«Στην ευρωζώνη είναι αρκετοί αυτοί που δεν μας θέλουν πια και πρέπει να τους πείσουμε ότι μπορούμε να μείνουμε σ’ αυτήν, να ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος, να είμαστε ισότιμοι, αυτοδύναμοι και ανταγωνιστικοί. Αυτό είναι πολύ δύσκολο. Πολλοί παλεύουν με τη φωτιά, στο εξωτερικό και στο εσωτερικό. Αλλοι με πυρσούς και άλλοι με σπίρτα. Ο κίνδυνος σε κάθε περίπτωση είναι μεγάλος. Και το δίλημμα είναι θυσίες και περικοπές ή εθνική καταστροφή». Αυτά είπε χθες ο υπουργός Οικονομικών Ευάγγελος Βενιζέλος στον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια. Κι είναι σωστά όλα αυτά, όπως και η γνησιότητα της αγωνίας του υπουργού Οικονομικών είναι κάτι περισσότερο από εμφανής. Όμως, τι και ποιους ακριβώς εννοεί άραγε;

Στο εξωτερικό, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς σε ποιους αναφέρεται: στις «αγορές»; Στο Βερολίνο; Καλό θα ήταν όμως να το πει. Γιατί τέτοιες ώρες δεν είναι για γρίφους. Εχει ευθύνη να εξηγήσει τι ακριβώς εννοεί. Ιστορική ευθύνη. Και αν το εξηγήσει, ίσως βοηθήσει και τη θέση της χώρας. Πάντως, πάλι χθες, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε επιτέλους μια κουβέντα ρωτώντας «Ποιος είναι αυτός ο κ. Σόιμπλε που προσβάλλει τη χώρα μου;».

Στο εσωτερικό τώρα, μήπως ο κ. Βενιζέλος εννοεί ότι δυόμιση χρόνια μετά την ανάληψη της κυβέρνησης από το κόμμα του το βασικότερο, αν όχι το μόνο εμπόδιο για τις μεταρρυθμίσεις ήταν και εξακολουθεί να παραμένει ο αδιατάρακτος βαθύς δεσμός του κόμματος, ιδίως του δικού του, με το κράτος; Μήπως αυτός ο δεσμός είναι όχι απλώς σπίρτο ή πυρσός, αλλά… φλογοβόλο;

Το ΠαΣοΚ δεν είναι εκείνο που για να μην ενοχλήσει τα κομματικά του φέουδα δεν άγγιξε τίποτα στο δημόσιο τομέα; Δεν αποκρατικοποίησε, δεν αναδιοργάνωσε, δεν εξορθολόγισε το παραμικρό. Ακόμα και τώρα, που η χώρα πνέει τα λοίσθια, ποιος κρατάει τα κλειδιά του κρατικού μηχανισμού; Ποιος λέει τη μια μέρα ότι θα γίνουν απολύσεις στο δημόσιο τομέα και την επόμενη λέει ότι δεν θα γίνουν; Ποιος φτιάχνει πακέτα εφεδρειών που καταρρέουν; Ποιος έχει αναλάβει τα μεγαλεπήβολα σχέδια για την περιστολή των άχρηστων οργανισμών του κράτους που ενώ τους βγάζανε καμιά 200αριά, δεν έχει κλείσει, μέχρι στιγμής, κανέναν; Ολόκληρο έτερο αντιπρόεδρο έχει η κυβέρνηση με αυτό και μόνον το αντικείμενο, αλλά το παραμικρό δεν έχει πράξει. Ποια είναι άραγε η… ανταγωνιστικότητά του; Πόσο και πώς προσμετράται; Αν δούλευε σε ιδιωτική επιχείρηση, θα είχε κρατήσει τη θέση του;

Ακόμα, ποιος είναι εκείνος που ακόμα μελετά το τι θα γίνει με το φοροεισπρακτικό μηχανισμό και τη φοροδιαφυγή, αλλά αποτέλεσμα δεν φέρνει; Ποιος διέλυσε ολοσχερώς την ιδιωτική οικονομία για να μην αγγίξει ούτε τρίχα από το κράτος; Και, ταυτόχρονα, ποιος είναι εκείνος που στην αδυναμία του να πράξει τα απαραίτητα, έχει φορτώσει όλα τα βάρη στα πιο αδύναμα τμήματα του πληθυσμού κι έχει πλέον εξαφανίσει από το χάρτη ότι υπήρχε από αστικό κορμό αυτής της χώρας;

Ποιος είναι συνεπώς εκείνος που έχει κάνει την Ελλάδα να είναι παντελώς αναξιόπιστη στο οτιδήποτε, δίνοντας δυστυχώς, έτσι ένα πολύ γερό άλλοθι στην άσκηση πολιτικών και πιέσεων που διαλύουν τη χώρα; Τι άλλαξε από τα κακώς κείμενα δυόμιση χρόνια τώρα;… Η ουσιαστική απάντηση είναι μία και μόνη: απολύτως τίποτα.

Ετσι, είναι εύλογο το ερώτημα, ποιος είναι εκείνος που δεν έμαθε τίποτα απ’ όλα αυτά που τώρα φέρνουν τον κατακλυσμό. Δεν είναι οι ηγεσίες δεν τόλμησαν το παραμικρό; Που δεν έμαθαν τίποτα από όλο το κακό που βρήκε τη χώρα; Καλά είναι λοιπόν τα μεγάλα λόγια, ωραία είναι και τα σπίρτα, καλοί είναι και οι πυρσοί, μα δυστυχώς, το μεγαλύτερο και πιο φονικό απ’ όλα τα προβλήματα του τόπου, είναι, δυστυχώς, τα μεγάλα του κούτσουρα…