Με ποιο τρόπο υπήρξαμε μέλη δημοσκοπικού «δείγματος»; Συνήθως ευδοκιμούσε, αρκετά πριν από τις ευρωεκλογές, η «τηλεφωνική συνέντευξη» («Τelephone Survey»). Και τούτο για πολλούς λόγους. Κοστίζει αρκετά φθηνότερα από οποιαδήποτε ομόλογη έρευνα. Οι ερωτώμενοι εμφανίζονται στο τηλέφωνο περισσότερο διαθέσιμοι και «απρόσωποι». Τέλος, μπορεί να καλυφθεί ευρεία γεωγραφική περιοχή και για τούτο ως προς το εύρος της η έρευνα μπορεί άνετα να δηλώνεται ως «πανελλαδική».

Συχνά βέβαια αποσιωπώνται ή μνημονεύονται εντελώς συνοπτικά οι όροι συγκρότησης και διεξαγωγής αυτών των δημοσκοπήσεων. Αν λοιπόν η γέφυρα επικοινωνίας γίνεται με το σταθερό τηλέφωνο (και όχι το κινητό που είναι το πλέον «σταθερό»), τότε η ώρα πρόσβασης στα «νοικοκυριά» έχει καθοριστική σημασία για την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος. Αλλοι και άλλες, διαφορετικής ηλικίας και βαθμού πολιτικής συνείδησης, βρίσκονται το πρωί στο σπίτι, ενώ είναι αρκετά διαφορετική η σύνθεση το μεσημέρι ή αργά το απόγευμα. Επιπλέον πώς μπορεί να νοηθεί ένα «δομημένο ερωτηματολόγιο», όπως θα διαπιστώσουμε στην επόμενη παράγραφο, και τι επακριβώς μπορεί να σημαίνει ότι αυτό διακινήθηκε μέσα από μια «στρωσιγενή τυχαία δειγματοληψία;». Οταν μάλιστα στις «μεταβλητές» που πρόκειται να αναλυθούν συγκαταλέγεται ο «θυμός» των ερωτώμενων σε συστοιχία με τις κινήσεις των χεριών και την ένταση του προσώπου των «αρχηγών», τι είδους ερωτήσεις- «ανοιχτές» ή «κλειστές»- θα προκριθούν;

Σε μια τέτοια χορεία ερωτήσεων έδιναν και έπαιρναν οι χαρακτηρισμοί μέσω επιθέτων που το νόημά τους έρχεται και παρέρχεται. Δηλαδή: «Ψύχραιμος», «δυναμικός», «έξυπνος», «εργατικός», «ειλικρινής», «σταθερός», «αισιόδοξος», «ρεαλιστής», «αγαπητός» και περιφραστικά: «σκληρό καρύδι». Συναφώς μετρήθηκαν τα «συναισθήματα» με τη χρήση ουσιαστικών που εκμαιεύονται από την πλευρά των ερωτώμενων: «Θυμός», «ανησυχία», «αισιοδοξία», «υπερηφάνεια». Και μ΄ αυτά και με τ΄ άλλα σκιαγραφήθηκε γλαφυρά το «προφίλ του ηγέτη»…

Συνήθως οι δημοσκόποι αυτών των προδιαγραφών αποτελούσαν τους διαμεσολαβητές, μέσω της ονομαζόμενης «τηλεξουσίας», των μηχανισμών χειραγώγησης που χρησιμοποιεί η σημερινή κρατική εξουσία. Και εκείνο που διαρκώς διέφευγαν της προσοχής, «πομπού» και κατ΄ επέκταση «δέκτη», ήταν η πραγματική πολιτική. Δηλαδή η αδιαμεσολάβητη αντιμετώπιση υπαρκτών προβλημάτων της πολιτικής μας ζωής, μονιμότερων και νεοφανών. Με ευπρόσδεκτο όμως ζητούμενο τη χειραφετητική συλλογιστική και πρακτική. Ο,τι δηλαδή μπορεί να αντιμετωπίσει κατάφατσα τους θεσμούς χειραγώγησης και να εξουδετερώσει την ετερονομία τους. Γιατί θα στρέφεται εναντίον της εξαθλίωσης των εργαζομένων, θα προστατεύει τη μισθωτή εργασία, θα αποτρέπει τη μετατροπή των αξιών χρήσης σε εμπορεύσιμα καταναλωτικά αγαθά.

Πρόκειται για εναλλακτική πρόταση που αφορά τόσο τον χρόνο εργασίας όσο και τον χρόνο της «σχόλης», εντός του οποίου συνήθως συλλέγονται οι δημοσκοπούμενοι. Προφανώς μια τέτοια κοινωνική κριτική δεν «παράγει» μόνο ένα αντικείμενο για το υποκείμενο, αλλά και αντίστροφα, ένα υποκείμενο για το αντικείμενο. Συμπλέκεται έτσι το πλαίσιο αναφοράς με το κοινωνικό υποκείμενο που μπορεί να καταστεί φορέας ανατροπής. Κοντολογίς δεν στοιχειοθετείται μια διαδικασία «περιθωριοποίησης» που θα υπονοούσε κατασκήνωση κάποιων «γραφικών» εκτός των τειχών. Αντίθετα σφυρηλατείται η κατάδυση στο κέντρο των κοινωνικών σχηματισμών, αφού ληφθούν υπόψη οι συγκεκριμένοι όροι με βάση τους οποίους δομούνται αυτοί οι σχηματισμοί στο σύνολό τους.

Τούτο σημαίνει ότι η κοινοβουλευτική Αριστερά δεν έπρεπε να επαφίεται στις αυξομειώσεις των γκάλοπ που την αφορούσαν και στη σαγήνη που προξενούσαν. Στη σκακιέρα δεν υπάρχουν απρόβλεπτοι παίχτες. Για τούτο είναι φρονιμότερο να αρχίζει κανείς από τη διαπίστωση ότι η κρίση του «δικομματισμού» είναι περισσότερο συγκυριακή, χωρίς βέβαια να αποκλείει αυξομειώσεις ή ιδίως αναπλαισιώσεις «παραγόντων». Και αν η προσδοκία μιας ριζικής αναθεμελίωσης του υπάρχοντος πολιτικού σκηνικού, για την ώρα τουλάχιστον, είχε σχεδόν μηδενικό συντελεστή; Με αυτούς πάντως τους παίχτες και με τους ισχύοντες «κανόνες του παιχνιδιού» έπρεπε να καθορίζεται η αυτοτελής παρουσία ενός τέτοιου κόμματος.

Στην πορεία προς τις εκλογές, σ΄ αυτές που μόλις έγιναν και σ΄ αυτές που σύντομα θα γίνουν, το ενδιαφέρον των «δημοσκόπων» ήταν διαρκώς στραμμένο στα «σκάνδαλα». Δηλαδή τι ήταν αυτό που προκαλούσε τέτοια αναστάτωση και επέτρεπε στο «βαρόμετρο» να βρίσκεται σε συνεχή κίνηση; Οπως εδώ και αιώνες έχει εισαχθεί στη γλώσσα μας (και όχι μόνο), με προέλευση αραμαϊκή, το «σκάνδαλον» τούτο αποτελεί παγίδα ή βρόχο που στήνεται από εχθρό μας. Επομένως, ποιος είναι ο σκανδαλοποιός και ποιος ο σκανδαλολόγος;

Πολλοί προτίμησαν να εμφανισθούν ως «σκανδικοπώλες», δηλαδή ότι πουλούν άγρια λάχανα, κατά τον χαρακτηρισμό που απέδωσε στον Ευριπίδη ο Αριστοφάνης. Μόνο που αυτοί δεν ήταν το 48% του εκλογικού σώματος. Το πολύ πολύ να έφταναν στο 30% ως «αποχή» πολλαπλών αιτίων. Και τούτο γιατί οι εκλογικοί κατάλογοι σχηματίστηκαν από τα υπάρχοντα Δημοτολόγια, στα οποία καταχωρίζεται και το σύνολο των Ελλήνων του εξωτερικού και αρκετοί νεκροί ντόπιοι. Επομένως μόνο με το ποσοστό συμμετοχής στις τελευταίες εθνικές εκλογές (Σεπτέμβριος του 2007) μπορεί να συγκριθεί το τωρινό ποσοστό των «σκανδικοπωλών».

Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.