη του Επταετούς Πολέμου, το 1763, η τότε Πρωσία είχε χάσει τόσο μεγάλο μέρος του πληθυσμού της ώστε ο Φρειδερίκος ο μέγας προσέλκυσε νέους κατοίκους από όλη την Ευρώπη για να καλύψει το κενό, ανάμεσα τους και πολλές χιλιάδες Έλληνες από την τότε οθωμανική αυτοκρατορία.

Έχουμε τώρα να διδαχτούμε από τη σύγχρονη Γερμανία, μαθήματα άμεσης Δημοκρατίας: από το 1996 και μετά, η άμεση Δημοκρατία λειτουργεί αποτελεσματικά σε επίπεδο πόλης και κρατιδίων με πρωτοβουλίες πολιτών που οδηγούν σε υποχρεωτικά δημοψηφίσματα και υποχρεωτική νομοθεσία αν εγκριθούν, όπως και σε όλο και περισσότερες χώρες του κόσμου, Ελβετία, ΗΠΑ, Ν.Ζηλανδία, Καναδάς, Ουρουγουάη κλπ. Στην Ελλάδα όπου εφευρέθηκε η άμεση Δημοκρατία, η εφαρμογή της είναι ανύπαρκτη προφανώς γιατί τα ελληνικά πολιτικά κόμματα (σε αντίθεση με τα γερμανικά) δεν θέλουν να χάσουν το μονοπώλιο της εξουσίας και να γίνονται υπόλογα στην βούληση των πολιτών. Από πολλές οικονομετρικές μελέτες φαίνεται όμως πως η άμεση Δημοκρατία μειώνει τη διαφθορά, αυξάνει την αποτελεσματικότητα του δημοσίου τομέα και τους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Σε χώρες με άμεση δημοκρατία είναι αδιανόητο οι πολιτικοί να συμπεριφέρονται ως «απατεώνες» με το να αθετούν πλήρως τις προεκλογικές τους υποσχέσεις (όπως το «Λεφτά υπάρχουν» και μετά την σκληρότερη πολιτική λιτότητας μετά τον Β’ Παγκόσμιο)

Η τροποποίηση του νόμου για τα δημοψηφίσματα το 2011 δεν άλλαξε τίποτε επί της ουσίας, γιατί η πρωτοβουλία διεξαγωγής ή μη των δημοψηφισμάτων εξακολουθεί να αποτελεί κυβερνητική και μόνο απόφαση. Απομένει να δούμε αν και ποιο κόμμα (και τα «Αριστερά» που τόσο «κόπτονται» για την Δημοκρατία, όπως ο κύριος Τσίπρας που πολύ συχνά ζητά δημοψήφισμα) πραγματικά πιστεύουν στην άμεση Δημοκρατία και θα προτείνουν ανάλογη αναθεώρηση του νόμου και τροπολογία του Συντάγματος που να επιτρέπουν δεσμευτικά δημοψηφίσματα με πρωτοβουλίες πολιτών.

Θα επανέλθω στο θέμα.

*Ο κ. Νίκος Κ. Κυριαζής είναι καθηγητής Οικονομικού τμήματος Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, συγγραφέας