Δυστυχώς η 11η Σεπτεμβρίου 2010 έχει τη σφραγίδα της ανθρώπινης βλακείας, με αυτή την ιστορία (που δείχνει ένα από τα πρόσωπα της Αμερικής) του υπερσυντηρητικού πάστορα που ήθελε να σημαδέψει την επέτειο των επιθέσεων εναντίον των δίδυμων πύργων του Παγκόσμιου Εμπορικού Κέντρου καίγοντας ένα Κοράνι. Από την άλλη πλευρά, ένα τέτοιο γεγονός είχε σκοπό να προκαλέσει εκείνους για τους οποίους η Αμερική ενσαρκώνει το «Κακό».

Αυτό το θλιβερό επεισόδιο δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχάσουμε, όπως επίσης και να επαναεπιβεβαιώσουμε, την απαραίτητη αλληλεγγύη προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οπως και προς όσους από το αραβομουσουλμανικό σύμπαν βρίσκονται στο στόχαστρο της Αλ Κάιντα επειδή πιστεύουν στη δημοκρατία.

Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 σηματοδότησε την έλευση του 21ου αιώνα με αιματηρό τρόπο γεννώντας τη μία και μοναδική απειλή για την ελευθερία και για όλους εκείνους που επιζητούν τη διεύρυνση των ελευθεριών και πρέπει να συνεχίσουν να την ψάχνουν χωρίς διακοπή: δηλαδή, την τρομοκρατία. Δεν πρέπει λοιπόν ποτέ να αγνοήσουμε αυτό το πλαίσιο επειδή οριοθετεί, όπως άλλα πράγματα στο παρελθόν, το στρατόπεδο των δημοκρατιών και τους δημοκράτες. Που αυτή τη φορά βρίσκονται αντιμέτωποι με τον «ισλαμοφασισμό», κατά την έκφραση του Μπερνάρ-Ανρί Λεβί.

Μέχρι στιγμής η μεγαλύτερη κληρονομιά της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 είναι ο πόλεμος στο Αφγανιστάν. Προηγουμένως η τράπουλα είχε ξαναμοιραστεί και η αλληλεγγύη είχε διαρραγεί εξαιτίας του πολέμου στο Ιράκ που ξεκίνησε ο Τζορτζ Γ. Μπους. Εν ονόματι των άφαντων όπλων μαζικής καταστροφής που υποτίθεται ότι είχε ο Σαντάμ Χουσεΐν, που αποδείχθηκε τελικά ότι είναι ένα όπλο μαζικής καταστροφής για την εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών και που είχαν ως κύρια συνέπεια να οδηγήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες σε ένα στρατηγικό αδιέξοδο, ενώ η πραγματική απειλή είναι το Ιράν των φανατικών σιιτών. Το νέο Ιράκ αποτελεί για αυτούς ένα στήριγμα και μια ανέλπιστη πηγή επιρροής, την ώρα που αυτός ο πόλεμος χρησίμευσε ως πρόσχημα σε εκείνους,

Αμερικανός στρατιώτης αποχωρεί από το Ιράκ. Επτάμισι χρόνια μετά την εισβολή, το κόστος για τις ΗΠΑ ανέρχεται σε τουλάχιστον 300 δισ. δολάρια, 4.500 νεκρούς και 17.600 τραυματίες. Ωστόσο η κατάσταση στη χώρα δεν προσφέρει ελπίδα για ομαλές εξελίξεις και η τρομοκρατία σκορπίζει, ακόμη, τον θάνατο

στην ουσία «ισλαμοφασίστες», που ήθελαν να δικαιολογήσουν την επέκταση της τρομοκρατίας.

Το Αφγανιστάν λοιπόν: ο πόλεμος αυτός ξεκίνησε για να διώξει τους Ταλιμπάν από την εξουσία στην Καμπούλ και για να πάψει αυτή η χώρα να παρέχει καταφύγιο στην Αλ Κάιντα, καθώς και την υλικοτεχνική υποστήριξη που είχαν ανάγκη οι μαθητές του Μπιν Λάντεν.

Σχεδόν οκτώ χρόνια αργότερα αυτοί οι ίδιοι Ταλιμπάν έχουν ανακάμψει και διακηρύσσουν την επικείμενη νίκη τους. Σημάδι ότι κινδυνεύουν να βυθιστούν σε τέλμα οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ, που τον τελευταίο καιρό βρίσκονται σε μια κατάσταση παραπλήσια με εκείνη όπου είχε βρεθεί ο Κόκκινος Στρατός μετά τον πόλεμο που είχαν ξεκινήσει οι Σοβιετικοί.

Είναι γνωστό ότι δύσκολα μπορούμε να αντιληφθούμε τον πόλεμο στο Αφγανιστάν χωρίς τη διπλή κηδεμονία: του Ιράν από τη μία πλευρά και του Πακιστάν από την άλλη. Ολο το πρόβλημα βρίσκεται εδώ: Ποιο Ιράν; Ποιο Πακιστάν; Το Ιράν θα είναι εχθρικό όσο βρίσκεται στα χέρια του Αχμαντινετζάντ. Το Πακιστάν παίζει μονίμως διπλό παιχνίδι. Ενα Ιράν που θα ξαναγίνει δημοκρατικό και ένα Πακιστάν που θα ξαναγίνει αξιόπιστο είναι οι δύο προϋποθέσεις για να επέλθει ειρήνη στο Αφγανιστάν και για να αποχωρήσουν οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ. Στον σημερινό κόσμο, χωρίς τις παλιές ισορροπίες που αναδιαρθρώνονται μπροστά στα μάτια μας, η διαχωριστική γραμμή που έχει χαράξει η Αλ Κάιντα δεν είναι η μόνη. Βρίσκεται όμως πάντα εκεί για να μας θυμίζει περισσότερο από ποτέ άλλοτε ότι το σύνθημά μας πρέπει να είναι το εξής: Δημοκράτες όλων των χωρών, ενωθείτε!

Ο κ. Ζαν-Μαρί Κολομπανί είναι ένας από τους εγκυρότερους ευρωπαίους δημοσιογράφους, πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Le Μonde».

Το τακτικό, ανά Κυριακή, άρθρο του είναι γραμμένο αποκλειστικά για «Το Βήμα».