Ενας σοβαρός κύκλος προβλημάτων της ελληνικής Δικαιοσύνης είναι όσα σχετίζονται με την ανεξαρτησία της, εξωτερική και εσωτερική. Στη σχετική πολιτική και επιστημονική συζήτηση υπερτονίζεται συνήθως η πρώτη σε βάρος της δεύτερης. Το θέμα της επιλογής της ηγεσίας (πρόεδροι- αντιπρόεδροι) των ανώτατων δικαστηρίων έχει λάβει διαστάσεις μάλλον μεγαλύτερες από τη σημασία που θα είχε αν οι ανωτέρω δεν διέθεταν διακριτική ευχέρεια για τον καθορισμό συνθέσεων και εισηγητών, όπως θα όφειλαν. Η επιλογή των παραπάνω από το Υπουργικό Συμβούλιο, μεταξύ των μελών του αντίστοιχου Δικαστηρίου (άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος), αφήνει βέβαια κάποιο περιθώριο επίδρασης της εκτελεστικής στη δικαστική λειτουργία, σχετικοποιώντας έτσι σε ένα βαθμό τη μεταξύ τους διάκριση.

Ωστόσο το περιθώριο τούτο είναι μάλλον μικρό σε σχέση με όσα ισχύουν στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου ενίοτε ανατίθεται στο Κοινοβούλιο και/ή στην κυβέρνηση ρόλος στην επιλογή ακόμη και των απλών μελών των ανώτατων δικαστηρίων, προκειμένου προφανώς να διασφαλιστεί μια, έστω έμμεση και περιορισμένη, δημοκρατική νομιμοποίηση της διαδικασίας επιλογής. Εξάλλου ο καθορισμός της τετραετίας ως μέγιστου χρόνου θητείας των προέδρων των ανώτατων δικαστηρίων, που έγινε με την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση του 2001, αποτρέπει πια τις θεαματικές ανατροπές της επετηρίδας, οι οποίες είχαν εμφανιστεί τα προηγούμενα χρόνια, προκαλώντας μικρότερο ή μεγαλύτερο θόρυβο και αντιδράσεις κάθε φορά.

Το ισχύον σύστημα και η αναθεώρηση
Οι δικαστικές ενώσεις διεκδικούν την εκλογή της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων από τα μέλη των τελευταίων, με στόχο την πληρέστερη κατοχύρωση της (εξωτερικής) δικαστικής ανεξαρτησίας. Ωστόσο η εκλογή αυτή μπορεί να οδηγήσει σε φαινόμενα συντεχνιασμού και ψηφοθηρίας, αντίστοιχα ή και χειρότερα εκείνων που παρατηρήθηκαν σε κάποια από τα κατώτερα δικαστήρια μετά την εφαρμογή της αυτοδιοίκησης (εκλογή των προϊσταμένων από τα μέλη του δικαστηρίου), και άρα σε γενικότερη υποβάθμιση της απόδοσης των ανώτατων δικαστηρίων. Αλλες προτάσεις, όπως η εκλογή από διευρυμένο εκλεκτορικό σώμα με συμμετοχή κοινοβουλευτικών, δικαστικών, πανεπιστημιακών και δικηγόρων, φαίνονται ακόμη περισσότερο προβληματικές, αφού θα οδηγούσαν σε πολλαπλασιασμό των εξωτερικών επιδράσεων και σε περαιτέρω σχετικοποίηση της δικαστικής ανεξαρτησίας.

Συνεπώς μια τυχόν νέα αναθεώρηση του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος ίσως θα ήταν φρόνιμο να περιοριστεί σε επιμέρους αλλαγές στο ισχύον σύστημα επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων, όπως π.χ. η απαίτηση προηγούμενης υποβολής υποψηφιότητας από τους ενδιαφερομένους για προαγωγή και δημόσιας ακρόασής τους από αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή. Περαιτέρω θα μπορούσε να τεθεί χρονικό όριο για τη θητεία και των αντιπροέδρων των ανώτατων δικαστηρίων. Το ζητούμενο δηλαδή θα έπρεπε μάλλον να είναι η διασφάλιση μεγαλύτερης διαφάνειας στη διαδικασία επιλογής, ώστε να περιορισθούν τα περιθώρια αυθαιρεσιών εκ μέρους του Υπουργικού Συμβουλίου, παρά η συνολική ανατροπή της.

Οξύ είναι ωστόσο το πρόβλημα της εσωτερικής ανεξαρτησίας, ιδίως για την πολιτική και ποινική Δικαιοσύνη. Η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων των παραγράφων 1 έως 4 του άρθρου 90 του Συντάγματος έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι, χωρίς να διασφαλίζει την αξιοκρατία, οδηγεί στον ασφυκτικό έλεγχο της δικαιοδοτικής συμπεριφοράς των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών από τον Αρειο Πάγο. Ετσι όμως τα ηλικιωμένα μέλη του τελευταίου, που για τον λόγο αυτόν εμφορούνται συνήθως στην πλειοψηφία τους από συντηρητικές νομικές και κοινωνικές αντιλήψεις, επηρεάζουν υπέρμετρα την απονομή της δικαιοσύνης. Θα ήταν επομένως χρήσιμη η αναθεώρηση των παραπάνω διατάξεων, κατά τρόπο ώστε να δοθεί στον κοινό νομοθέτη, ενδεχομένως με ειδικές προϋποθέσεις (π.χ. νόμος εφάπαξ εκδιδόμενος και ψηφισμένος με αυξημένη, πέρα και από την απόλυτη, πλειοψηφία), η δυνατότητα να θεσπίσει ένα, δεσμευτικό για τα κρίνοντα όργανα (ανώτατο δικαστικό συμβούλιο ή ολομέλεια του οικείου ανώτατου δικαστηρίου), σύστημα αντικειμενικών κριτηρίων τουλάχιστον για τις τοποθετήσεις, μεταθέσεις και αποσπάσεις δικαστών και εισαγγελέων.

Κλίμα καχυποψίας στην κοινή γνώμη

Συναφές είναι και το πρόβλημα της διακριτικής ευχέρειας των προϊσταμένων δικαστηρίων και εισαγγελιών κατά την ανάθεση των διαφόρων υποθέσεων στα μέλη του αντίστοιχου σχηματισμού. Δεν μπορεί να μείνει εδώ ασχολίαστο το γεγονός ότι στις περισσότερες, αν όχι σεόλες, από τις ποινικού ενδιαφέροντος υποθέσεις που βρέθηκαν και στην πολιτική επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια (απαγωγές Πακιστανών, υποκλοπές, ομόλογα, σκάνδαλο Siemens κ.ά.) η έρευνα των εισαγγελικών αρχών καρκινοβατεί ή έχει ήδη οδηγηθεί σεαδιέξοδο. Αντίθετα σε άλλες περιπτώσεις οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές επιδεικνύουν ενίοτε υπερβάλλοντα ζήλο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την υπόθεση του παρ΄ ολίγον αυτόχειρα Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού, όπου επιβλήθηκε στη βασική κατηγορούμενη προσωρινή κράτηση, παρά το γεγονός ότι προδήλως έλειπαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για να διαταχθεί τέτοιο μέτρο.

Ολα αυτά δημιουργούν κλίμα καχυποψίας και πλήττουν την εικόνα της Δικαιοσύνης στην κοινή γνώμη. Ευκταία θα ήταν συνεπώς η νομοθετική παρέμβαση, ώστε η διακριτική ευχέρεια των προϊσταμένων να περιορισθεί ή και εξαλειφθεί, με την κατανομή των υποθέσεων με βάση πάγια καθ΄ ύλη κριτήρια στα τμήματα ενός δικαστηρίου και με κλήρωση κατά τα λοιπά. Τούτο μάλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί και συνταγματικά επιβεβλημένο, αφού από την αρχή του νόμιμου δικαστή (άρθρο 8 παρ. 1 Συντ.) συνάγεται, κατά την ορθότερη γνώμη, ότι τα πρόσωπα τα οποία θα συγκροτήσουν κάθε φορά το δικαστήριο (κατ΄ επέκταση και ο εισαγγελικός λειτουργός ο αρμόδιος για κάθε υπόθεση) πρέπει να καθορίζονται εκ των προτέρων, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, και όχι επιλεκτικά και ενόψει συγκεκριμένων υποθέσεων.

Ελλειψη βούλησης για αλλαγές
Ολα αυτά θα έπρεπε, για να είναι αποτελεσματικά, να συνδυασθούν και με γενικότερη αναβάθμιση του καθεστώτος των λειτουργών της Θέμιδας, με σκοπό την περαιτέρω τόνωση του αυτοσεβασμού και του αισθήματος ανεξαρτησίας και αμεροληψίας τους. Ενα πρόδηλο πρώτο βήμα ήταν η καθιέρωση νέου μισθολογίου, ανταποκρινόμενου στη σπουδαιότητα του δικαιοδοτικού λειτουργήματος και σε αναλογία προς τα δεδομένα των άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως έγινε πρόσφατα με το άρθρο 57 Ν. 3691/2008. Αυτό θα έπρεπε όμως να συνοδευθεί από αυστηρότερες προϋποθέσεις για τη συμμετοχή στον εισαγωγικό διαγωνισμό της Εθνικής Σχολής Δικαστών, όπως βαθμός πτυχίου «άριστα» ή «λίαν καλώς», κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, αντίστοιχου με την κατεύθυνση στην οποία επιθυμεί να διαγωνισθεί ο υποψήφιος, και τουλάχιστον καλή γνώση μιας ή και δύο ξένων γλωσσών. Ακόμη σκόπιμη θα ήταν η καθιέρωση γενικής απαγόρευσης, με ισχύ ακόμη και στα μεγάλα αστικά κέντρα, να υπηρετεί δικαστικός λειτουργός (εκτός βέβαια από εκείνους των ανώτατων δικαστηρίων) στην πόλη όπου είναι διορισμένος, ως δικηγόρος, συγγενής του έως τρίτου τουλάχιστον βαθμού.

Τα προαναφερόμενα προβλήματα δικαστικής ανεξαρτησίας, μαζί με τη μη ύπαρξη (αντίθετα με τις πλείστες άλλες ευρωπαϊκές χώρες) συνταγματικού δικαστηρίου και με το ογκώδες πρόβλημα υπερβάσεων της εύλογης διάρκειας των δικών, στοιχειοθετούν ένα γενικότερο έλλειμμα δικαιοσύνης στη χώρα μας. Δυστυχώς όμως το υφιστάμενο ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν φαίνεται να έχει ούτε τη δυνατότητα ούτε και τη βούληση να προχωρήσει στην υπέρβαση του ελλείμματος αυτού.

Ο κ. Κώστας Χ. Χρυσόγονος είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.