Σε προηγούμενη επιφυλλίδα με θέμα «H «νέα» ιστορία των Βαλκανίων» (8.2.2004) είχαμε διερευνήσει τους όρους και τα όρια συγγραφής μιας κοινής βαλκανικής ιστορίας, στο πλαίσιο της γενικής επαναθεώρησης του παρελθόντος που χαρακτηρίζει τα μετακομμουνιστικά Βαλκάνια. Τα βασικά ερωτήματα που είχαμε αφήσει ανοικτά αφορούσαν τους τρόπους με τους οποίους μια «νέα» ιστορία των Βαλκανίων εντάσσεται στην ευρωπαϊκή ιστορία, τα χαρακτηριστικά μιας περιφερειακής βαλκανικής ιστορίας και τις δυνατότητες συγγραφής μιας τέτοιας ιστορίας.


Στο μεταξύ μεσολάβησαν μια νέα αναζωπύρωση των συγκρούσεων στο Κόσοβο και η απόρριψη του Σχεδίου Αναν από τους Ελληνοκύπριους. Παρ’ όλο που τα δύο αυτά συμβάντα είναι απομακρυσμένα και δεν μοιάζουν να συνδέονται μεταξύ τους, μας προειδοποιούν για βαθύτερες αντιπαλότητες μεταξύ των εθνών της περιοχής μας, οι οποίες ενσωματώνουν και την ερμηνεία για το συλλογικό παρελθόν. Στην περίπτωση του Κοσόβου, οι διεκδικήσεις βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στα λεγόμενα «ιστορικά δίκαια» και επομένως η ερμηνεία της ιστορίας εργαλειοποιείται με πολιτικούς στόχους στο παρόν. Καμία μεταρρύθμιση συνεπώς, η οποία θα θίγει την ουσία του κυρίαρχου αυτο-προσδιορισμού, δεν μπορεί να είναι εφικτή.


H «διεθνής κοινότητα» κράτησε μια εν μέρει αφελή και ιεραποστολική στάση απέναντι σε αυτά τα ζητήματα, επιχειρώντας την «αλλαγή» σε αυτό που νόμιζε πως είναι «βαλκανική νοοτροπία». Υπήρχαν βεβαίως και – προφανείς ή αφανείς – πολιτικές σκοπιμότητες πίσω από αυτήν τη μεταρρυθμιστική επιχείρηση στον χώρο της εκπαίδευσης και της συγγραφής της ιστορίας. H διεθνής «παρανόηση» οφειλόταν σε πολλούς λόγους. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, η Νοτιοανατολική Ευρώπη είχε στιγματιστεί με τον αρνητικά φορτισμένο χαρακτηρισμό της «βαλκανικότητας». Αποτελεί παραδοξότητα ότι, δεδομένης της παγκόσμιας βιαιότητας που χαρακτηρίζει τον 20ό αιώνα, τα Βαλκάνια θεωρήθηκαν ως το κατεξοχήν σύμβολο της ωμότητας των συγκρούσεων ενώ η ιστορία τους ερμηνεύθηκε ως ένα είδος Sonderweg. Στην πραγματικότητα, τα Βαλκάνια, με το πολυπολιτισμικό παρελθόν και παρόν, ανάμεσα σε διαφορετικές θρησκευτικές, γλωσσικές και πολιτισμικές παραδόσεις, χώρος επικαλύψεων από το σλαβικό, τον ισλαμικό, το μεσογειακό και τον κεντροευρωπαϊκό κόσμο, οριοθετούν με τον πιο εύγλωττο τρόπο τη νέα ευρωπαϊκότητα. Αλλά και όλη η ιστορική τους πορεία – των εθνικιστικών συγκρούσεων συμπεριλαμβανομένων – είναι κατανοητή μόνο στο πλαίσιο των συνολικών οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών εξελίξεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο.


Μια άλλη αιτία «παρανοήσεων» είναι το γεγονός ότι η διεθνής εικόνα για την ιστορία της περιοχής στηριζόταν στο έργο ξένων ιστορικών, ενώ το έργο των γηγενών, λόγω του γλωσσικού φράγματος, σπάνια άγγιζε το δυτικό κοινό. Μετά το 1989, εξάλλου, η βαλκανική ιστοριογραφία που πρόβαλλε ως «καινοτόμα» προσανατολίστηκε προς τις περιθωριακές και αποσιωπημένες όψεις της ιστορίας (καθημερινή ζωή, προφορική ιστορία, ιστορική ανθρωπολογία κ.λπ.) παραμελώντας έτσι τα «μείζονα» ζητήματα που δίχαζαν τους λαούς. H αδιαφορία αυτή δεν είναι πάντα αθώα. Πίσω από το άλλοθι της μεθοδολογικής καινοτομίας υποκρύπτεται συχνά μια βούληση διαφυγής από τα «ευαίσθητα» και αμφισβητούμενα θέματα. Οι συνέπειες της αδιαφορίας είναι πολύ πιο σοβαρές γιατί αφήνεται με αυτό τον τρόπο ο χειρισμός των μεγάλων ιστοριογραφικών ζητημάτων και των κρίσιμων ιδεολογικά ερμηνειών στους «παραδοσιακούς» ιστορικούς και στα MME.


Τα ερωτήματα συνεπώς επανέρχονται. Μπορούμε να γράψουμε μια κοινή βαλκανική ιστορία; Υπάρχει μια βαλκανική φαντασιακή κοινότητα την οποία θα εκφράσει αυτή η ιστορία; Αν δεν υπάρχει, είναι υπό κατασκευή; Μπορεί να εργαλειοποιηθεί και με ποιους στόχους; Ποιος θα καθορίσει το περιεχόμενο της νέας αυτής κοινής ιστορίας; Και πώς μπορεί αυτή η ιστορία να ενταχθεί σε μια παιδαγωγική στρατηγική που θα συμβάλλει στην αποκρυπτογράφηση και κατανόηση του σύγχρονου βαλκανικού κόσμου;


Είναι προφανές ότι στην περίπτωση των Βαλκανίων η συγγραφή μιας ιστορίας προϋποθέτει κάποια προαπαιτούμενα: την αποδοχή ενός ελάχιστου ποσοστού βαλκανικότητας ως στοιχείου ταυτότητας από κάθε εθνο-πολιτισμική κοινότητα της περιοχής και την αποδοχή της συνέχειας τόσο στο χρόνο όσο και στο χώρο. Είναι εν τούτοις γνωστό ότι οι διάφοροι λαοί της περιοχής – πλην των Βουλγάρων – απορρίπτουν σθεναρά κάθε βαλκανικότητα, επιλέγοντας τους δικούς τους δρόμους της απευθείας σύνδεσης με το κοινό ευρωπαϊκό παρελθόν. Αφετέρου, όπως γράφει η Maria Todorova, «δεν υπήρξε ποτέ κοινή βαλκανική ταυτότητα. Στην καλύτερη περίπτωση, υπήρχε η άλλοτε ρομαντική και άλλοτε απρόθυμη αναγνώριση πολιτισμικών ομοιοτήτων που συσσωρεύτηκαν με την πάροδο των αιώνων και οι οποίες κάποτε παίρνουν τη μορφή μιας αμυντικής κοινής αντίδρασης προς μια ταυτότητα που αποδίδεται απ’ έξω». Εφόσον λοιπόν δεν υπάρχει βαλκανική ταυτότητα, δεν υπάρχει λόγος και να την κατασκευάσουμε. Το ξαναγράψιμο της ιστορίας, που ούτως ή άλλως αποτελεί μια δυναμική διαδικασία, δεν χρειάζεται να στηρίζεται σε μια καινούρια κατασκευή. Μπορεί όμως να στηρίζεται σε μια επαναθεώρηση των εθνικών ιστοριών μέσα από το πρίσμα της ανάδειξης ομοιοτήτων και της κατανόησης των διαφορών. H συγκριτική ιστορία δεν σημαίνει σύγκριση μόνο με ό,τι υπάρχει εκτός των Βαλκανίων (δηλαδή με τη Δυτική Ευρώπη) αλλά και σύγκριση εντός της περιοχής μεταξύ των εθνών και των εθνοτήτων που την κατοικούν. H ανάδειξη των διαφορών δεν υπονομεύει την ενότητα και τη συνύπαρξη. Συνήθως βέβαια πιστεύουμε ότι η ανοχή προς τον «άλλο», τον «διαφορετικό» θα πρέπει να εμπνέεται από την αποδοχή των ομοιοτήτων που έχουμε. Εν τούτοις, όπως γράφει η Sylviane Agacinski, «το να ζούμε μαζί θεμελιώνεται στην ικανότητά μας να κάνουμε συμβιβασμούς και όχι στην υποθετική αρχή μιας φυσικής αρμονίας».


H κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.