Αν και ζούμε στην εποχή όπου η συστηματική συντήρηση και αναστήλωση των μνημείων είναι εμπεδωμένος θεσμός κρατικής φροντίδας διεθνώς, η ιστορία των μνημείων εξακολουθεί να είναι μια ιστορία παρακμής και παρατεταμένης εγκατάλειψης. Στην Ελλάδα η δράση για τα κατάλοιπα της αρχαιότητας υπολείπεται πάντοτε των λόγων για τα προγονικά κλέη, αλλά η αναστηλωτική δουλειά στην αθηναϊκή Ακρόπολη που συνεχίζεται πάνω από είκοσι χρόνια τώρα είναι μια λαμπερή εξαίρεση. Οσοι επείγονται να τελειώσει απλώς δεν κατανοούν ότι αναστηλωτικές παρεμβάσεις και συντηρητικές επεμβάσεις είναι πράγματα που χρειάζονται τους ρυθμούς τους: τα προβλήματα είναι πολυσύνθετα και αυτοί που τα αντιμετωπίζουν έχουν επίγνωση ότι η προσωπική δουλειά – θεωρητική, πρακτική, καλλιτεχνική – πρέπει να διαπλέκεται σε συλλογικό διεπιστημονικό επίπεδο για να προχωρήσει, συχνά ανεπαίσθητα για το ανυπόμονο βλέμμα του αδαούς, και να συνεισφέρει το ίχνος της στην ιστορία του μνημείου. Υπάρχουν όμως και οι στιγμές όταν το αισθητό ολοκληρώνεται και τότε η ικανοποίηση των τρίτων είναι κάποιο είδος ανταμοιβής για εκείνους που μόχθησαν αθόρυβα για την πραγματοποίησή του.


Μια τέτοια στιγμή ήρθε τον περασμένο μήνα με την ολοκλήρωση και έκθεση του ιωνικού κιονόκρανου των Προπυλαίων από την ομάδα τού επί πάνω από είκοσι χρόνια αναστηλωτή των Προπυλαίων, αρχιτέκτονα Τάσου Τανούλα. Διεθνώς καταξιωμένος, ο Τανούλας έχει πίσω του ένα πολύ σημαντικό ερευνητικό και αναστηλωτικό έργο πάνω στην αρχιτεκτονική της κλασικής αρχαιότητας. Πριν από χρόνια η Αρχαιολογική Εταιρεία εξέδωσε τη διδακτορική του διατριβή για τις μεσαιωνικές φάσεις των Προπυλαίων, ένα μνημειώδες έργο – σημείο αναφοράς έκτοτε της διεθνούς βιβλιογραφίας για την ιστορία της αθηναϊκής Ακρόπολης, ενώ μεταγενέστερα δημοσιεύματα και διαλέξεις του σε αμερικανικά και ευρωπαϊκά πανεπιστήμια αφήνουν εξαιρετικές εντυπώσεις. Ενδειξη του κύρους που απολαύει μεταξύ των ομοτέχνων του είναι το ότι ήταν ο ομιλητής στη Διάλεξη Ράνσιμαν του King’s College στο Λονδίνο τον Νοέμβριο του 2004 με θέμα την «Ιστορία και αναστήλωση των Προπυλαίων». Με βάση τη μελέτη αποκατάστασης που ο ίδιος εκπόνησε, και κάτω από τη διαρκή επίβλεψή του, δούλεψαν οι καλλιτέχνες του μαρμάρου, οι Τηνιακοί Γιώργος Δεσύπρης και Αριστείδης Κλάδιος, με βοηθούς τους τον Ιάκωβο Κλάδιο και τον Ροβέρτο Βιδάλη. Δύο χρόνια χρειάστηκαν για να φιλοτεχνηθεί το ακριβές αυτό αντίγραφο που ανήκει στη δυτική αίθουσα του μνημείου και θα τοποθετηθεί στη θέση του σε δύο περίπου μήνες, αφού προηγουμένως προσφέρει από πολύ κοντά (in situ θα απέχει δέκα μέτρα από το έδαφος) την απόλαυση της αριστοτεχνίας του στους επισκέπτες των Προπυλαίων. Στο μεταξύ παρουσιάζεται, πολύ πιο κοντά στον θεατή, πάνω σε τρεις μόνον σπονδύλους.


Εμβληματικό αρχιτεκτονικό μέλος, το ιωνικό κιονόκρανο είναι από τα παραδειγματικά στοιχεία των αρχαίων ρυθμών με βάση τα οποία καθορίστηκαν στους νεότερους χρόνους τα κριτήρια του κλασικού, επομένως κάθε αναμέτρησης των μεταγενέστερων καλλιτεχνών με τις καταγωγικές μορφές της δυτικής τέχνης. Αναρίθμητες είναι οι αναβιώσεις του στην ιστορία της αρχιτεκτονικής, αρκεί κανείς να αναφέρει τη ρωμαϊκή, την αναγεννησιακή και τη νεοκλασική αρχιτεκτονική του 18ου και του 19ου αιώνα. Εκείνο όμως που κάνει το συγκεκριμένο κιονόκρανο μοναδικό είναι ότι αναπαράγει με ακρίβεια τη γεωμετρική μορφή και τις γλυπτικές λεπτομέρειες, όπως τονίζει ο Τανούλας. Τα μεγάλα στυλ που προαναφέρθηκαν εμπνεύστηκαν ή μιμήθηκαν τον ιωνικό ρυθμό, ενώ στην περίπτωση του κιονόκρανου των Προπυλαίων ο σκοπός του σχεδιασμού επέβαλε την απόλυτη ακρίβεια προς το αρχαίο πρότυπο. Και αυτό είναι το επίτευγμα: κοιτώντας το αντιλαμβάνεσαι αμέσως ότι δεν βρίσκεσαι μπροστά σε μια επιτυχημένη άσκηση επιστημονικής ακρίβειας και τεχνικής επιδεξιότητας αλλά ότι ο σχεδιασμός ήταν έργο ενός καλλιτέχνη, όπως είναι στην πραγματικότητα ο Τανούλας, και η αριστοτεχνική εκτέλεση ήταν έργο καλλιτεχνών, όπως είναι στην πραγματικότητα οι τηνιακοί λαξευτές του.


Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.