Κυκλοφόρησε πρόσφατα στις εκδόσεις Πόλις ο επίτιτλος τόμος του Νάσου Βαγενά με 29+1 «κριτικά κείμενα» (αδέσποτα τα χαρακτηρίζει άλλως πως ο ίδιος), που επιδέχονται πολλαπλές νομές και διανομές, συνέχονται όμως συνάμα με κοινό παρονομαστή τον φιλολογικό τρόπο και μόχθο τους. Αυτόν δηλαδή που πρότεινε ως απαραίτητο όρο μελέτης της ελληνικής γραμματείας η επιστήμη της φιλολογίας, όπως τη θεμελίωσαν οι Αλεξανδρινοί Γραμματικοί, για να μη γίνει ο θησαυρός της αρχαίας λογοτεχνίας σκορποχώρι.
Με την ευκαιρία μια μελαγχολική μάλλον διαπίστωση: από το τρίπτυχο «ανάγνωση- παρανάγνωση- φιλολογική ανάγνωση», που ακούστηκε επωνύμως για πρώτη φορά σε σεμινάριο στα Εκπαιδευτήρια Ζηρίδη το 1978, οι δύο πρώτοι όροι του έγιναν πια κοινόχρηστοι, ενώ ο τρίτος παραμένει σε εκκρεμότητα, επειδή ίσως δεν βολεύει, αν δεν παρενοχλεί. Παράδειγμα η φρέσκια, έντυπη απόρριψη της φιλολογικής μεθόδου από τον Μένη Κουμανταρέα, όταν και όπου με πανεπιστημιακό τουπέ παρεμβαίνει στα χωράφια της λογοτεχνικής παραγωγής.
Με τους όρους αυτούς η συγκέντρωση σε έναν καλαίσθητο τόμο των είκοσι εννέα κριτικών κειμένων του Νάσου Βαγενά αποδίδει, εκτός των άλλων, φόρο τιμής στην επιστήμη της Φιλολογίας· όχι βέβαια αποκλειστικά την ενδοπανεπιστημιακή, για την οποία δικαιολογούνται κάποτε κάποιες επιφυλάξεις. Το σύνθετο πάντως αυτό όνομα υπόσχεται, αν μη τι άλλο, τη φιλότητα στην περιοχή του λόγου, ως αντίβαρο ίσως της εμπάθειας (ενίοτε και της ημιμάθειας), που όχι σπάνια εμφανίζει η λεγόμενη λογοτεχνική κριτική, τουλάχιστον στις αγοραίες της επιδόσεις.
Οσο βρίσκομαι ακόμη στο κεφάλαιο των προκαταβολών, δυο λόγια και για τον εύστοχο τίτλο του τόμου, που μιλά για «κινούμενο στόχο». Αισθάνομαι πως ο Νάσος Βαγενάς τον προβάλλει για να υποδείξει κυρίως το πώς και το γιατί της αναγνωστικής αστοχίας, στην οποία εξάλλου επιμένουν τα περισσότερα κείμενά του. Επ΄ αυτού κάποια πρόχειρα σχόλια, εν είδει μάλλον απορίας.
Οταν μιλούμε για κινούμενο στόχο στη συγκεκριμένη περίπτωση, εννοούμε μόνον την κινητικότητα του λογοτεχνικού αντικειμένου, για να αποφύγει τις ενοχλητικές (ή και φονικές) βολές του λογοκριτικού υποκειμένου; Ή μήπως πρέπει (κατά περίπτωση ασφαλώς) να αντιστραφεί η εκδικητική αυτή ειρωνεία σε διαγνωστική συμπάθεια; Υποθέτοντας ότι η ίδια η λογοτεχνία προβάλλεται ως κινούμενος στόχος, επειδή αυτό επιβάλλει η φύση της, που δεν είναι στατική και ασφυκτικά περιορισμένη, αλλά διακινητική και ελευθέρια. Οπότε ο ενδιάθετος κινούμενος τρόπος της προσκαλεί τον στοχαστή της να κάνει ανάλογες μετακινήσεις, για να βρει, αν βρει, τον επίμαχο, έτσι κι αλλιώς, στόχο της. Με άλλα λόγια, ο κινούμενος στόχος μπορεί να είναι κάποτε ευάγωγος τρόπος δράσης και αντίδρασης τόσο του λογοτεχνικού αντικειμένου όσο και του αναγνωστικού υποκειμένου. Μ΄ αυτή την έννοια η παρανάγνωση μπορεί να γίνει καλός αγωγός της φιλολογικής ανάγνωσης, στον βαθμό που με την περιστατική της αστοχία βοηθεί στην αναζήτηση μερικής τουλάχιστον ευστοχίας. Οπότε η αστοχία προάγει, εν μέρει έστω, την ευστοχία· κάτι εξάλλου που αναγνωρίζεται στα ίδια τα «κριτικά κείμενα» του Νάσου Βαγενά, τα οποία από την άποψη αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, παραδειγματικά.
Μίλησα στην αρχή για κοινό παρονομαστή των είκοσι εννέα μελετημάτων, εντοπισμένο κυρίως στην αυστηρή φιλολογική τους τεκμηρίωση. Θα πρόσθετα κι ένα δεύτερο επίκοινο συντελεστή, μεθοδικό τη φορά αυτή. Στα περισσότερα κείμενα του Νάσου Βαγενά εφαρμόζεται ως μέσο ελέγχου η πρόσληψη του λογοτεχνικού αντικειμένου και των συμφραζομένων του, που κάθε φορά το περιβάλλουν επηρεάζοντας τις κριτικές τύχες του. Πρόσληψη που καθ΄ οδόν εναλλάσσεται και μεταλλάσσει, ανάλογα με το λογοτεχνικό, ιδεολογικό και πολιτικό κλίμα της εποχής. Σ΄ αυτό το κρίσιμο κεφάλαιο η έρευνα και τα ευρήματα του Νάσου Βαγενά εντυπωσιάζουν (για να μην πω: ενθουσιάζουν) με την τόλμη και την ευστοχία τους. Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση κάποιων προσώπων, έργων αλλά και θεμάτων μείζονος ή ήσσονος σημασίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της πρώτης κατηγορίας είναι κατά σειρά εμφανίσεως: «Ο Σολωμός ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Επτανησίους», «Η παρανάγνωση του Καβάφη», «Πρωτοπορία και παράδοση στον Σεφέρη», «Ο Καραντώνης και ο καρυωτακισμός». Παράδειγμα της δεύτερης κατηγορίας: η συμπαθητική αποκατάσταση του Δροσίνη στο «Ξαναδιαβάζοντας τον Δροσίνη». Στα επίμαχα εξάλλου θέματα εξέχουν: «Ο Λογγίνος και η σημερινή ελληνική κριτική», «Ο συγγραφέας ως αναγνώστης», «Η συγκριτική φιλολογία σήμερα».
Αυτά προς το παρόν ως περιφερειακή σύσταση ενός συναρπαστικού βιβλίου που δικαιολογεί συστηματική αποτίμηση.
ΕΡΑ/ΜΑΥΑ VΙDΟΝ ,ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ