Τις «απόψεις ενός ανθρώπου που έχει ασχοληθεί με τις διεθνείς σχέσεις από τη σκοπιά πολλών διαφορετικών χωρών και ο οποίος,παρ΄ ότι δεν εμπλέκεται προσωπικά στην πολιτική,έχει εδώ και πολλές γενιές την πολιτική στο αίμα του» παρουσίασε ο κ.Βασίλης Μαρκεζίνης,μιλώντας χθες σε εκδήλωση του Ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης,με θέμα «Ο κόσμος αλλάζει.Ποιος όμως το έχει προσέξει;».

«Το Βήμα» δίνει ορισμένα αποσπάσματα από την εξαιρετικού ενδιαφέροντος ομιλία του.

Στην εποχή μας ελάχιστα έχουν μελετηθεί οι συνέπειες του γεγονότος ότι ο αμερικανικός ήλιος ανέτειλε σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Μια χώρα ανθρώπων τολμηρών, καλόβουλων, μεγαλόψυχων, θεοσεβούμενων, εργατικών αλλά και «τοπικιστών» εκτοξεύθηκε στη θέση της υπερδύναμης λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και στη θέση της μόνης παγκόσμιας υπερδύναμης μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Αυτό που βιώνουμε σήμεραόσο και αν θορυβηθούν ορισμένοι από αυτή τη δήλωση- είναι απλώς το αποτέλεσμα: ο ήλιος ανέτειλε και δύει χωρίς μεσημβρίαν.

Ασφαλώς η δύση αυτή εξελίσσεται αργά ως διαδικασία. Επιπλέον δεν είναι ούτε ειδυλλιακή ούτε γαληνευτική, όπως είναι συνήθως η δύση του ηλίου. Η διαδρομή της αμερικανικής δύναμης είναι, από ιστορικής απόψεως, βραχεία· η δε παρακμή της, σε γενικές γραμμές, αυτοπρόκλητη. Η επανεμφάνιση της Ρωσίας στη διεθνή σκηνή- εξαιτίας, εν πολλοίς, του νεοαποκτηθέντος ενεργειακού πλούτου- αποτελεί μια νέα εξέλιξη η οποία έχει ήδη αρχίσει να περιστέλλει την αμερικανική ηγεμονία. Μάλιστα οι υπέρμαχοι της άποψης ότι η δύναμη αναχαιτίζει τη δύναμη θα θεωρήσουν ιδιαίτερα θετική αυτή την εξέλιξη.

Ωστόσο στην παρακμή της Αμερικής έχει επίσης συμβάλει η ύβρις που εδώ και καιρό διαπράττει η ίδια η χώρα. Και η αμερικανική ύβρις συνοδεύεται επιπλέον από την ανεξέλεγκτη δύναμη, τη λατρεία της οικονομικής απληστίας, την επιλογή μη χαρισματικών ηγετών, την αδιαμφισβήτητη πεποίθηση ότι η τεχνολογική ισχύς είναι το μόνο απαραίτητο στοιχείο για την επιτυχία, και, τέλος, την υποτίμηση της ακαταδάμαστης δύναμης του νου και του πνεύματος του ανθρώπου. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που ένας αποφασισμένος μουτζαχεντίν μπορεί να είναι τόσο δραστικός όσο και ένας τηλεκατευθυνόμενος πύραυλος τεχνολογίας λέιζερ. Στις ΗΠΑ έχουμε δει αυτή τη φιλοσοφία της «επιθετικότητας» να εκδηλώνεται κατ΄ επανάληψη και σε άλλους τομείς του δημόσιου βίου, πέραν του πολέμου. Ως νομικός θλίβομαι πρωτίστως για την παρακμή του αμερικανικού ανθρωπισμού στους τομείς του δικαίου και των νομικών θεσμών, παρακμή συντελούμενη εν ονόματι της στρατιωτικής υπεροχής, η οποία με τη σειρά της χρησιμοποιείται κατ΄ ουσίαν για να βοηθήσει την αμερικανική οικονομική υπεροχή να αναπτύξει βαθιές ρίζες και στο εξωτερικό, ιδίως δε στη Μέση Ανατολή. Οταν ήμουν νεότερος η Αμερική εθεωρείτο υπόδειγμα δημοκρατίας. Ασφαλώς την εποχή εκείνη οι Αμερικανοί εξακολουθούσαν να συμπεριφέρονται άσχημα προς τους μαύρους και άνισα προς τις γυναίκες. Διεξήγαν, ωστόσο, ελεύθερες εκλογές, απήλαυον ελευθερίας του Τύπου, έδωσαν τη δυνατότητα σε έναν φιστικοπαραγωγό και έναν ηθοποιό να γίνουν αρχηγοί κράτους ενώ επίσης τη δεκαετία του ΄60 είχαν ένα συνταγματικό δικαστήριο το οποίο εξέδωσε μια σειρά αξιοθαύμαστες αποφάσεις που προωθούσαν την ελευθερία και επηρέασαν, έκτοτε, διάφορα συνταγματικά δικαστήρια σε πολλές άλλες χώρες. Σήμερα όμως η Αμερική είναι η χώρα του «εκτελεστικού προνομίου», η χώρα του Γκουαντάναμο, η χώρα της «extraordinary rendition» (κατ΄ ουσίαν, μιας de facto απαγωγής πολιτών προς ανάκριση), η χώρα που χρησιμοποιεί την ίδια της τη νομοθεσία για να κατασκοπεύει τους πολίτες της σε μαζική κλίμακα.

Θεωρώ ότι κάθε διανοούμενος δύσκολα θα μπορούσε να αρνηθεί ότι τα τελευταία χρόνια το Ισραήλ αποτελεί παράγοντα αστάθειας στη Μέση Ανατολή. Ενα τμήμα της παλαιστινιακής και της μεσανατολικής κοινότητας αρνείται πράγματι να αναγνωρίσει στο Ισραήλ αυτό καθαυτό το δικαίωμα ύπαρξης, είναι όμως ευνόητο ότι η στάση τους αυτή δεν είναι απλώς απαράδεκτη αλλά τροφοδοτεί και ακραίες αντιδράσεις από πλευράς Ισραήλ.

Παρά το γεγονός ότι το Ισραήλ πλήρωσε με κάποιες απώλειες το αντίτιμο της (αρκετά) πρόσφατης εισβολής του στον Λίβανο, ελάχιστες είναι οι ενδείξεις ότι έχει αλλάξει τακτική. Επιπλέον το γεγονός ότι η Αμερική παρείχε πρόσφατα στο Ισραήλ επιπρόσθετη στρατιωτική βοήθεια, αξίας 30 δισ. δολαρίων, σημαίνει πιθανώς ότι ούτε και η τακτική της Αμερικής έχει αλλάξει.

Μπορεί άραγε να αποκλειστεί πλήρως αυτό το είδος βίας; Είναι μάταιο να εικάζουμε, δεδομένου ότι η τελική απόφαση ανήκει σε άλλους, οι οποίοι, κατ΄ εμέ τουλάχιστον, είναι άνθρωποι τελείως απρόβλεπτοι. Σκεφθείτε όμως την κατάσταση στη Βόρεια Κορέα. Πριν από μερικά χρόνια η χώρα εθεωρείτο εστία επικείμενης κρίσης και σήμερα, έπειτα από προσεκτικές διπλωματικές κινήσεις, φαίνεται έτοιμη να βρει μια λύση. Δεν θα μπορούσαμε άραγε να πούμε το ίδιο και για τη θέση που πρέσβευε ο Χανς Μπλιξ προτού ξεκινήσει ο πόλεμος στο Ιράκ; Ορθώς έλεγε τότε πως δεν υπήρχαν όπλα μαζικής καταστροφής στο Ιράκ.

Ας αναφέρουμε δύο πρόσφατες εξελίξεις οι οποίες ενισχύουν την ανησυχία μου για το γεγονός ότι η εξωτερική πολιτική της Χίλαρι Κλίντον αναφορικά με το Ισραήλ και τη Μέση Ανατολή δεν θα είναι και τόσο διαφορετική από την αντίστοιχη πολιτική του προέδρου Μπους. Αν ευσταθούν όσα λέω, κατά πόον η εξάρτηση της κυρίας Κλίντον από το ισραηλινό λόμπι στις ΗΠΑ αποτελεί καλό οιωνό για μιαν αλλαγή στην εξωτερική πολιτική της χώρας της;

Ο πρόεδρος Μπους διέδωσε πρόσφατα αυτή την άποψη, όταν, κατά τρόπο διόλου πειστικό, συνέκρινε το τι συνέβη στην Καμπότζη και στο Λάος μετά την αμερικανική ήττα στο Βιετνάμ με το τι θα συνέβαινε αν οι Αμερικανοί έφευγαν από το Ιράκ εσπευσμένα και απρογραμμάτιστα. Εδώ ακριβώς εισέρχεται η Ρωσία στην όλη υπόθεση. Ωστόσο η συμμετοχή της Ρωσίας δεν είχε επιτραπεί εξαρχής, καθ΄ ότι τα αμερικανικά οικονομικά συμφέροντα, και ειδικότερα οι αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες, επεδίωκαν ανέκαθεν να κρατήσουν τη Ρωσία εκτός.

Ο αποκλεισμός της Ρωσίας ήταν εξαρχής εσφαλμένος, όπως εσφαλμένη ήταν και η απόφαση της Αμερικής να μη λάβει υπόψιν τις ενστάσεις που εξέφρασαν η Γαλλία και η Γερμανία όταν άρχισε ο πόλεμος. Την περίοδο εκείνη όμως οι Αμερικανοί είχαν ακόμη τη δυνατότητα να μη δίνουν σημασία στη Ρωσία και πράγματι τη χλεύαζαν και την ταπείνωναν σε κάθε πιθανή ευκαιρία, μην προβλέποντας- άλλο ένα σφάλμα πρόβλεψης – ότι η Ρωσία επρόκειτο να επανέλθει στο προσκήνιο και μάλιστα υπό τη σκληρή ηγεσία του κ. Πούτιν. Πλέον όμως η κατάσταση έχει αλλάξει και, αν μη τι άλλο, οι Αμερικανοί χρειάζονται σήμερα τη Ρωσία πολύ περισσότερο. Δυστυχώς οι ρωσοαμερικανικές σχέσεις έχουν φθάσει στο ναδίρ τους.

Ανέλυσα πρόσφατα αυτό το θέμα σε άρθρο μου στην εφημερίδα «Τhe Guardian», ισχυριζόμενος ότι η πιο ενεργή συμμετοχή της Ρωσίας (και της Ευρώπης) στα πράγματα, από κοινού με τις ΗΠΑ, θα μπορούσε να συμβάλει στον έλεγχο, αν όχι και στον σχετικό κατευνασμό της σημερινής στάσης του Ιράν (υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι το Ιράν δεν θα έχει εν τω μεταξύ βομβαρδιστεί!) καθώς και να βοηθήσει στη διατήρηση της ακεραιότητας του Ιράκ μέσω της αποτροπής κάθε προσπάθειας της Τουρκίας να αποσταθεροποιήσει τον κουρδικό Βορρά. Ασφαλώς τα πράγματα μπορεί να μην εξελιχθούν όπως προβλέπω. Λύση μπορεί να βρεθεί και να διαρκέσει μόνον εφόσον επιτευχθεί ένας συμβιβασμός στον οποίο καμία πλευρά δεν είναι κερδισμένη και καμία πλευρά δεν είναι χαμένη. Λύση σημαίνει περιορισμός της ανεξέλεγκτης εξουσίας και επιρροής· σημαίνει συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι πρέπει να επιτρέψουμε στα πολιτικά καθεστώτα της Μέσης Ανατολής να αναδύονται και να διαμορφώνονται κατά τρόπο φυσιολογικό, οργανικό. Σημαίνει επίσης ότι πρέπει εμείς οι ίδιοι να δείξουμε σεβασμό προς τα ανθρώπινα δικαιώματα προτού απαιτήσουμε από τους άλλους να κάνουν το ίδιο.

Ο διάλογος για τον οποίο μιλώ πρέπει προφανώς να περιλαμβάνει και το Ιράν. Πρέπει πράγματι να περιλαμβάνει ολόκληρο το φάσμα των επιδεινούμενων προβλημάτων. Δεν πρέπει να στηρίζεται σε προκαθορισμένους όρους και απειλές. Παράλληλα πρέπει να επιδιώκει την επίτευξη μιας μορφής συμφιλίωσης βασισμένης στη λογική της ανεκτικότητας και της ελευθερίας. Ολα αυτά μπορεί να ακούγονται υπερβολικά ή κοινότοπα. Η κατάσταση όμως που ίσχυε μέχρι σήμερα περιοριζόταν ανέκαθεν από τις ακραίες και ανεδαφικές απαιτήσεις που προέβαλλαν και οι δύο πλευρές. Δεν μπορούμε να λύσουμε ένα πρόβλημα αν πρώτα δεν αρχίσουμε να το βλέπουμε καθαρά. Πολλές φορές τούτο σημαίνει ότι θα χρειαστεί να καταρρίψουμε τις προκαταλήψεις και τους μύθους που θολώνουν την όρασή μας. Αυτό όμως δεν είναι καθόλου απλό, διότι, αν είναι δύσκολο να δημιουργήσει κανείς μύθους, είναι σχεδόν αδύνατον να τους καταστρέψει. Αν μας απέδειξαν κάτι τα τελευταία τέσσερα με έξι χρόνια είναι ότι μόνη της η ηγετική δράση των ΗΠΑ δεν είναι διόλου αξιόπιστη, παρά τα πολυάριθμα προτερήματα του αμερικανικού λαού και τα επιτεύγματα της αμερικανικής τεχνολογίας.

Είναι αναγκαίο να ληφθούν δύσκολες αποφάσεις.

Μία από τις βασικές δυσκολίες για τη λύση όλων αυτών των προβλημάτων είναι ότι η Αμερική πιστεύει πως την παρουσία ή την επέμβασή της- η κυρία Κλίντον την ονόμασε ηγετική δράση [leadership]- ο κόσμος εξακολουθεί να την έχει ανάγκη. Θα ευχόμουν να ήταν πιο προσεκτικοί οι προεδρικοί σύμβουλοι και να ενημέρωναν την αμερικανική ηγεσία για τη σοβαρότατη διάβρωση που έχουν υποστεί τόσο η εικόνα της όσο και η δημοτικότητά της.

Ωσπου να φύγει αυτή η ομίχλη από τη διεθνή σκηνή, σκόπιμο θα ήταν για τις μικρότερες χώρες να καλλιεργούν φιλικές σχέσεις με όλους τους μείζονες δρώντες του παγκόσμιου πολιτικού γίγνεσθαι. Κατά κάποιον τρόπο η πολιτική αβεβαιότητα είναι σαν την οικονομική αβεβαιότητα: όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, καλό είναι να μη βάζεις όλα σου τα αβγά σε ένα καλάθι. Εχω την αίσθηση και την ελπίδα ότι η Ελλάδα κινείται προς αυτή την κατεύθυνση.

Ο κ. Β. Μαρκεζίνης είναι νομικός, βασιλικός νομικός σύμβουλος της Βρετανίας, φέρει τον τίτλο τού sir, είναι εταίρος της Βρετανικής Ακαδημίας και αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών Αθηνών, Παρισίων, Ρώμης (Lincei), Βελγίου και Ολλανδίας.