Σήμερα αναπτύσσονται στην Ελλάδα, αλλά σε κάποιον βαθμό και στο εξωτερικό, δύο παράλληλοι λόγοι οι οποίοι δεν συναντιούνται. Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο, η κρίση οφείλεται στις ελληνικές δομικές αδυναμίες. Εκτεταμένο και σπάταλο κράτος, χαμηλή παραγωγικότητα, τεράστια φοροδιαφυγή, μαύρη οικονομία, συντεχνιακά στεγανά, χαριστικές ρυθμίσεις, γραφειοκρατία, διαφθορά, αποτελούν όλες εκείνες τις αιτίες των οποίων η συσσώρευση θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην κρίση. Ο άλλος λόγος ενοχοποιεί τη διεθνή οικονομική κρίση αλλά και τον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκε η ευρωπαϊκή νομισματική ενοποίηση. Τα πολύ σφιχτά όρια της δημοσιονομικής πειθαρχίας σε καιρό κρίσης οδηγούν σε ύφεση, η οποία περιορίζει τα έσοδα, αυξάνει το έλλειμμα και διογκώνει τις δανειακές ανάγκες. Με την απουσία μηχανισμών αλληλεγγύης ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες, μια χώρα που δεν καταφέρει να επιβιώσει στο επίπεδο του ανταγωνισμού που επιβάλλει το κοινό νόμισμα γίνεται βορά στη διεθνή κερδοσκοπία. Δεν είναι λίγοι όσοι επισημαίνουν ότι η κρίση λειτουργεί σαν ένας πλανητικός μηχανισμός διεθνούς αναδιανομής πόρων, προς όφελος ισχυρών χωρών και επιχειρήσεων. Εκφράζεται επίσης, στο πλαίσιο αυτό, απαισιοδοξία για το αν οι εσωτερικές θυσίες θα καταφέρουν να μειώσουν το έλλειμμα και δεν θα εξανεμιστούν από τα πολύ υψηλά επιτόκια. Σύνθεση σε ιστορική προοπτική
Ζητούμενο, βέβαια, για μια αξιόπιστη ανάλυση είναι αυτοί οι δύο λόγοι να συναντηθούν. Η συνάντησή τους όμως μπορεί να γίνει όχι συμψηφιστικά αλλά σε ιστορική προοπτική, σταθμίζοντας συνεχώς και τους δύο. Είναι σαφές ότι η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε σε προβληματικές κατευθύνσεις. Κράτος πλούσιο και ευάλωτο για τους προνομιούχους, τους διαπραγματευτικά ισχυρούς και τους πλησίον της εξουσίας, δυσπρόσιτο για τους αδύναμους, φειδωλό για πραγματικά δημόσιες υποδομές και δράσεις που ωφελούν τους πολλούς. Καλώς το βάλαμε στο στόχαστρο σήμερα, αλλά πάλι διέφυγαν τα βαθύτερα στρώματά του. Καμιά κριτική στην εθνική αιμορραγία των εξοπλισμών, στην πλουσιοπάροχη χρηματοδότηση των κομμάτων, στις ασύμμετρες παροχές σε στρατιωτικούς, δικαστικούς κλπ. κλπ. Οσοι κατηγορούν τη δημόσια διαφθορά προκρίνουν την ιδιωτικοποίηση, όσοι υπερασπίζονται το Δημόσιο κλείνουν τα μάτια χαριστικά στα προνόμια.

Αλλά η σημερινή κατάρρευση συμβαίνει σε ένα πλαίσιο- το ευρωπαϊκό – που υπήρξε βασικός προσανατολισμός της χώρας επί μισόν αιώνα. Η ελληνική οικονομία επωφελήθηκε από τη νομισματική ενοποίηση αλλά δεν κατόρθωσε να αναπτύξει την παραγωγικότητά της ώστε να γίνει ανταγωνιστική. Με μηδενική, σχεδόν, εξαγωγική παραγωγή, εκτός από τουριστικές υπηρεσίες, καθηλώθηκε στον ανταγωνισμό της φτηνής εργασίας, πηγάδι απύθμενο γιατί ολοένα και κάποιοι απελπισμένοι θα την προσφέρουν φτηνότερα. Επομένως η κατακόρυφη μείωση του βιοτικού επιπέδου της πλειοψηφίας του πληθυσμού εμφανίζεται σαν η μόνη, πλην αβέβαιη, λύση να ανακόψει ή να αναπληρώσει την απώλεια παραγωγικής ικανότητας.

Ούτε το ευρωπαϊκό πλαίσιο, αυτό καθαυτό, είναι αδιάφορο προς τη σημερινή κρίση. Η ΕΕ από τη δεκαετία του 1990 εγκατέλειψε τα σχέδια κοινωνικής ολοκλήρωσης, όπως εκφράζονταν από τους πατέρες της ενοποίησης ως τον Ντελόρ, για να καταλήξει σε μια οικονομική ενοποίηση χωρίς πολιτική διεύθυνση. Η δημιουργία κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας αποδείχτηκε φλυαρία μπροστά στην αναδίπλωση στις εθνικές αγορές. Η απουσία θεσμοθετημένης αλληλεγγύης είναι συνέπεια αυτού του κλειδώματος της ευρωπαϊκής ένωσης πάνω στη λειτουργία των αγορών. Αλλά πολλοί από όσους καταγγέλλουν την έλλειψη αλληλεγγύης, υπήρξαν αντίπαλοι της υιοθέτησης ευρωπαϊκού Συντάγματος. Μαζί με τις άλλες πρώην ανατολικές χώρες, η Ελλάδα σπρώχνεται στην πίσω αυλή του ευρωπαϊκού σπιτιού, ίσως και για να διασωθεί η σταθερότητα του σπιτιού.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα

Από τη συνεδρίαση της Ειδικής Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη Χρηματοπιστωτική, Οικονομική και Κοινωνική Κρίση στις Βρυξέλλες την περασμένη Πέμπτη 18 Μαρτίου

Ας δούμε ιστορικά όμως μιαν άλλη παράμετρο, αφήνοντας στην άκρη προς στιγμή την Ελλάδα. Το δημοσιονομικό έλλειμμα αποτυπώνει κοινωνικές σχέσεις. Αν δούμε ιστορικά την εξέλιξη των μεγεθών, θα διαπιστώσουμε ότι όσο αυταρχικότερες και συντηρητικότερες οι κυβερνήσεις, τόσο μικρότερο το έλλειμμα. Φυσικά και δεν μπορεί να γίνει οικονομική πολιτική με δανεικά. Αλλά το δίλημμα είναι μεγαλύτερες δημόσιες δαπάνες και υψηλότερη φορολογία, ή μικρότερη φορολογία αλλά περιορισμένες δημόσιες δαπάνες. Επιλογές με σαφές κοινωνικό πρόσημο. Υπάρχει όμως στην εξίσωση αυτή ένας μακροχρονίως αποσταθεροποιητικός παράγοντας. Το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν αυξάνεται μόνο από τις σπατάλες ή τις παροχές, αλλά από τα συνολικά έξοδα λειτουργίας και διατήρησης των κοινωνιών. Δύο τυχαία παραδείγματα: Ας σκεφτούμε πόσο κόστιζε πριν από 40 χρόνια και πόσο κοστίζει σήμερα, από την άποψη της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης κάθε πρόσθετο έτος στη ζωή ενός συνταξιούχου, πόσο το προσδόκιμο ζωής επιμηκύνθηκε και πόσο οι συνταξιούχοι πολλαπλασιάστηκαν.

Ας συγκρίνουμε επίσης το κόστος, 40 χρόνια πριν και σήμερα, της αποκομιδής ενός κιλού σκουπιδιών με όλες τις αναγκαίες προδιαγραφές που προστέθηκαν στο μεταξύ διάστημα για να προστατέψουν τη δημόσια υγιεινή και το περιβάλλον· ας υπολογίσουμε ότι αυξήθηκε κατ΄ άτομο η παραγωγή απορριμμάτων και ότι όλα αυτά πολλαπλασιάζονται με την πληθυσμιακή μεγέθυνση. Τα παραδείγματα αυτά, που είναι άπειρα, δείχνουν ένα και μόνο συμπέρασμα: Γεωμετρική αύξηση των γενικών δαπανών συντήρησης και αναπαραγωγής της κοινωνίας. Ας ρωτήσουμε τώρα: Ηταν ανάλογα γεωμετρική η αύξηση της φορολογίας;

Παρατηρώντας αυτές τις δύο καμπύλες, των δημόσιων δαπανών και των δημόσιων εσόδων, εκείνο που διαπιστώνει ακόμη και ο αδαής περί τα οικονομικά αναγνώστης είναι μια συνεχώς διευρυνόμενη απόκλιση. Μεγαλύτερες και ανελαστικότερες οι δαπάνες, μικρότερα και ελαστικότερα τα έσοδα. Το μέλλον προοιωνίζεται ελλειμματικό και όχι μόνο για την Ελλάδα. Η Ελλάδα, βέβαια, είχε και τους πρόσθετους λόγους που είπαμε για να είναι μια από τις πρώτες χώρες που λύγισαν. Αν όμως το ελληνικό πρόβλημα βρίσκεται στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου είναι επειδή αποτυπώνει ένα παγκόσμιο πρόβλημα. Χωρίς να χάνουμε από τα μάτια μας τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κρίσης, ας μη μας διαφεύγει ο διεθνής ορίζοντας και το χρονικό βάθος του.

Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ελεύθερη πτώση χωρίς σχέδιο ανάκαμψης
ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΔΑΦΙΚΟ να βλέπουμε την κρίση ως ευκαιρία εθνικής ανασύνταξης. Ποια ανασύνταξη μπορεί να γίνει σε συνθήκες που το κράτος πτωχεύει και ξεπουλά τα στοιχειώδη, αφήνοντας την κοινωνία χωρίς σχέδιο ανάκαμψης και ανάπτυξης, έρμαιο στα κύματα της διεθνούς κρίσης, χωρίς καν το κύρος και την ικανότητα να εξασφαλίσει κανόνες δικαιοσύνης στην κατανομή των θυσιών; Αλλά, το ζήτημα είναι ότι δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Χωρίς να είμαι σε θέση να το τεκμηριώσω, η αίσθησή μου είναι ότι η κρίση δεν έχει φτάσει ακόμη στην κορύφωσή της, τόσο τη συγκυριακή όσο και τη δομική. Αν λ.χ. χρεοκοπήσει κάποια από τις μεγάλες ή μεσαίες χώρες το σκηνικό θα μεταβληθεί. Δεν είναι βέβαια αυτό μια παρηγοριά, ούτε θα ελαφρώσει το βάρος μας. Θα αλλάξει όπως το τοπίο και το «παράδειγμα» μέσα από το οποίο αντιλαμβανόμαστε την κρίση. Οι κρίσεις, όπως άλλωστε και οι πόλεμοι, είναι απρόβλεπτες. Για να χρησιμοποιήσω μια ιστορική αναλογία, πώς λ.χ. να μάντευε κανείς κατά τη διάρκεια του αλβανικού πολέμου, το φθινόπωρο του 1940, ότι ο πόλεμος θα κρατούσε πέντε χρόνια, ότι θα γινόταν παγκόσμιος και πως θα έμπλεκαν σε αυτόν Ρωσία και Αμερική; Ζούμε μια ανάλογου μεγέθους κρίση που δεν ξέρουμε πού θα μας βγάλει.