Ενα από τα κεντρικά ερωτήµατα που επανέρχονται στη δηµόσια συζήτηση για το ελληνικό χρέος αφορά την κυριαρχία της χώρας, η οποία, κατά µία άποψη, τραυµατίζεται από τον παρεµβατικό ρόλο της ΕΕ και του ∆ΝΤ στα εσωτερικά της. Ξεχνούµε όµως ότι αυτές οι παρεµβατικές εκδηλώσεις είναι το αποτέλεσµα της κυρίαρχης, ακριβώς, βούλησής µας να ενταχθούµε σε δύο απαιτητικούς οργανισµούς, οι οποίοι, και µε τη συγκατάνευσή µας, επιτελούν ένα έργο βαθµιαίας οικουµενικής ή περιφερειακής ολοκλήρωσης. Συµµετοχή σε τέτοιους µηχανισµούς αποτελεί έκφραση της κυριαρχίας – όπως και οι παραχωρήσεις εθνικών αρµοδιοτήτων –, αφού το κράτος που αποφασίζει µια τέτοια διεθνή δια δροµή συνήθως προσµετρεί τα κέρδη και τις απώλειες, και ανάλογα πράττει. Εξάλλου πολλά από τα µέτρα που έχουν επιβληθεί από αυτούς τους οργανισµούς ή θα έπρεπε εγκαίρως να είχαν αυτοβούλως εφαρµοστεί από την Ελλάδα ή θα έπρεπε εγκαίρως να τα είχαµε διαπραγµατευθεί πριν συµφωνήσουµε σε αυτά. Είναι βέβαιο ότι αν ο χρόνος που παρήλθε άπρακτος είχε ορθά χρησιµοποιηθεί – στα πρώτα στάδια της διαπίστωσης των προβληµάτων –, η βιαιότητα των µέτρων θα είχε σε µεγάλο βαθµό µετριαστεί. Μια ειδική περίπτωση εικαζόµενης µείωσης της κυριαρχίας µας, µέσα στο πολύπλοκο πλέγµα των νέων υποχρεώσεών µας, είναι και η υπαγωγή της συµφωνίας για το PSI στο αγγλικό δίκαιο. Κατά µιαν άποψη, και πάλι, µια τέτοια απεµπόληση της εθνικής δικαιοδοτικής ικανότητας, όπου κάθε διαφορά σχετικά µε την τήρηση των υποχρεώσεών µας απέναντι στους δανειστές θα κρίνεται από αλλοδαπό δίκαιο – και µάλλον από αλλοδαπά ή διεθνή όργανα – αποτελεί άλλη µια εκδήλωση µείωσης της κυριαρχίας.

Αν και κανένας δεν µπορεί να αµφισβητήσει αυτή την πραγµατικότητα, σκόπιµο θα ήταν να διερευνήσουµε τις ακριβείς διαστάσεις της. Με τις παρακάτω παρατηρήσεις:

Πρώτον, η ρήτρα εφαρµογής του αγγλικού δικαίου σχετικά µε διαφορές για τις δανειακές υποχρεώσεις µας προς ιδιώτες είναι τµήµα µιας εξαιρετικά ευνοϊκής συµφωνίας, που αν συναφθεί απαλλάσσει την Ελλάδα από ένα σηµαντικό µέρος του χρέους της. Χωρίς, µάλιστα, τις επώδυνες εξελίξεις µιας διαφορετικά τραγικής χρεοκοπίας. Για να συναινέσουν οι δανειστές µας σε αυτό, είναι εύλογο να ζητήσουν ορισµένες εγγυήσεις ότι το υπόλοιπο του χρέους θα καταβληθεί ή ότι, σε κάθε περίπτωση, θα υπάρχει ένα αντικειµενικό σύστηµα επίλυσης διαφορών, που δεν µπορεί να επηρεαστεί από τα συµφέροντα του δανειολήπτη. Λογικό αίτηµα, αν λάβει κανείς υπόψη του τη ζηµία των δανειστών, όπως και, δυστυχώς, την αναξιοπιστία µας, ως σήµερα, στην εξυπηρέτηση του χρέους. ∆εύτερον, η υπαγωγή των συµβάσεων αυτού του είδους στο αγγλικό δίκαιο δεν αποτελεί πρωτοτυπία. Ηδη έχει εφαρµοστεί στην περίπτωση της Ελλάδας, για πρώτη φορά, στη δανειακή σύµβαση του 2010. Αλλά υπάρχει και µια γενικότερη διεθνής πρακτική που έχει καταξιώσει το αγγλικό δίκαιο στα µάτια της διεθνούς κοινότητας, η οποία πια σταθερά το χρησιµοποιεί. Και τούτο ως αποτέλεσµα των αυστηρών και καθαρών ρυθµίσεών του, µε την ύπαρξη ενός εντυπωσιακού νοµολογιακού σώµατος, που εξασφαλίζει τόσο τους δανειολήπτες όσο και τους δανειστές, παρέχοντας υψηλή ασφάλεια δικαίου και, κυρίως, προβλεψιµότητα για το εφαρµοστέο δίκαιο σε κάθε ειδική περίπτωση. Στην ειδική βέβαια περίπτωση της Ελλάδας, ο δανειστής εξασφαλίζεται από πιθανές καταχρήσεις που µπορεί να προκύψουν µέσα από την επίκληση «χαλαρωτικών» διατάξεων για την πληρωµή του χρέους που προβλέπονται από το ελληνικό δίκαιο (λ.χ. η απρόβλεπτη µεταβολή των συνθηκών) και µπορεί, κατά το δοκούν, να ερµηνευθούν.

Τρίτον, σε συνθήκες αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του Ελληνικού ∆ηµοσίου, που ενδεχοµένως θα προκύψει από την εφαρµογή του αγγλικού δικαίου, το αρµόδιο δικαστήριο είναι το εθνικό δικαστήριο, το οποίο και θα εφαρµόσει το ελληνικό δίκαιο. Αυτό προκύπτει τόσο από την εθνική όσο και από τη διεθνή νοµολογία (βλ. υπόθεση Lotus του ∆ικαστηρίου της Χάγης), και έχει βαθύτατα ριζώσει στη διεθνή πρακτική.

Κατά συνέπεια, ο έλληνας δικαστής θα κληθεί να αποφασίσει, σε περίπτωση απόφασης άλλου δικαιοδοτικού οργάνου από τα εθνικά, πώς θα προχωρήσει σε αυτό το µέτρο κατά του ∆ηµοσίου, για περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται στο έδαφος της χώρας. Σύµφωνα µε το Σύνταγµα (άρθρο 94) «οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του ∆ηµοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠ∆∆, όπως ο νόµος ορίζει». Ο νόµος όµως που εξειδικεύει τη γενική συνταγµατική ρύθµιση εξαιρεί την αναγκαστική κατάσχεση αντικειµένων τα οποία έχουν ταχθεί για την άµεση εξυπηρέτηση δηµοσίου σκοπού (άρθρο 4 του Ν. 3068/2002). Επίσης, σύµφωνα πάντοτε µε τον νόµο, εξαιρούνται από κατάσχεση πράγµατα εκτός συναλλαγής, όπως αρχαία µνηµεία και ακίνητα που χρονολογούνται ως το 1453. Εξαιρούνται, επίσης, εξυπηρετούντα δηµόσιο σκοπό κυβερνητικά κτίρια, νοσοκοµεία, µουσεία, αρχαιολογικοί χώροι κτλ. Είναι σαφές πάντως ότι αυτό το προνόµιο των ελληνικών δικαστηρίων να εφαρµόσουν το µάλλον ευνοϊκό εθνικό δίκαιο δεν επεκτείνεται και στα περιουσιακά στοιχεία του ∆ηµοσίου που βρίσκονται στην αλλοδαπή. Αλλά και εκεί υπάρχουν οι εξαιρέσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο (λ.χ. πρεσβείες), και, σε κάθε περίπτωση, αυτά τα στοιχεία είναι µάλλον περιορισµένα.

Και για να ολοκληρώσουµε: Αν η Ελλάδα θέλει να αντιµετωπίσει την αποπληρωµή του χρέους της µε καλοπιστία και µε υπευθυνότητα, δεν έχει τίποτε να φοβηθεί από την εφαρµογή ενός αξιόπιστου δικαίου, που στην ουσία συνεπικουρείται από τις εγγυήσεις του ελληνικού δικαίου στο κρίσιµο ζήτηµα της εκτέλεσης. Αντίθετες απόψεις σε αυτό φαίνεται να είναι «εκ του πονηρού» και δεν ταιριάζουν σε µια χώρα που θα έπρεπε, µέσα από τα διδάγµατα της σηµερινής κρίσης, να εξυγιάνει θεσµούς και πρακτικές που τόσο µας έχουν ως τώρα ταλανίσει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ