Οποια και αν είναι η άμεση εξέλιξη στη νέα κρίση του Λιβάνου, με ή χωρίς απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, είναι φανερό ότι οι εξελίξεις δεν αφορούν μόνο το Ισραήλ και τους άμεσα εμπλεκόμενους. Ο Εχούντ Ολμέρτ είπε ανοικτά ότι το Ισραήλ «βρίσκεται σε πόλεμο με τη Συρία και το Ιράν» και πολλοί διεθνείς παρατηρητές θεωρούν ότι στην πραγματικότητα έχουμε έναν νέο πόλεμο των ΗΠΑ «δι’ αντιπροσώπου».


Στη διεθνή σκακιέρα εκτυλίσσονται δυναμικά και συγκρουσιακά η επιδίωξη της παγκόσμιας ηγεμονίας από τις ΗΠΑ και η επιδίωξη ανάσχεσης και δημιουργίας ζωνών επιρροής από τους άλλους ισχυρούς.


Σε αυτή τη μακρά – από ό,τι φαίνεται – μεταβατική περίοδο, από την ασφάλεια του διπολισμού σε μια νέα παγκόσμια ισορροπία, πολλαπλασιάζονται οι κίνδυνοι περιφερειακών συγκρούσεων στις κλασικές ζώνες – όπως είναι η Μέση Ανατολή – αλλά ενδυναμώνονται και οι κίνδυνοι στις περιοχές ασταθούς ισορροπίας, όπως είναι τα Βαλκάνια, ο Καύκασος, η κουρδική ζώνη κτλ.


H Ελλάδα εναπέθεσε – και ορθά – ένα μεγάλο τμήμα της στρατηγικής της ασφάλειας στη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. H κρίση του Λιβάνου έδειξε, όμως, ότι ο μέγας διεθνής απών είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση. Καθώς λοιπόν – και για απροσδιόριστο διάστημα – η Ευρωπαϊκή Ενωση θα αντιμετωπίζει τη βαθιά κρίση συνοχής, καθώς η ένταξή μας στο ΝΑΤΟ δεν παρέχει τις αναγκαίες εγγυήσεις ως προς τις ειδικές απειλές εθνικής ασφάλειας στην Ελλάδα – και κατά μείζονα λόγο στην Κύπρο – τότε, φωτίζονται διαφορετικά δύο κρίσιμες πτυχές των εθνικών αποφάσεων: οι επιλογές για την Οικονομία και οι επιλογές για την Αμυνα.


H Οικονομία για την Ελλάδα είναι προϋπόθεση και εγγύηση της εθνικής ασφάλειας και κύριος μοχλός μιας αποτελεσματικής εξωτερικής πολιτικής.


Μια ισχυρή, εξωστρεφής Οικονομία, που διασφαλίζει έναν σημαντικό ρόλο των ελληνικών επιχειρήσεων – δημόσιων και ιδιωτικών – στα Βαλκάνια και στις χώρες του Καυκάσου, μια Οικονομία, που δεν τελεί υπό αμφισβήτηση και υπό επιτήρηση στην ευρωζώνη, είναι η καλύτερη εγγύηση σταθερότητας και ασφάλειας στην περιρρέουσα αστάθεια της περιοχής μας.


Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική για την Οικονομία δεν ξεπουλά τον εθνικό πλούτο, ούτε θεωρεί άκριτα ότι ξένοι επενδυτές, που αγοράζουν δημόσιες ή και ιδιωτικές επιχειρήσεις, λύνουν το πρόβλημα της ανάπτυξης για λογαριασμό της Ελλάδας.


Ο ΟΤΕ ή η Εθνική Τράπεζα στα χέρια ξένων ιδιωτών δεν θα είναι μόνον οικονομικό λάθος, αλλά και βαριά ανάσχεση δυνατοτήτων δράσης ως προς αναγκαίες προτεραιότητες της χώρας.


Εχουμε ανάγκη από μια ανάπτυξη στηριγμένη σε «εθνικούς πρωταθλητές», κατά την προσφυή διατύπωση του Θόδωρου Καρατζά, που να στέκουν ισότιμα στον διεθνή ανταγωνισμό.


Και είναι ανάγκη να αντιλαμβανόμαστε με αυτόν τον τρόπο την εθνική οικονομία, γιατί, προσθέτως, στο παρόν αλλά και στο ορατό μέλλον, η Ελλάδα θα πρέπει να διαφυλάξει τη θέση της και τα συμφέροντά της στηριγμένη σε μια ισχυρή εθνική αποτρεπτική δύναμη. Αυτό σημαίνει ότι η Οικονομία, μαζί με την ευημερία και την κοινωνική συνοχή, πρέπει να διασφαλίζει και ισχυρή εθνική άμυνα.


Αυτά, προφανώς, διαφεύγουν από τον κ. Καραμανλή, τον κ. Αλογοσκούφη και όσους θεωρούν το ξεπούλημα χρήσιμη εθνική πολιτική.


Ο κ. Πέτρος Ευθυμίου είναι βουλευτής B´ Αθήνας, συντονιστής Οικονομίας του ΠαΣοΚ.