Επί 19 χρόνια η Δύση (Αμερική και Ευρώπη) απέφευγε να δώσει απάντηση σε ένα καίριο ερώτημα στρατηγικής σημασίας: Ποιος είναι ο ρόλος που καλείται να παίξει η μετασοβιετική Ρωσία, παγκοσμίως και σε ευρωπαϊκό επίπεδο; Πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν δύστροπος εταίρος ή σαν στρατηγικός αντίπαλος; Παρ΄ όλο που το ερώτημα απέκτησε ιδιάζουσα σημασία κατά το διάστημα του σύντομου πολέμου της Ρωσίας με τη Γεωργία, η Δύση δεν έδωσε οριστική απάντηση. Κατά την άποψη των Ανατολικοευρωπαίων, του Ηνωμένου Βασιλείου και της κυβέρνησης Μπους, η απάντηση είναι «στρατηγικός αντίπαλος». Ωστόσο οι περισσότεροι Ευρωπαίοι προτιμούν το «δύστροπος εταίρος». Και οι δύο απόψεις έχουν ένα κοινό μειονέκτημα: καμία δεν έχει τύχει διεξοδικής επεξεργασίας σε βάθος.

Αντιμετωπίζοντας τη Ρωσία σαν στρατηγικό αντίπαλο- και η παλινόρθωση της Μεγάλης Ρωσίας από τον Βλαντίμιρ Πούτιν εκεί οδηγεί – η Δύση θα πρέπει να αλλάξει ριζικά τον τρόπο που προσεγγίζει τη Μόσχα.

Μπορεί η Ρωσία να μην είναι η υπερδύναμη που ήταν επί σοβιετικής εποχής, παραμένει όμως μια ισχυρή δύναμη τουλάχιστον στην Ευρώπη και στην Ασία. Για τη διευθέτηση των πολυάριθμων περιφερειακών αντιπαραθέσεων (Ιράν, Μέση Ανατολή, Αφγανιστάν/Πακιστάν, Κεντρική Ασία, Βόρεια Κορέα) και την αντιμετώπιση παγκόσμιων προκλήσεων (κλιματική αλλαγή, αφοπλισμός, έλεγχος εξοπλισμών, μη διάδοση πυρηνικών, ενεργειακή ασφάλεια), η συνερ γασία με τη Ρωσία είναι απαραίτητη.

Μια στρατηγική αντιπαράθεση με τη Μόσχα, ένας νέος «μίνι ψυχρός πόλεμος», θα υποβάθμιζε αυτή την ημερησία διάταξη ή, το λιγότερο, θα περιέπλεκε τρομερά την ενεργοποίησή της. Επομένως τίθεται το απλό ερώτημα για το μέγεθος του κινδύνου που μπορεί να προέλθει από τη Ρωσία: Είναι άραγε τόσο μεγάλος, ώστε να δικαιολογεί τον επαναπροσανατολισμό της τακτικής της Δύσης; Πιστεύω ότι η απάντηση είναι «όχι».

Οι εξαγγελίες του Πούτιν περί μεγάλης δυνάμεως και η ανάλογη πολιτική του δεν έχουν έρεισμα. Στερούνται οποιασδήποτε σημασίας σε εποχές όπου οι τιμές του πετρελαίου πέφτουν κάτω από τα 40 δολάρια το βαρέλι. Και αυτό το γνωρίζει πολύ καλά.

Βέβαια η Ρωσία διατηρεί τη θέση της ως μόνιμου στρατηγικού παράγοντα στην Ευρώπη και στην Ασία λόγω της γεωπολιτικής θέσης και του δυναμικού της, γεγονός που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Συνεπώς η ένταξή της ως στρατηγικού εταίρου είναι προς το συμφέρον της Δύσης. Για να γίνει όμως αυτό, χρειάζεται μια δυτική πολιτική βασισμένη σε μακροπρόθεσμες προοπτικές, που να ασκείται με αυτοπεποίθηση και από θέσεως ισχύος, διότι το Κρεμλίνο εκλαμβάνει κάθε ένδειξη αδυναμίας και διαφωνιών σαν κίνητρο για επιστροφή στην πολιτική της Μεγάλης Ρωσίας.

Βασικός στρατηγικός στόχος της Μόσχας είναι η αποδυνάμωση, ακόμη και η κατάργηση, του ΝΑΤΟ, διότι το θεωρεί αντιρωσική στρατιωτική συμμαχία. Επιδιώκει επίσης την αποκατάσταση των παλαιών ζωνών επιρροής της στην Ανατολική Ευρώπη και στην Κεντρική Ασία. Εδώ όμως ο Πούτιν κάνει ένα μεγάλο λάθος. Ολοι αυτοί οι στόχοι του είναι απαράδεκτοι για τη Δύση. Και το Κρεμλίνο δεν εννοεί να καταλάβει ότι η μόνη εγγύηση για τη διαιώνιση του ΝΑΤΟ ήταν, είναι και θα είναι η επιθετική εξωτερική πολιτική της Ρωσίας.

Η Δύση οφείλει να μην απορρίψει την επιθυμία της Ρωσίας να γίνουν νέες διαπραγματεύσεις για το ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας. Ισα ίσα, που πρέπει να θεωρηθεί σαν ευκαιρία για να δοθεί μια απάντηση στο βασικό ερώτημα για τη θέση της Ρωσίας μέσα στην Ευρώπη.

Στο σημείο αυτό το ΝΑΤΟ πρέπει να παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, δεδομένου ότι η ύπαρξή του θεωρείται απαραίτητη από τη συντριπτική πλειονότητα των Ευρωπαίων και των Αμερικανών. Το τίμημα που θα μπορούσε να ζητηθεί από τη Ρωσία είναι η αναγνώριση των αρχών και των θεσμών που ισχύουν στη μετασοβιετική ευρωπαϊκή τάξη, συμπεριλαμβανομένου του ΝΑΤΟ, και όλα αυτά να ισχύσουν και στη Ρωσία, η οποία θα μπορούσε έτσι να αναλάβει σημαντικό ρόλο μέσα στο ΝΑΤΟ, μη αποκλειομένης και της μελλοντικής ένταξής της ως πλήρους μέλους.

Γιατί όμως δεν σκεφτόμαστε να μετεξελίξουμε το ΝΑΤΟ σε ένα πραγματικά ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας που να περιλαμβάνει και τη Ρωσία; Τότε θα άλλαζαν οι ρόλοι στο παιχνίδι. Και θα καθίστατο δυνατή η επίτευξη πληθώρας στρατηγικών στόχων: ευρωπαϊκή ασφάλεια, αντιπαραθέσεις μεταξύ γειτόνων, ενεργειακή εξασφάλιση, μείωση εξοπλισμών κτλ. Ενα τόσο θαρραλέο βήμα θα μεταμόρφωνε το ΝΑΤΟ. Και, ακόμη περισσότερο, θα μεταμόρφωνε τη Ρωσία.

Προφανώς, μια τέτοια προσέγγιση προϋποθέτει δύο πράγματα που δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή. Πρώτον, μια κοινή διατλαντική άποψη ως προς την αντιμετώπιση της Ρωσίας. Και, δεύτερον, μια Ευρωπαϊκή Ενωση που να ενεργεί με μεγαλύτερη σύμπνοια- άρα ισχυρότερη. Οπωσδήποτε το ζήτημα της Ρωσίας δεν επιτρέπει άλλες αναβολές. Διότι, απλούστατα, είναι τεράστιο το διακύβευμα.

Ο κ. Γιόσκα Φίσερ, ηγετικό στέλεχος των γερμανών Πρασίνων επί σχεδόν 20 έτη, διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας και αντικαγκελάριος από το 1998 ως το 2005.