Μια από τις προτάσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας αφορά την επαναγορά χρέους. Η γενική ιδέα αυτής της πρότασης είναι να εκμεταλλευθούμε το γεγονός ότι τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου διακινούνται με έκπτωση στη δευτερογενή αγορά ομολόγων. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, το European Financial Stability Facility (EFSF) θα δανειστεί από τις διεθνείς αγορές με χαμηλό επιτόκιο και στη συνέχεια θα δανείσει την Ελλάδα, η οποία εν συνεχεία θα προχωρήσει σε επαναγορά (buyback) χρέους από την ΕΚΤ.

Ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν τρεις επιλογές στην περίπτωση που οδηγηθούμε σε αδιέξοδο και καθίσταται αδύνατη η χρηματοδότηση του χρέους:

1. Μονομερής διαγραφή μέρους του χρέους (unilateral write-off).

2. Επαναγορά χρέους με βάση τον μηχανισμό που αναφέραμε (buyback).

3. Ανταλλαγή παλαιών ομολόγων με καινούργια (swap).

Οι τελευταίες δύο επιλογές θεωρητικά θα μπορούσαν να θεωρηθούν πιο φιλικές προς τις αγορές. Παρ’ όλα αυτά η επαναγορά χρέους είναι προβληματική, καθώς στο παρελθόν απoδείχθηκε εξαιρετικά ακριβή και είχε αποτέλεσμα μεγάλη μεταφορά πόρων προς τους πιστωτές και αμελητέα μείωση χρέους.

Ας εξετάσουμε το παράδειγμα της Βολιβίας. Το 1988 η Βολιβία έλαβε 34 εκατ. δολάρια από δωρητές με σκοπό την επαναγορά μέρους του χρέους της. Η ονομαστική αξία του χρέους της χώρας προς τις εμπορικές τράπεζες ήταν 670 εκατ. δολάρια. Στη δευτερογενή αγορά το χρέος ονομαστικής αξίας 670 εκατ. δολαρίων διεκινείτο με σημαντική έκπτωση και συνολική αξία 40,2 εκατ. δολάρια. Χρησιμοποιώντας τα 34 εκατ. δολάρια, η Βολιβία αγόρασε χρέος ονομαστικής αξίας 308 εκατ. δολαρίων, αυξάνοντας όμως ταυτόχρονα την τρέχουσα εμπορική αξία του υπόλοιπου χρέους (ονομαστικής αξίας 362 εκατ. δολαρίων) στα 39,8 εκατ. δολάρια. Συνοπτικά, δαπανώντας 34 εκατ. δολάρια η Βολιβία κατόρθωσε να μειώσει την τρέχουσα εμπορική αξία του χρέους της κατά μόλις 400.000 δολάρια (40,2-39,8=0,4), την ίδια στιγμή κατά την οποία θα μπορούσε να προβεί σε αναπτυξιακές επενδύσεις (ύψους 34 εκατ. δολαρίων) οι οποίες πιθανότατα θα της έδιναν τη δυνατότητα να αποπληρώσει ακόμη μεγαλύτερο μέρος τους χρέους της.

Βέβαια το παραπάνω παράδειγμα είναι εν πολλοίς παραπλανητικό, καθώς το χρέος των χωρών της Λατινικής Αμερικής ήταν κυρίως εξωτερικό (πιστωτές από το εξωτερικό). Σε κάθε περίπτωση, η προαναφερθείσα αρνητική διάσταση δεν είναι η μοναδική. Εξαιτίας των μελλοντικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, η ελληνική οικονομία έχει ανάγκη από πιστωτές και στο μέλλον, ενώ η προθυμία των ευρωπαίων εταίρων να μας βοηθήσουν εξαρτάται και από τον βαθμό κατά τον οποίο είναι εκτεθειμένες οι τράπεζές τους στο ελληνικό χρέος.

Οι συνέπειες μιας αναδιάρθρωσης θα είναι η προβληματική χρηματοδότηση των επενδύσεων και της ανάπτυξης από τη μία πλευρά και η σημαντική δυσχέρεια καταβολής συντάξεων από την άλλη. Οποια και αν είναι η τελική επιλογή, ας μη μας διαφεύγει η βασική αρχή της αξιοπιστίας: «Εύκολα χάνεται και δύσκολα κερδίζεται».

*Ο κ. Κ. Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Keele και ο Θεόδωρος Παναγιωτίδης είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης Research Fellow στο Hellenic Observatory της London School of Economics.