Η διαδικασία ψήφισης ενός νέου νόμου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει μπει στην τελική ευθεία. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να αποτελέσει την απαρχή μιας νέας περιόδου για τον πανεπιστημιακό θεσμό στην Ελλάδα. Τρία κρίσιμα ερωτήματα αναζητούν απαντήσεις, έστω και στο παρά πέντε.

Ερώτημα πρώτον: Ποια είναι σήμερα η πραγματική κατάσταση των ελληνικών πανεπιστημίων και ΤΕΙ και τι μπορεί να περιμένουμε από την εφαρμογή ενός νέου θεσμικού πλαισίου λειτουργίας τους;

Ερώτημα δεύτερον: Ποιες είναι οι απαραίτητες βελτιώσεις που πρέπει να γίνουν- εν όψει της τελικής συζήτησης στη Βουλή- στο προτεινόμενο σχέδιο νόμου προκειμένου να γίνει λειτουργικότερο, αλλά και για να επιτευχθεί καλύτερη εξισορρόπηση της αποτελεσματικότητας με τη συμμετοχή, τον δημοκρατικό έλεγχο και την κοινωνική λογοδοσία;

Ερώτημα τρίτον: Τι άλλο χρειάζεται να γίνει- πέρα από την ψήφιση του νόμου- για να πραγματοποιηθεί το κυοφορούμενο εδώ και αρκετά χρόνια αίτημα της μεταρρύθμισης για την αναβάθμιση του ελληνικού πανεπιστημιακού συστήματος; Και ειδικότερα, ποια συμπεράσματα μπορούμε να αντλήσουμε από την περιπέτεια των μεταρρυθμίσεων στη χώρα μας σχετικά με τα προαπαιτούμενα για την επιτυχή έκβασή της στις σημερινές δυσμενείς συνθήκες;

Ας δούμε ορισμένες προσεγγίσεις σε τούτα τα ερωτήματα- κατ΄ αρχάς για την πραγματική κατάσταση του ελληνικού πανεπιστημιακού συστήματος. Συνοπτικά, είναι καλύτερη από τη δημόσια εικόνα του- όπως την προσλαμβάνει σε αδρές γραμμές η ελληνική κοινή γνώμη-, ως σύστημα και κατά μέσο όρο όμως εμφανίζει σημαντικές αδυναμίες, αντιφάσεις και υστερήσεις. Ενα αξιόλογο- σε γενικές γραμμές- επιστημονικό δυναμικό (ιδίως μεταξύ των νεότερων πανεπιστημιακών) και ερευνητικές ομάδες με σταθερή και ισχυρή παρουσία (για μία εικοσιπενταετία) στα ανταγωνιστικά ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα και με αξιοσημείωτο κεντρικό ρόλο στα διευρωπαϊκά ερευνητικά δίκτυα που έχουν αναδειχθεί, λειτουργούν σε ένα εθνικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από ένα αναποτελεσματικό και εν πολλοίς ανεξέλεγκτο σύστημα οργάνωσης και διοίκησης, το οποίο αποκλίνει από ταευρωπαϊκά δεδομένα, και από πολύ χαμηλή εθνική χρηματοδότησητης ερευνητικής δραστηριότητας (και ιδίως από τον επιχειρηματικό τομέα). Δυστυχώς, παρά τα υποστηριζόμενα από ορισμένους κύκλους ότι τα πανεπιστήμια κινδυνεύουν να αλωθούν από τη βιομηχανία και τις επιχειρήσεις, η συνεργασία της βιομηχανίας με τα πανεπιστημιακά ιδρύματα παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, με οποιαδήποτε διεθνή σύγκριση. Ταυτόχρονα, η θεσμική χαλάρωση των σπουδών, με την καθιέρωση πολλαπλών εξεταστικών περιόδων και αντίστοιχων διευκολύνσεων, οδηγεί- παρά τη σαφή βελτίωση της στάθμης και των μέσων της παρεχομένης εκπαίδευσης- σε μετατόπιση του κέντρου βάρος του συστήματος από τη διεργασία της μάθησης στην εξεταστική διαδικασία, στη συμβίωση του «Πανεπιστημίου ως χώρου μάθησης» και του «Πανεπιστημίου ως εξεταστικού κέντρου» και εν τέλει σε φοιτητές τριών ταχυτήτων. Την ίδια ώρα, το ελληνικό Πανεπιστήμιο αντιμετωπίζει την απαιτητική πρόκληση που αντιμετωπίζουν όλα τα ευρωπαϊκά πανεπιστημιακά συστήματα, δηλαδή την ανάγκη του δύσκολου συγκερασμού της μαζικότητας με την αριστεία και τον οξύτατο διεθνή ανταγωνισμό, σε συνθήκες δραστικών δημοσιονομικών περιορισμών. Ειδικότερα, για τη χώρα μας, σε συνθήκες παρατεταμένης ύφεσης και σε ένα κλίμα αβεβαιότητας και απαισιοδοξίας τόσο για την επαγγελματική προοπτική των αποφοίτων του ελληνικού Πανεπιστημίου όσο και για το εκπαιδευτικό και ερευνητικό δυναμικό του, η διατήρηση του status quo δεν είναι μεσοπρόθεσμα βιώσιμη ούτε εύκολα υπερασπίσιμη. Στο πλαίσιο αυτό ελλοχεύει και ο κίνδυνος της διαρροής (brain drain) του ερευνητικού και διδακτικού προσωπικού των πανεπιστημίων, και μάλιστα του νεότερου ηλικιακά και πιο δυναμικού τμήματός του, και της αποθάρρυνσης όσων παραμείνουν. Στις συνθήκες αυτές, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η αλλαγή του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των ιδρυμάτων της Ανώτατης Εκπαίδευσης- με επίκεντρο το σύστημα διοίκησης- είναι ένα αναγκαίο μέσο.

Το σχέδιο νόμου όμως έχει ανάγκη από σημαντικές βελτιώσεις που αναδείχθηκαν στον δημόσιο διάλογο από διακεκριμένους συναδέλφους και από άλλους αναλυτές, πρόσωπα και φορείς του δημόσιου βίου, και έχουν διατυπωθεί με συγκεκριμένες τροποποιητικές προτάσεις από την ΠΟΣΔΕΠ. Οι βελτιώσεις αναφέρονται τόσο στα δομικά χαρακτηριστικά του όσο και στις λεπτομέρειες, που και αυτές έχουν τη σημασία τους. Θα σταθώ ιδιαίτερα στη διάκριση των αρμοδιοτήτων των βασικών οργάνων (Σύγκλητος, Συμβούλιο και Πρύτανης) στο πλαίσιο του νέου συστήματος διοίκησης και στην ανάγκη καλύτερης εξισορρόπησης των εξουσιών τους. Θα πρέπει να αποτραπεί η μετατόπιση από το σημερινό ιδεατά«συμμετοχικό»σχήμα (αλλά στην πράξη χαοτικό, έρμαιο των διαφόρων ομάδων πίεσης και εν τέλει ολιγαρχικό και αναποτελεσματικό σύστημα) σε ένα νέο- με υπερβολική συγκέντρωση εξουσιών σε μονοπρόσωπα όργανα. Στο πλαίσιο αυτό το Συμβούλιο θα πρέπει να έχει εποπτικές και ελεγκτικές αρμοδιότητες, την ευθύνη διαμόρφωσης της στρατηγικής του κάθε ιδρύματος και τη διασύνδεση με τους φορείς της οικονομίας και της κοινωνίας, ενώ η Σύγκλητος δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα γνωμοδοτικό όργανο. Επίσης, στο πλαίσιο της καλύτερης ισορροπίας των τριών οργάνων, ο Πρύτανης είναι προτιμότερο να επιλέγεται με μια διαδικασία που να συνδυάζει: α) τη διεθνή και ανοιχτή προκήρυξη μετά και από την αναζήτηση υποψηφίων, β) την προκαταρκτική αξιολόγηση των προσόντων και της πείρας υποψηφίων από το Συμβούλιο, με τη βοήθεια τριμελούς εισηγητικής επιτροπής κύρους, και γ) την τελική επιλογή μεταξύ, π.χ., των τριών επικρατέστερων από το σώμα των καθηγητών όλων των βαθμίδων. Γενικότερα για την επιλογή των μονοπρόσωπων οργάνων και ειδικότερα (Κοσμήτορες κ.ά.) είναι καλό να απαιτείται και η τελική επιλογή από τους καθηγητές (όλων των βαθμίδων) με ενιαίο ψηφοδέλτιο.

Τέλος, η ψήφιση ενός νόμου- ακόμη και ενός αισθητά βελτιωμένου σε σχέση με το σχέδιο που κατατέθηκεδεν διασφαλίζει τη λειτουργική εφαρμογή του και κυρίως την υλοποίηση μιας μεταρρύθμισης που είναι πολύ ευρύτερη του θεσμικού πλαισίου. Η μεταρρύθμιση είναι μια ιστορικά προσδιορισμένη διεργασία χρονικά και χωρικά εντοπισμένη και δεν υποκαθίσταται από την απόλυτη εφαρμογή ενός καθαρού- έστω και άριστου- διοικητικού μοντέλου/σχήματος. Εξάλλου, δεν υπάρχει απόλυτο βέλτιστο ούτε τέλειο σχήμα. Η λειτουργικότητα μιας πρότασης μετρά και θα κριθεί από τη μεσοπρόθεσμη βελτίωση που θα επιφέρει. Η υλοποίησή της εμπεριέχει πολύπλοκα φαινόμενα «δοκιμής και σφάλματος», κοινωνικής εκμάθησης και συμμετοχής, τα οποία συνοδεύονται από αντίστοιχες αντιπαραθέσεις, μικρές επιτυχίες ή αποτυχίες, βελτιώσεις στην πορεία. Στο πλαίσιο αυτό δεν υποστηρίζω καμιά ελληνική μοναδικότητα, ούτε υποτιμώ την ανάγκη σύγκλισης με οργανωτικά σχήματα και πρακτικές που έχουν αλλού δοκιμαστεί. Υποστηρίζω όμως την ανάγκη να επιδιωχθεί μια ενδογενής και διατηρήσιμη δυναμική στην ακαδημαϊκή κοινότητα, ένα σαφές και δεσμευτικό σχέδιο οργάνωσης και υλοποίησης των αλλαγών, χωρίς το οποίο και ο καλύτερος νόμος κινδυνεύει να βουλιάξει στο «τέλμα της μετάβασης». Και κυρίως χρειάζεται να διαμορφωθεί το απαραίτητο κλίμα για την ενεργό υποστήριξη των αλλαγών. Και δυστυχώς, αναφορικά με το κλίμα, οι ως σήμερα ενδείξεις δεν είναι θετικές. Η διαχείριση της διάχυτης αβεβαιότητας απαιτεί ισχυρή ένεση εμπιστοσύνης προς την ευρύτερη πανεπιστημιακή και ερευνητική κοινότητα. Στην κατεύθυνση αυτή τρεις πρωτοβουλίες είναι απαραίτητες:

* Η σαφής δέσμευση για ένα μόνιμο και εθνικό πρόγραμμα έρευνας, το οποίο θα προκηρύσσεται σε τακτά χρονικά διαστήματα (έστω και με περιορισμένους πόρους) και θα καλύπτει όλες τις επιστημονικές περιοχές.

* Η αναγνώριση των πανεπιστημιακών ως δημόσιων λειτουργών με ό,τι αυτό συνεπάγεται και ως προς τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους.

* Η αξιοποίηση του υφιστάμενου προσωπικού που διαθέτει τα προσόντα στο εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο από τις αντίστοιχες θέσεις.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ