Τις πρώτες πρωινές ώρες της 15ης Αυγούστου 1909, δυνάμεις του πεζικού και του πυροβολικού του ελληνικού στρατού στρατοπέδευσαν στο Γουδί απειλώντας να καταλάβουν την Αθήνα στην περίπτωση που η τότε κυβέρνηση του Δ. Ράλλη δεν έκανε δεκτά τα αιτήματά τους. Οι αξιωματικοί που συμμετείχαν στο Κίνημα υπέβαλαν υπόμνημα που εξηγούσε τις διεκδικήσεις τους: Πρόταση μεταρρύθμισης του στρατού, επαναφορά των αξιωματικών και των υπαξιωματικών που είχαν αποταχθεί πρόσφατα, αμνηστία για τους κινηματίες και απομάκρυνση από το στράτευμα εκείνων που δεν είχαν συμμετάσχει στο Κίνημα. Η διάλυση της Βουλής δεν περιλαμβανόταν στις διεκδικήσεις του στρατού.

Ποιοι ήταν, όμως, οι κινηματίες; Και πώς βρέθηκαν στο Γουδί τα ξημερώματα του Δεκαπενταύγουστου του 1909; Η αφετηρία των διεργασιών που οδήγησαν στο Κίνημα ανιχνεύονται τουλάχιστον στις αρχές της δεκαετίας του 1900 και συνδέονται με τη σταδιακή αποστασιοποίηση μεγάλων τμημάτων της μικροαστικής τάξης από τις αρχές του κοινοβουλευτισμού και από το κομματικό σύστημα. Αυτή την αποστασιοποίηση μαρτυρούν και οι μαχητικές και βίαιες διαδηλώσεις στην Αθήνα των αρχών του 20ού αιώνα, στις οποίες συμμετείχαν αθηναϊκές συντεχνίες, φοιτητές και μικροαστοί.

Αυτές οι εκδηλώσεις λάμβαναν χώρα στο πλαίσιο εξελίξεων που αφορούσαν και την εξωτερική πολιτική και τη διεθνή θέση της χώρας. Μια σειρά γεγονότων, όπως η επίτευξη της διεύρυνσης της κρητικής αυτονομίας μετά την εξέγερση των εκεί ενόπλων δυνάμεων, είχαν σταδιακά εμπεδώσει την ιδέα ότι οι εθνικοί στόχοι μπορούσαν ίσως να επιτευχθούν αποτελεσματικότερα με παρόμοιες εξωκοινοβουλευτικές μεθόδους. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1900 ο στρατός είχε ενισχυθεί τόσο αριθμητικά όσο και ως προς τον εξοπλισμό των σωμάτων. Σκοπός μιας σειράς νόμων που ψηφίστηκαν κυρίως από το 1906 και μετά ήταν να καταστεί ο στρατός μια σταθερή δύναμη, ικανή να διεξάγει πολέμους με άμεσο στόχο τη δυναμική διεκδίκηση εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά επίσης ικανή να αποτελεί έναν μόνιμο πόλο δύναμης στην εσωτερική πολιτική ζωή της χώρας. Η κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη (1906-1909) εργάστηκε συστηματικά με στόχο την αναμόρφωση, την ενδυνάμωση και τον εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων, συντελώντας έτσι στην ανάδειξη του στρατού σε συγκροτημένο κοινωνικό εταίρο στη μετέπειτα πολιτική ζωή της χώρας.

Στο πλαίσιο όμως και των οικονομικών περιορισμών που είχε επιβάλει η Διεθνής Οικονομική Επιτροπή, το στρατιωτικό πρόγραμμα επιβάρυνε οριακά τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, οδηγώντας προς το τέλος του 1908 σε εξάντληση των περιθωρίων ανάπτυξης του εθνικού προγράμματος. Η κλιμάκωση του κρητικού ζητήματος με τη διεκδίκηση των Κρητικών για ένωση με την Ελλάδα το καλοκαίρι του 1908 ασκούσε μια διαρκή πίεση για λήψη πρωτοβουλιών από την ελληνική πλευρά, φέρνοντας παράλληλα στην επιφάνεια τις πολιτικές και οικονομικές αδυναμίες του συστήματος. Ηδη από το φθινόπωρο του 1908 ξεκίνησαν οι πρώτες επαφές μεταξύ υπολοχαγών των ενόπλων δυνάμεων οι οποίοι συζητούσαν τη δυνατότητα συγκρότησης μιας μη κομματικής κυβέρνησης που με την υποστήριξη του στρατού θα είχε τη δυνατότητα να υπερασπίσει αποτελεσματικότερα τα εθνικά συμφέροντα. Η άνοιξη του 1909 σημαδεύτηκε από κοινωνικές αναταραχές και διαδηλώσεις στην Αθήνα που κατέγραψαν την αυξανόμενη δυσαρέσκεια ευρέων κοινωνικών στρωμάτων με τη διαφαινόμενη αναποτελεσματικότητα των πολιτικών θεσμών. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής κατάστασης αυξανόταν σταθερά και η συνωμοτική δράση στο εσωτερικό των ενόπλων δυνάμεων. Πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιζαν ομάδες υπαξιωματικών οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα δυσαρεστημένοι, καθώς με βάση ένα νέο νομοσχέδιο που υπέβαλε η κυβέρνηση τον Απρίλιο του 1909 αποκλείονταν από τη βαθμίδα του αξιωματικού. Οι υπαξιωματικοί, που προέρχονταν κατά κύριο λόγο από μικροαστικά και λαϊκά στρώματα, διαμαρτυρήθηκαν έντονα έξω από τη Βουλή, προκαλώντας την έντονη και κατασταλτική αντίδραση της κυβέρνησης Θεοτόκη. Το έδαφος ήταν πια ιδιαιτέρως γόνιμο για την ανάπτυξη συνωμοτικών δράσεων στις οποίες συμμετείχαν μαζικά ομάδες δυσαρεστημένων στρατιωτικών διαφόρων βαθμίδων. Σημείο καμπής σε αυτή τη διαδικασία κινητοποίησης ήταν η συγχώνευση δύο ομάδων, των λοχαγών και των υπολοχαγών, και η συγκρότηση της οργάνωσης Στρατιωτικός Σύνδεσμος. Η κλιμάκωση του κρητικού ζητήματος στις αρχές του καλοκαιριού του 1909 με την άρνηση των Οθωμανών να επιτρέψουν την ένωση με την Ελλάδα και με την απόφαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων να περιφρουρήσουν την οθωμανική σημαία στη Σούδα οδήγησε στην παραίτηση της κυβέρνησης Θεοτόκη κάτω και από την πίεση της λαϊκής δυσαρέσκειας και στη συγκρότηση κυβέρνησης από τον Δ. Ράλλη. Στις αρχές Αυγούστου αυξάνονταν οι συνεννοήσεις μεταξύ του Στρατιωτικού Συνδέσμου, των εμπορικών συντεχνιών της Αθήνας και φοιτητών του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου με σκοπό την ανάληψη πρωτοβουλιών από τον στρατό. Η αδυναμία της κυβέρνησης Ράλλη να διαχειρισθεί την κρίση του κρητικού ζητήματος, οι οικονομικές δυσχέρειες που απέκλειαν την προώθηση του στρατιωτικού προγράμματος και η γενικότερη αδυναμία πολιτικών πρωτοβουλιών συνετέλεσαν τελικά στην εκδήλωση της στάσης του στρατού τα ξημερώματα της 15ης Αυγούστου. Το Κίνημα του στρατού οδήγησε σε παραίτηση την κυβέρνηση του Δ. Ράλλη και στην ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Κ. Μαυρομιχάλη, ο οποίος αποδέχτηκε το υπόμνημα των στρατιωτικών. Η κοινωνική αναταραχή συνεχίστηκε και εκφράστηκε μεγαλειωδώς με το συλλαλητήριο της 14ης Σεπτεμβρίου του 1909, το οποίο διοργανώθηκε από τον Σύνδεσμο Συντεχνιών της Αθήνας σε συνεργασία με τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο. Η μαζικότητα των εκδηλώσεων της κοινωνικής δυσαρέσκειας υποδήλωνε ότι το Κίνημα του 1909 αλλά και τα γεγονότα που το ακολούθησαν εξέφραζαν ευρύτερα, αν και συχνά αντιφατικά, ιδεολογικά προτάγματα, πολιτικές προσδοκίες και οράματα μιας κοινωνίας σε κατάσταση έντονης αναδιαμόρφωσης.

Το νέο καθεστώς που προέκυψε από το Κίνημα του 1909 αποδείχθηκε βέβαια θνησιγενές και η διευθέτηση της πολιτικής αναταραχής επιτεύχθηκε τελικά μέσω της παρέμβασης του Ελευθέριου Βενιζέλου ήδη από τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος αυτοδιαλύθηκε τον Μάρτιο του 1910 και αμέσως μετά ο βασιλιάς ανήγγειλε τη σύγκληση της Αναθεωρητικής Βουλής. Ανεξάρτητα, όμως, από τις διαφορετικές ερμηνείες για τα αίτια, τα αποτελέσματα και τον χαρακτήρα του Κινήματος, είναι σαφές ότι τα γεγονότα του Δεκαπενταύγουστου του 1909 αποτέλεσαν έκφραση των τεκτονικών μετακινήσεων, αλλαγών και συγκρούσεων που λάμβαναν χώρα στην κοινωνική και πολιτική διαστρωμάτωση της Ελλάδας των αρχών του 20ού αιώνα.

Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.