Το 2002 ένα μουσείο ονομαζόμενο «Το Σπίτι του Τρόμου» εγκαινιάστηκε στη Βουδαπέστη. Στεγάζεται σε ένα εντυπωσιακό κτίριο του ύστερου δέκατου αιώνα, στον αριθμό 60 της οδού Αντράσσυ, ενός από τους ομορφότερους δρόμους της πόλης. Οπως δηλώνει όμως και το όνομά του, δεν είναι ένα όμορφο μουσείο. Σύμφωνα με το ενημερωτικό του φυλλάδιο, το «Σπίτι του Τρόμου» είναι ένα μουσείο αφιερωμένο «στα θύματα του τρόμου», στους άνδρες και στις γυναίκες που βασανίστηκαν «κατά τη διάρκεια της ναζιστικής και της κομμουνιστικής δικτατορίας» ενώ φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως χώρος μνήμης «για τις δύο πιο τραγικές περιόδους της ουγγρικής ιστορίας του 20ού αιώνα».


H επιλογή του κτιρίου δεν είναι τυχαία. Σε αυτό στεγάζονταν διαδοχικά τα γραφεία του ουγγρικού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος κατά την περίοδο 1937-1944, οι φυλακές του ναζιστικού καθεστώτος το 1944 αλλά και τα γραφεία και οι φυλακές της αστυνομίας του κομμουνιστικού καθεστώτος κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960. Μέσα σε μια υποβλητική ατμόσφαιρα με κατατονική μουσική, ζωντανές αφηγήσεις που προβάλλονται σε τηλεοπτικές οθόνες, ηχητικά ντοκουμέντα, φωτογραφίες και έντυπο υλικό, οι επισκέπτες καλούνται να περιδιαβούν έναν ανατριχιαστικό χώρο ψυχρών γραφείων, ανήλιαγων κελιών, αποπνικτικών δωματίων ανακρίσεων και βασανιστηρίων. H φρίκη πραγματικά διαπερνά το δέρμα σαν την υγρασία ενώ τα βλέμματα στις εκατοντάδες φωτογραφίες των ανθρώπων που πέρασαν από ‘κεί μπορούν να στοιχειώσουν εφιάλτες. H έξοδος από το μουσείο, στους όμορφους δρόμους και στις γέφυρες της Βουδαπέστης, φαντάζει σχεδόν σαν έξοδος από τον θάνατο προς τη ζωή. Το μουσείο επιμένει ότι «η διπλή δικτατορία των ναζί και των κομμουνιστών» είναι η πιο τρομακτική εμπειρία της Ουγγαρίας στον 20ό αιώνα.


Ως εδώ καλά, θα πει κανείς. Γιατί να μην αποτυπωθεί η βία του ολοκληρωτισμού και γιατί να μη μνημονευθούν τα θύματα μιας τραγικής ιστορικής περιόδου; Το μουσείο όμως δεν κέρδισε ούτε την αποδοχή της ουγγρικής κοινωνίας ούτε καθολική συναίνεση, όπως θα αναμενόταν ίσως σε μια χώρα με τις εμπειρίες της Ουγγαρίας κατά την περίοδο του υπαρκτού σοσιαλισμού. Για πολλούς Ούγγρους η έκθεση φωτογραφιών (με τα ονοματεπώνυμα) των ιδίων ή συγγενών τους ως «συνεργατών του κομμουνισμού» ήταν μια εξαιρετικά δυσάρεστη έκπληξη. Είδαν ανάμεσά τους φωτογραφίες ανθρώπων που συντάχθηκαν με τους κομμουνιστές ή έγιναν κομμουνιστές στη διάρκεια του αντιφασιστικού αγώνα και οι οποίοι αποστασιοποιήθηκαν, διαφώνησαν και ήλθαν σε ανοιχτή σύγκρουση με το καθεστώς αργότερα. Διερωτήθηκαν για ποιο λόγο οι φωτογραφίες των «συνεργατών του κομμουνισμού» συγκεντρώθηκαν με περισσή φροντίδα και επιμέλεια ενώ οι αντίστοιχες των ναζιστών και φιλοναζιστών ήταν σχετικά περιορισμένες σε αριθμό. Προβληματίστηκαν για το γεγονός ότι το μεγαλύτερο τμήμα της έκθεσης είναι αφιερωμένο στην εμπειρία του κομμουνισμού ενώ ένα σαφώς μικρότερο μέρος εστιάζει στη ναζιστική περίοδο.


Οι εντονότερες όμως αντιδράσεις προήλθαν από τις εβραϊκές κοινότητες. Σε μια χώρα στην οποία διώχθηκαν ή εξοντώθηκαν περίπου 550.000 Εβραίοι (μαζί βεβαίως με τσιγγάνους και άλλους «απόβλητους») η σχετική υποβάθμιση του γεγονότος σε ένα μουσείο αυτού του είδους προκάλεσε πολλά ερωτήματα. Ακόμη περισσότερα ερωτήματα προκάλεσε το γεγονός ότι η εξόντωση των Εβραίων της Ουγγαρίας αποδόθηκε σχεδόν αποκλειστικά στη «ναζιστική δικτατορία» ενώ η ιστορία του αντισημιτισμού στη χώρα είναι μακρά και θλιβερή και οι συνεργάτες των γερμανών ναζί ουκ ολίγοι.


Πολλοί Ούγγροι, Εβραίοι και μη, αντιμετώπισαν με οδύνη και αποτροπιασμό το γεγονός ότι γίνονται αναφορές σε πλήθος Εβραίων ως «συνεργατών των κομμουνιστών», κυρίως επειδή η ένταξη Εβραίων – όπως άλλωστε και μη Εβραίων – στο κομμουνιστικό στρατόπεδο κατά τη δεκαετία του 1940 ήταν μια πολιτική επιλογή άμεσα συνδεδεμένη αφενός με τον αγώνα κατά του ναζισμού και αφετέρου με οράματα που πόρρω απείχαν από τις πραγματικότητες του σταλινισμού. Οι φόβοι για την ενεργοποίηση αντισημιτικών ανακλαστικών, που θα τροφοδοτούσαν μια ερμηνεία του κομμουνισμού σύμφωνα με το παλιό, προσφιλές και ανθεκτικό σενάριο της «εβραϊκής συνωμοσίας», ξύπνησαν και πάλι. Ιδιαίτερα δε επειδή το μουσείο εγκαινιάστηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του 2002, με το κυρίαρχο τότε συντηρητικό κόμμα, ενθουσιώδη θιασώτη του εγχειρήματος, να υιοθετεί έναν ακραίο εθνικιστικό και σε ορισμένες περιπτώσεις αντισημιτικό λόγο. Οι αντιδράσεις που το «Σπίτι του Τρόμου» προκάλεσε στην Ουγγαρία δεν έχουν ακόμη καταλαγιάσει. Εναλλακτικά σχέδια για τον επανασχεδιασμό και τη μετατροπή του σε «τόπο μνήμης και συμφιλίωσης» βρίσκονται υπό συζήτηση. H μικρή ιστορία των αντιδράσεων όμως που αγκαλιάζει τη μεγάλη ιστορία που αφηγείται το μουσείο, έτσι όπως επέλεξε να την αφηγηθεί, δεν είναι χωρίς σημασία. Οπως δεν είναι χωρίς σημασία η μικρή ή η μεγαλύτερη ιστορία των αντιδράσεων για το περίφημο ευρωπαϊκό μνημόνιο περί των «εγκλημάτων των κομμουνιστικών καθεστώτων» με την οποία έχει ορισμένες αναλογίες. Το «Σπίτι του Τρόμου» στη Βουδαπέστη και το μνημόνιο στην Ευρωβουλή δείχνουν ότι ζούμε σε μια εποχή που οι λογαριασμοί μας με τον περασμένο αιώνα όχι μόνο δεν έχουν τελειώσει αλλά στοιχειώνουν τον ορίζοντα.


H ιστορία του 20ού αιώνα όμως δεν μπορεί να γίνει ένας χώρος όπου προσερχόμαστε ελαφρά τη καρδία για να ξεθάψουμε θλιβερά φιλοσταλινικά ανακλαστικά ή για να αναδιατυπώσουμε τις ανεκδιήγητες και σχεδόν νευρωτικές αντικομμουνιστικές ρητορείες της ψυχροπολεμικής περιόδου τόσο στην Ελλάδα όσο και σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και κοινωνίες με τις ιδιαίτερες και διακριτές εμπειρίες τους. Είναι μια πυκνή, σύνθετη και επώδυνη ιστορία ανθρώπων και ιδεών, οραμάτων ζωής και πολιτικών θανάτου που μάλλον δεν λύνεται με μαθητικού επιπέδου εξισώσεις του ναζισμού με τον κομμουνισμό. Για να μη γίνει η Ευρώπη ένα «σπίτι του τρόμου» όπου η απλούστευση φλερτάρει με την banalité. Και για να μην απομείνουν τελικά κάποιοι Εβραίοι στην Ουγγαρία να μας θυμίζουν τι σήμαινε κάποτε αντιφασιστικός αγώνας και ποιοι ακριβώς και με ποιο τίμημα τον διεξήγαγαν.


H κυρία Εφη Γαζή είναι επίκουρη καθηγήτρια της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.