«Νεοελληνική ποίηση δεν υπάρχει. Δεν μπορεί να υπάρξει». Η ετυμηγορία ανήκει στον Εμμανουήλ Ροΐδη. Μια λακωνική καταδίκη από το βήμα της αίθουσας του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», στις 19 Μαρτίου 1877, που χάρισε στον συγγραφέα της Πάπισσας Ιωάννας τον τίτλο του «δημίου» της ελληνικής ποίησης. Ο Ροΐδης καταδίκασε συλλήβδην όλα τα έργα που είχαν υποβληθεί στον ποιητικό διαγωνισμό του Συλλόγου θεωρώντας «ποιήσεως εν αυτοίς ούτε σπινθήρ υπάρχει, ούτε ίχνος, ουδέ σκιά». Η φράση του πυροδότησε μια μεγάλη διαμάχη για την ποίηση με κύριους αντίπαλους πρωταγωνιστές τον ίδιο τον Ροΐδη, φυσικά, και τον Αγγελο Βλάχο, ποιητή, κριτικό, συγγραφέα και πολιτικό. Τα κείμενα αυτής της αντιπαράθεσης μαζί με όλες τις αντιδράσεις συγκεντρώθηκαν στον τόμο Η διαμάχη για την ποίηση, που μόλις κυκλοφόρησε στη σειρά της Νεοελληνικής Βιβλιοθήκης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη. Η φιλολογική επιμέλεια ανήκει στον καθηγητή Δημήτρη Δημηρούλη, ο οποίος «ενισχύει» την έκδοση με μια μεγάλη εισαγωγή 234 σελίδων.

Μέσα από την εισαγωγή αναδεικνύονται όχι μόνο οι όροι της διαμάχης και οι βιοαισθητικές θεωρίες των δύο αντιπάλων αλλά και τα στοιχεία εκείνα που κάνουν την αντιπαράθεση επίκαιρη. Οχι τόσο ως φιλολογική ή λογοτεχνική διαμάχη αλλά ως κοινωνική, με διαπιστώσεις που έχουν δραματική επικαιρότητα σήμερα. Ο Ροΐδης με την απόλυτη θέση του στοχεύει την ποίηση αλλά κυρίως στοχεύει την κοινωνία. Γι΄ αυτόν η ελληνική κοινωνία ευθύνεται για την απουσία καλής ποίησης. «Αυτή θεωρεί υπαίτια της έλλειψης αξιόλογων ποιητικών έργων, αφού δεν προσφέρει στους ποιητές τα αναγκαία πρότυπα, την κατάλληλη πνευματική ατμόσφαιρα, το ιδανικό» σημειώνει ο Δημηρούλης. Μας θυμίζει μάλιστα έναν άλλον αφορισμό του Ροΐδη που πολλοί συνέλληνές μας θα υπέγραφαν σήμερα: «Οπως η Ιερουσαλήμ διά τους Εβραίους, ούτω και διά τους σημερινούς Ελληνας, είναι η Ελλάς τόπος κατάλληλος μόνον προς γεροντικήν ανάπαυσιν και αιώνιον ύπνον. Πολύ προτιμωτέρα η εξορία παρά να ζη τις εντός κοιμητηρίου».

Ο Αγγελος Βλάχος, πρωταγωνιστής της τότε δημόσιας ζωής- και της πολιτικής και της καλλιτεχνικής- αφού εκτός από συγγραφέας είχε διατελέσει και υπουργός και βουλευτής και πρεσβευτής, αντέταξε στον Ροΐδη το επιχείρημα ότι προϋπόθεση της καλής ποίησης δεν είναι το περιβάλλον αλλά η έμπνευση, η «ψυχή» και η «καρδία» του ποιητή, αφού η κοινωνία δεν μπορεί να γεννήσει «τους αληθείς ποιητάς, όπως οι καστανεώνες τους αμανίτας μετά τας βροχάς του φθινοπώρου».

Και οι δύο θέσεις είναι κλασικές και η καθεμιά έχει την ισχυρή θεωρητική τεκμηρίωσή της. Απλώς η θέση του Ροΐδη μάς θυμίζει μια μεταγενέστερη διαπίστωση για την απουσία μεγάλου μυθιστορήματος στην Ελλάδα με το επιχείρημα, μέσα στην υπερβολή του, «τι έμπνευση μπορεί να σου δώσει ο Σταθμός Λαρίσης;». Εννοείται ότι η απουσία ισχυρού αστικού υποβάθρου ευθύνεται για την απουσία μεγάλου μυθιστορήματος. Μας θυμίζει όμως και μια διαπίστωση του νεαρού Σεφέρη σε γράμμα του προς την αδελφή του Ιωάννα: «Γαλλικά θα μπορούσα ίσως να γράψω (ποίηση) μα δε θέλω, γιατί αγαπώ την Ελλάδα. Ελληνικά μου είναι αδύνατο να πω ό,τι θέλω γιατί δεν έχωμε γλώσσα. (…) Στην ελληνική, εκτός από αισθήματα βουνίσια ή χωριανέικα, δεν μπορούμε να πούμε τίποτα για την ώρα, γι΄ αυτό και τα πιο πολιτισμένα ποιήματα που έχουν γραφεί στην ελληνική μυρίζουν μυτζήθρα».

Η διαμάχη για την ποίηση λοιπόν ξεφεύγει από την εποχή της και μας οδηγεί σε οικεία κακά αλλά και σε οικεία καλά. Η έκδοση του Δημηρούλη, πέρα από το φιλολογικό της βάρος, δημιουργεί όρους και για σύγχρονο διάλογο.

nbak@dolnet.gr
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ