ΤΟ ΒΗΜΑ/The New York Times

Οι οικονομικές ειδήσεις μοιάζουν εσχάτως να βελτιώνονται. Μετά όμως από τόσες άκυρες εκκινήσεις, θα ήταν ανόητο εκ μέρους μας να πιστέψουμε ότι όλα πάνε καλά. Σε κάθε περίπτωση, η ανάκαμψη που παρατηρείται παραμένει πολύ αργή, σε σχέση με παλαιότερες ιστορικές περιόδους.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτή την βραδύτητα, με βασικότερο τα πολύ υψηλά επίπεδα χρέους που σηκώνουν τα νοικοκυριά, σαν «κληρονομιά» της φούσκας των ακινήτων. Όμως ένας σημαντικός παράγων πίσω από την συνεχιζόμενη οικονομική αδυναμία μας είναι σίγουρα το γεγονός ότι η Αμερική πράττει ακριβώς όσα δεν θα έπρεπε να κάνει, βάσει τόσο της οικονομικής θεωρίας όσο και των ιστορικών παραδειγμάτων: κόβει τις δαπάνες της εν μέσω μιας οικονομικής κρίσης.

Η αλήθεια είναι πως, αν δεν μεσολαβούσε αυτή η καταστροφική πολιτική δημοσιονομικής αυστηρότητας, το ποσοστό ανεργίας στις ΗΠΑ θα ήταν σίγουρα συγκριτικά χαμηλότερο σήμερα, από ότι ήταν επί κυβερνήσεως του Ρόναλντ Ρίγκαν. Πόσο μάλλον που οι μεγαλύτερες περικοπές στις κυβερνητικές δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν στο επίπεδο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, αλλά σε πολιτειακό και τοπικό επίπεδο. Αυτές οι περικοπές στις πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις οδήγησαν σε ραγδαία μείωση τόσο τα κυβερνητικά κονδύλια για αγαθά και υπηρεσίες όσο και τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων, φρενάροντας συνολικά την οικονομία.

Οι δραματικές συνέπειες αυτής της λιτότητας είναι φανερές, αν συγκρίνει κανείς τα επίπεδα απασχόλησης στον ευρύτερο κυβερνητικό τομέα στην περίοδο οικονομικής επέκτασης με τον Ομπάμα, που ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2009, με τα επίπεδα της αντίστοιχης ανάκαμψης της διακυβέρνησης Ρίγκαν, που άρχισε το Νοέμβρη του 1982. Βλέπουμε λοιπόν ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι (στην πλειοψηφία τους εργαζόμενοι σε πολιτειακό και τοπικό επίπεδο, ενώ οι μισοί σχεδόν είναι εκπαιδευτικοί) αυξήθηκαν στην πρώτη φάση της ανάκαμψης Ρίγκαν κατά 3,1%, ενώ στην σημερινή «ανάκαμψη» μειώθηκαν κατά 2,7%. Ας δούμε κατόπιν τις δημόσιες δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες. Σε πραγματικές τιμές, επί Ρίγκαν οι δαπάνες αυξήθηκαν κατά 11.6%, ενώ σήμερα υποχωρούν κατά 2,6%.

Γιατί λοιπόν αυξήθηκαν τόσο οι κυβερνητικές δαπάνες επί Ρίγκαν, παρά τις ρητορικές κορόνες του περί ιδιωτικής πρωτοβουλίας και μικρότερου κράτους, ενώ μειώνονται επί των ημερών του Ομπάμα, τον οποίο τόσοι Ρεπουμπλικάνοι κατηγορούν ως κρυπτό-σοσιαλιστή; Στην περίπτωση του Ρίγκαν έπαιξαν σίγουρα ρόλο η δαπανηρή κούρσα των εξοπλισμών με την ΕΣΣΔ, αλλά σίγουρα έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο το γεγονός ότι οι πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις έκαναν σωστά τις δύο βασικές δουλειές τους, επενδύοντας στην εκπαίδευση και την δημιουργία νέων αναπτυξιακών υποδομών.

Επί προεδρίας Ομπάμα, ωστόσο, η τραγική οικονομική κατάσταση στην οποία βρέθηκαν οι πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις -αποτέλεσμα της παρατεταμένης ύφεσης, που με την σειρά της προκλήθηκε από τον υπερβολικό δανεισμό πριν το 2008 – τις οδήγησε σε αναγκαστικές μειώσεις δαπανών. Κανονικά, οι δημοσιονομικές συμπληγάδες των «μικρών» κυβερνήσεων έπρεπε να ξεπεραστούν με την βοήθεια της «μεγάλης» κυβέρνησης της Ουάσιγκτον, που άλλωστε διατηρεί την ικανότητα να δανείζεται χρήματα από τις αγορές με απίστευτα χαμηλό επιτόκιο. Αλλά η βοήθεια αυτή πρακτικά δεν ήρθε ποτέ.

Αυτή η κακή πολιτική βλάπτει διπλά την Αμερική. Αφενός διότι συμβάλλει στην απώλεια του μέλλοντος – διότι αυτό ακριβώς συμβαίνει σε μια χώρα που παραμελεί την εκπαίδευση και τις δημόσιες επενδύσεις – και αφετέρου διότι μας πλήττει στο παρόν, κρατώντας την οικονομία στάσιμη και την ανεργία υψηλή.

Μιλάμε για τεράστιους αριθμούς. Αν ο κ.Ομπάμα είχε μιμηθεί τους ρυθμούς αύξησης της απασχόλησης στο ευρύτερο δημόσιο που είχε επιτύχει ο Ρίγκαν, αυτή τη στιγμή θα είχαν δουλειά κάπου 1,3 εκατομμύρια περισσότεροι Αμερικανοί – ως δάσκαλοι, πυροσβέστες, αστυνομικοί και πάει λέγοντας. Αν δούμε μάλιστα και τις αρνητικές επιπτώσεις που έχουν οι μειωμένες δημόσιες δαπάνες και στην απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα, τότε με βάση πρόχειρες εκτιμήσεις προκύπτει πως η ανεργία θα μπορούσε να είναι σήμερα χαμηλότερη κατά τουλάχιστον μιάμιση ποσοστιαία μονάδα, δηλαδή κάτω από το 7%.

Ένα ενδιαφέρον συμπέρασμα από αυτή την σύγκριση είναι πως όσοι Ρεπουμπλικάνοι αρέσκονται να αντιπαραθέτουν την εποχή Ομπάμα με την εποχή Ρίγκαν θα πρέπει να επανεκτιμήσουν την συλλογιστική τους. Στην πραγματικότητα, ο Ρίγκαν ήταν περισσότερο Κεϊνσιανιστής από τον κ.Ομπάμα, έστω κι αν ευθύνονται γι’ αυτό και οι Ρεπουμπλικάνοι, που θέτουν συνεχή εμπόδια στον σημερινό πρόεδρο.

Το σημαντικότερο όμως είναι πως τώρα διαθέτουμε μια εύκολη απάντηση στο πως μπορούμε να επιταχύνουμε την οικονομική μας ανάκαμψη. Μπορούμε να συζητήσουμε όσο θέλετε πάνω στις πρωτοποριακές λύσεις που προτείνουν οι οραματιστές: στο μεταξύ, όμως, μπορούμε να κάνουμε και το μεγάλο βήμα προς την πλήρη απασχόληση, χρησιμοποιώντας το χαμηλό κόστος δανεισμού της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για να επιτρέψουμε στις πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις να ξαναπροσλάβουν τους δασκάλους και τους αστυνομικούς που απέλυσαν και να ξαναχρηματοδοτήσουν όλα τα δημόσια έργα που ακύρωσαν ή ανέβαλαν τα τελευταία χρόνια.