Ο νέος νόµος-πλαίσιο δίνει προβάδισµα στα ευέλικτα Προγράµµατα Σπουδών, ενώ υποβαθµίζει ταυτόχρονα την ακαδηµαϊκή και εκπαιδευτική αυτοτέ λεια του Τµήµατος. Το κύριο επιχείρηµα στην αλλαγή αυτή είναι η προώθηση της διεπιστηµονικότητας, που ως πρόθεση αυ τή καθεαυτή δεν είναι λάθος. Το πώς θεωρείται όµως η ανάπτυξη των Προγραµµάτων Σπουδών και της διεπιστηµονικότητας και ποια προβλήµατα επωάζονται µέσα στη ρευστότητα που αιωρείται είναι σοβαρές διαστάσεις που ήδη ενέχουν το σπέρµα του λάθους.

Το ζήτηµα που θέτουµε είναι εξίσου σοβαρό ως παράµετρος αποτελεσµατικής λειτουργίας του Πανεπιστηµίου, σε σχέση µε εκείνη της ολιγαρχικής διοίκησης, για την οποία έχουν γραφτεί πολλά. Παρ’ όλα αυτά, δεν είχε εστιασθεί η συζήτηση στο πώς θα είναι και πώς θα λειτουργήσουν τα εν λόγω Προγράµµατα Σπουδών. Οταν όµως η διεπιστηµονική προσέγγιση, που επιδιώκεται από τον νόµο, προωθείται µέσω της δυνατότητας της κινητικότητας των φοιτητών µε ταξύ των Τµηµάτων µιας Σχολής, παίρνοντας µαθήµατα που πιθανόν να τους ενδιαφέρουν, αλλά πιθανόν να θεωρούν και εύκολα, τότε δεν καλλιεργείται η διεπιστηµονικότητα, αλλά η αποσπασµατικότητα· µε αποτέλεσµα να απειλείται και η επιστηµονική οντότητα των πτυχίων, να αποδυναµώνεται η αντιστοίχισή τους µε τα επαγγελµατικά δικαιώµατα, καθώς και η εύρυθµη απορρόφηση των πτυχιούχων από την εργασία.

Μια τέτοια κατάσταση αντανακλά τη ρήση «λίθοι τε και πλίνθοι, και ξύλα και κέραµος ατάκτως εριµµένα, ουδέν χρήσιµον εστί», δεν µπορούµε να χτίσουµε τη γνώση δηλαδή µε την αποσπασµατική προσφορά και κατάκτησή της. Γι’ αυτό πρωτίστως πρέπει να γίνει κατανοητό τι σηµαίνουν ακαδηµαϊκή διεπιστηµονικότητα και διαθεµατικότητα, που είναι δύο συµπληρωµατικοί πυλώνες, οι οποίοι στηρίζουν την αποτελεσµατικότητα της µάθησης. Με την ακαδηµαϊκή διεπιστηµονικότητα αναφερόµαστε στο πλαίσιο ενός επιστηµονικού πεδίου διά της µεταφοράς γνώσεων, τεχνολογίας εργαλείων, µοντέλων, µεθόδων, δεξιοτήτων σε νέες καταστάσεις, µέσα από την επικοινωνία µιας επιστήµης µε µια άλλη, µεταξύ τουλάχιστον δύο επιστηµών.

Η ακαδηµαϊκή διαθεµατικότητα, συναφής µε τη σχολική, όπως και η διεπιστηµονικότητα, είναι προέκταση της διεπιστηµονικής προσέγγισης της γνώσης και ταυτόχρονα συµβάλλει στην ενοποίηση των γνώσεων µε στόχο µιαν απόφαση, επικοινωνία ή δράση, µιαν απάντηση εν γένει που δίνει νόηµα στις γνώσεις, µέσα από τις δεξιότητες που καλλιεργούνται, χωρίς οι γνώσεις αυτές να παραµένουν περιχαρακωµένες στους τοίχους είτε του σχολείου είτε του Πανεπιστηµίου είτε µιας επιστήµης. Αυτό που στοχεύεται λοιπόν µε τη διεπιστηµονικότητα – διαθεµατικότητα είναι η αξιοποίηση της γνώσης µε αξίες και στάσεις, µε τη διαµόρφωση ενός κοσµοειδώλου που θα προσεγγίζει την πραγµατικότητα.

Ολα αυτά δεν είναι µηχανιστικά. Για να αποκτήσουν λοιπόν νόηµα και να αναβαθµισθεί η µάθηση στην τριτοβάθµια εκπαίδευση, πρέπει πρωτίστως να γίνει αντι ληπτή η εκπαιδευτική αλλά και η ερευνητική διεπιστηµονικότητα και διαθεµατικότητα, η επιστηµολογική οντότητά τους και η σωστή εφαρµογή τους σε κατάλληλα διαµορφωµένα Προγράµµατα Σπουδών, που θα εκτυλίσσονται κυρίως εντός του Τµήµατος, το οποίο αντανακλά µιαν επιστήµη που σπουδάζει ο κάθε φοιτητής· επιστήµονας πρέπει να βγει από το Πανεπιστήµιο ή το ΤΕΙ και όχι συλλογέας µη συστηµατοποιηµένων διδακτικών µονάδων και µόνο, που µπορούν, ως ψηφίδες, να δοµήσουν ένα µωσαϊκό πτυχίο, χωρίς καθαρό νόηµα όµως.

Οι Σχολές από µόνες τους µε τον διορισµένο κοσµήτορα πανίσχυρο, όπως και τα αδύναµα Τµήµατα, δεν θα µπορέσουν να δοµήσουν εύκολα τέτοια διεπιστηµονικά – διαθεµατικά Προγράµµατα Σπουδών και θα πρέπει να βοηθηθούν, εάν το επιθυµούν, από το υπουργείο, που πρέπει πρώτα να καταλήξει στο τι προωθεί προς την κατεύθυνση αυτή και να δηµιουργήσει ένα Γραφείο ειδικών συµβούλων της ακαδηµαϊκής κοινότητας. Και τούτο διότι τα Πανεπιστήµιά µας απαρτίζονται κυρίως από άτοµα και όχι από συγκροτηµένες συνεργατικές οµάδες, καθώς ως µαθητές δεν είχαµε αναπτύξει τη συλλογική δεξιότητα λόγω του εκπαιδευτικού συστήµατος. Το αποτέλεσµα είναι η περιχαράκωση πολλών µελών ∆ΕΠ µέσα στο γνωσιακό τους αντικείµενο, στο µάθηµά τους· και µέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο ακαδηµαϊκού τµηµατισµού ή προσωπικού ατοµισµού, το έδαφος για συµπράξεις δεν είναι εύφορο, θα γίνει δε ακόµα πιο άγονο αν η έγνοια του υπουργείου επικεντρωθεί µόνο στην ανάπτυξη νησίδων αριστείας.

Η προώθηση της διεπιστηµονικότητας – διαθεµατικότητας µπορεί να συστηµατοποιηθεί πιο εύκολα και παραδειγµατικά σε Τµήµατα όπως τα Γενικά ή τα Παιδαγωγικά ή σε διεπιστηµονικά από τη φύση τους αυτοτελή µαθήµατα, όπως και µέσα από τη δηµιουργία δικτύων µαθηµάτων που θα προωθούν τη διεπιστηµονικότητα – διαθεµατικότητα σε επίπεδο Τµήµατος και Σχολής· µε όλα αυτά να βοηθούν τον διδάσκοντα και τον φοιτητή κυρίως να προχωρεί και όχι να αφήνουµε τον τελευταίο µόνο του να συνθέτει τη γνώση και να την κάνει ολιστική, δηλαδή αποτελεσµατική. Ας µην ξεχνάµε ότι η διεπιστηµονική και διαθεµατική κατάκτηση της γνώσης µπορεί να συµβάλει ουσιαστικά στη διαµόρφωση αυτόνοµων, κριτικών και υπεύθυνων πολιτών· αν µας ενδιαφέρουν τέτοιοι πολίτες.

Ο κ. Σταμάτης Ν. Αλαχιώτης είναι πρώην πρύτανης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ