Εδώ και εβδομάδες είναι σε εξέλιξη μια προσπάθεια δημιουργίας αισιοδοξίας ως προς τις προοπτικές της κρίσης. Ωστόσο η αισιοδοξία αυτή σκοντάφτει κάθε τόσο στις πραγματικές εξελίξεις και προβλέψεις των διεθνών φορέων και οργανισμών (ΟΟΣΑ, ΕΕ, ΕΚΤ κ.ά.). Με τις σημερινές συνθήκες είναι ορατό ότι οι παίκτες της αγοράς προσπαθούν να δημιουργήσουν «κλίμα» για να μπορέσουν να ξαναρχίσουν τα χρηματιστηριακά παιχνίδια και τις επενδύσεις σε νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα.

Η κατασκευή αισιόδοξων μηνυμάτων όταν η οικονομική πραγματικότητα δεν δείχνει προς την ίδια κατεύθυνση, προκειμένου να δημιουργηθεί αισιοδοξία που από μόνη της θα αλλάξει τις οικονομικές συμπεριφορές, είναι μια επικίνδυνη άσκηση. Επικίνδυνη, γιατί σχοινοβατεί μεταξύ επιτυχίας και παραπλάνησης. Επειτα όμως από την οικτρή διάψευση των αισιόδοξων προβλέψεων, που στην ίδια λογική υποστήριζαν από το φθινόπωρο του 2007 ότι στο πρώτο ή δεύτερο τρίμηνο του 2008 η κρίση θα είχε ξεπεραστεί, θα περίμενε κανείς να ισχύσει η αρχή του learning from failure, δηλαδή «μαθαίνω από τις αποτυχίες μου»- τόσο για τους παίκτες όσο και για τα θύματά τους. Βλέποντας τα πραγματικά δεδομένα, διαπιστώνει κανείς ότι η ύφεση του 2009 αναμένεται να οδηγήσει σε μια κατάσταση περίπου μηδενικής μεγέθυνσης το 2010, με υψηλότερη ανεργία και περαιτέρω κάμψη της κατανάλωσης και των επενδύσεων. Φαίνεται ότι η πτώση επιβραδύνεται, το χαμηλό σημείο της χρηματοοικονομικής κρίσης είναι μάλλον ορατό, ότι χώρες όπως η Κίνα και κάποια άλλα τμήματα της διεθνούς οικονομίας δείχνουν προοπτικές μιας δειλής ανάκαμψης. Ορισμένα πρόσθετα μηνύματα είναι ενθαρρυντικά, είναι όμως σποραδικά, εξαιρετικά ρευστά και έρχονται σε αντίθεση με άλλους δείκτες, προβλήματα και εκτιμήσεις.

Το βέβαιο είναι ότι, σήμερα, καμιά πρόβλεψη δεν στηρίζεται ακόμη σε στέρεο έδαφος και μπορεί να διαψευστεί και αυτή, όπως πολλές άλλες, από το 2007 ως σήμερα. Το βέβαιο επίσης είναι ότι διάφορες χρηματιστηριακές εξελίξεις μπορεί να αντανακλούν είτε μια θετική προοπτική είτε την αρχή μιας νέας φούσκας που προετοιμάζουν τα κερδοσκοπικά κεφάλαια, ιδιαίτερα γύρω από τις πρώτες ύλες και το πετρέλαιο, όταν ακόμη η χρηματοοικονομική αγορά λειτουργεί με το χρεοκοπημένο ρυθμιστικό κενό που έκανε το σύστημα ευάλωτο και επικίνδυνα ασταθές. Τελικά η παγκόσμια ανάκαμψη δεν θα προκύψει ούτε από τις εξελίξεις στην Κίνα ούτε από επικοινωνιακές ενέσεις αισιοδοξίας. Θα προκύψει όταν η πραγματική οικονομία στις ισχυρές χώρες αρχίσει να απομακρύνεται από τα χαμηλά επίπεδα στα οποία συρρικνώνεται σήμερα. Η πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι θολή και η έξοδος από την ύφεση, όπως και το αποτέλεσμα, θα εξαρτηθεί τόσο από τα εξαιρετικά έντονα σημερινά προβλήματα της οικονομίας όσο και από το πολιτικό μάνατζμεντ και τη διαχείριση της κρίσης, που ακόμη είναι αποσπασματικά ή και άγνωστα. Η πολιτική έχει να απαντήσει σε τρία μεγάλα προβλήματα σε σχέση με την ανάκαμψη και τη μετάβαση σε μια μετά την κρίση εποχή.

Το πρώτο αφορά τα δημοσιονομικά, τα οποία έχουν πάρει οδυνηρές διαστάσεις και θα καθορίσουν τις οικονομικές επιδόσεις και τις πολιτικές επιλογές για περισσότερα χρόνια. Το δεύτερο αφορά την ανταγωνιστικότητα, η οποία ήδη πριν από την κρίση είχε επιδεινωθεί σημαντικά, συμπιέζοντας προς τα κάτω τους ρυθμούς μεγέθυνσης. Πίσω από αυτήν κρύβεται η άρνηση της πολιτικής να λειτουργήσει με τους κανόνες της ΟΝΕ. Το τρίτο αφορά την ανάγκη πολιτικών πραγματικού εξορθολογισμού και μεταρρυθμίσεων σε περισσότερους τομείς, με κορυφαίο τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και τη λειτουργία της πολιτικής εξουσίας. Ενα σύστημα όπου συνδυάζονται ταυτόχρονα εκτεταμένη διαφθορά, ανικανότητα, παραλογισμός και αβυσσαλέα κενά πολιτικού πραγματισμού για τα «συλλογικά συμφέροντα» της χώρας βρίσκεται πλέον αντιμέτωπο με κρίσιμα εμπόδια στην πορεία για μια έξοδο από την κρίση.

Η υπέρβαση της σημερινής κρίσης δεν μπορεί να στηριχθεί πλέον στη νοσηρή αύξηση της δημόσιας και της ιδιωτικής κατανάλωσης με εξωτερικό δανεισμό. Απαιτούνται επενδύσεις που θα βελτιώσουν την παραγωγική ικανότητα και την ανταγωνιστικότητα, με έμφαση στην εκπαίδευση, τις υποδομές, τα ποιοτικά στοιχεία της παραγωγής, την καθολική ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών στις οικονομικές διαδικασίες, το θεσμικό πλαίσιο και τη δυνατότητα παραγωγικών πρωτοβουλιών «από τα κάτω», όλα αυτά απαλλαγμένα από την ασφυκτική γραφειοκρατική και πολιτική παρέμβαση και διαφθορά. Η εξωστρέφεια, οι εξαγωγές, η σύνδεση με τη δυναμική των διεθνών αγορών και τις διεθνείς επενδύσεις αποτελούν στόχους που έχουν τεθεί στο περιθώριο. Ξένες επενδύσεις αντί να έρχονται, φεύγουν, όπως στη δεκαετία του 1970 και του 1980. Στην ουσία, για να μετατραπεί η αισιοδοξία σε πραγματικότητα απαιτούνται «αλλαγές υποδείγματος» (paradigm shift). Το παραγωγικό σύστημα ήταν ο μεγάλος χαμένος μιας μακράς περιόδου, στη διάρκεια της οποίας στην άσκηση πολιτικής κυριάρχησαν τα χρηματιστηριακά deals, οι ιδιωτικοποιήσεις με στόχο τα κέρδη των παικτών και όχι την παραγωγική και ανταγωνιστική αναδιάρθρωση, η έμφαση σε μια πλασματική οικονομία. Χωρίς μια μετατόπιση της έμφασης στο τι, πόσο και πώς παράγουμε στον σημερινό κόσμο, ο μεγάλος κίνδυνος είναι να βγει η διεθνής οικονομία από την κρίση και η Ελλάδα να περιστρέφεται γύρω από τα ελλείμματα, τον πληθωρισμό, τα έκτακτα μέτρα, μια άτυπη στάση πληρωμών του κράτους στο εσωτερικό (για φάρμακα, ιατρική φροντίδα, συντάξεις, σχολεία, μισθούς) και τον συνεχή στιγματισμό και απαξίωση της χώρας και των συμφερόντων της στην ευρωζώνη, στις διεθνείς αγορές και στη διεθνή σκηνή συνολικότερα. Με άλλα λόγια οι πολιτικές της περιόδου αυτής θα είναι πολύ περισσότερο καθοριστικές για τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη της χώρας απ΄ ό,τι οι διεθνείς τάσεις ανάκαμψης.

Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός.