Στο προχθεσινό άρθρο του στο «Βήμα» ο κ. Ρ. Σωμερίτης σχολίαζε την αίτηση ακύρωσης που άσκησαν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά του μνημονίου διάφοροι συνδικαλιστικοί και επαγγελματικοί φορείς επικαλούμενοι αντισυνταγματικότητα. Πέρα από την κριτική του για την πολιτική φρασεολογία της σχετικής ανακοίνωσης, ο αρθρογράφος έθετε το ερώτημα αν οι προσφεύγοντες είναι έτοιμοι να αναδεχθούν το βάρος της παύσης πληρωμών της χώρας σε περίπτωση δικαστικής νίκης τους. Σε συνέχεια αυτών των σκέψεων έχει, πιστεύω, ενδιαφέρον να εγείρει κανείς το ίδιο ερώτημα ως προς τη θέση των δικαστών που φέρουν την ευθύνη της απόφασης. Πόσο μπορεί ένα δικαστήριο να κρίνει τέτοιες υποθέσεις με βάση τις διατάξεις και μόνον (εφόσον, εννοείται, συμμερίζεται τη νομική άποψη της αντισυνταγματικότητας), όταν γνωρίζει ότι η απόφασή του θα μπορούσε να επιφέρει την πτώχευση του κράτους ή των ασφαλιστικών ταμείων;

Οσο και αν μας είναι δυσάρεστο, έρχεται κανείς στην ανάλυση του μεγάλου συνταγματολόγου Καρλ Σμιτ (του οποίου το κύρος δεν αμαύρωσε, παρά ίσως προσωρινά, ούτε η- βραχεία- συνεργασία του με το ναζιστικό καθεστώς) για το πώς λειτουργεί το νομικό σύστημα της δημοκρατίας σε καταστάσεις ανάγκης που επιτάσσουν έκτακτα μέτρα ή και πόλεμο ακόμη. Γνωστός για την αποστροφή «κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για το καθεστώς εκτάκτου ανάγκης», ο Σμιτ επεσήμανε ότι σε ακραίες περιστάσεις λαμβάνονται στην πράξη μέτρα που παραβιάζουν τις δημοκρατικές αρχές, με αποτέλεσμα να γεννάται «κατάσταση εξαίρεσης», αναστολή νόμων εντός της έννομης τάξης- από τον ίδιο τον νόμο.

Δεν ενδιαφέρει εδώ η θεωρητική ανάλυση (άλλωστε ο Σμιτ αναφερόταν σε μείζονες εκτροπές), όσο η εμπειρία ότι τέτοια μέτρα όντως επιβάλλονται και, όποτε αυτό συμβαίνει, είναι εξαιρετικά δύσκολο να κριθούν δικαστικά σαν να μην έτρεχε τίποτε, καθώς μάλιστα τα δικαστήρια έχουν αντίληψη ότι οι αποφάσεις τους μπορεί να μην εφαρμοσθούν. Το Γκουαντάναμο, υπενθυμίζεται, είχε χαρακτηρισθεί απαρχής «νομική μαύρη τρύπα», αλλά χρειάστηκε αλλαγή του πολιτικού κλίματος ώσπου να δοθεί λύση από τη Δικαιοσύνη. Στα δικά μας, πάλι, υπήρξαν από έδρας σχόλια στις δίκες κατηγορουμένων για τρομοκρατία ότι η κατάσταση ανάγκης δικαιολογούσε παραβιάσεις δικονομικών ή και συνταγματικών δικαιωμάτων. Ανάλογο παράδειγμα, αν και επρόκειτο για καθαρή πολιτική απόφαση, ήταν η δικαστική προσφυγή προκειμένου να μην επιτραπεί η διέλευση από ελληνικό έδαφος νατοϊκών στρατευμάτων προς το Κοσσυφοπέδιο, που φυσικά δεν είχε τύχη.

Στο οικονομικό επίπεδο τα ελληνικά δικαστήρια έχουν, βέβαια, υιοθετήσει στο παρελθόν απόψεις που ανέτρεψαν κυβερνητικές δημοσιονομικές επιλογές. Αλλο όμως είναι μια επί μέρους απόφαση, δαπανηρή αλλά διαχειρίσιμη, και άλλο να βάλει κανείς τη «βούλα» του στην κρατική πτώχευση. Οι βουλευτές της πλειοψηφίας το ένιωσαν και ψήφισαν το μνημόνιο εκόντες άκοντες. Ανάλογη σκιά ευθύνης θα απλωθεί πάνω από το δικαστήριο. Δύσκολη, βαριά στιγμή για έναν δικαστή. Αλλά πολύτιμη υπόμνηση των θεσμικών ορίων του συστήματος όποτε τα πράγματα αγριεύουν.