O υπουργός Πολιτισμού της Ιταλίας Giuliano Urbani έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα το περιεχόμενο ενός σχεδίου νόμου 14 άρθρων με τίτλο «Νόμος-πλαίσιο για την αρχιτεκτονική ποιότητα». Ο νόμος αναγνωρίζει την πολιτισμική σημασία της αρχιτεκτονικής ενώ επισημαίνει το ζήτημα της σχέσης της με το περιβάλλον και την επιτακτική ανάγκη προστασίας του.


Είναι ωστόσο δυνατόν να οριστεί η ποιότητα διά νόμου; Είναι το ωραίο μετρήσιμο είδος; Αναζητούμε, και δικαίως, την ποιότητα στα υλικά αγαθά και στις υπηρεσίες, αλλά πώς είναι δυνατόν να την θεσμοθετήσουμε όσον αφορά τα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής που σχεδιάζεται σήμερα και που θα οικοδομηθεί αύριο; Είναι άλλωστε δυνατόν ένα κτίριο ή μια οδογέφυρα να έχουν πράγματι κατασκευαστεί με άριστα υλικά και με επαρκή στατικό υπολογισμό, αλλά να προσβάλλουν ομοίως το περιβάλλον και την αισθητική μας αντίληψη. Και εδώ ανακύπτει το παλιό πρόβλημα: Ποιος δικαιούται να ασκεί την αισθητική αξιολόγηση και με ποια κριτήρια; Σε μια ελεύθερη και «δημοκρατική» κοινωνία κάθε είδους έκφραση είναι θεμιτή.


Στο σημείο αυτό θα πρέπει να θυμίσουμε ότι το ζήτημα του ελέγχου ποιότητας του «κοινωνικού ρυθμού» έρχεται από πολύ μακριά, και αφορά ακριβώς ό,τι συνηθίσαμε να θαυμάζουμε περισσότερο, για παράδειγμα τα ιστορικά κέντρα των μεσαιωνικών ιταλικών πόλεων. H συνείδηση της ιθαγένειας, η πεποίθηση της συμμετοχής σε μια συνεκτική πολιτισμική και οικονομική κοινότητα (civitas), η αντίληψη της αντιπροσωπευτικότητας της αστικής εικόνας, η επιδίωξη άσκησης εξουσίας στον ευρύτερο χώρο, επέβαλαν ήδη από τον 12ο αιώνα αυστηρούς δημοτικούς μηχανισμούς ελέγχου των οικοδομικών δραστηριοτήτων των ιδιωτών προς όφελος του συνόλου. H ποιότητα, διαφορετική αλλά ομοιογενής, των ιστορικών κέντρων της Σιένας ή της Βενετίας δεν οφείλεται σε μια ανεξέλεγκτη οικοδομική δραστηριότητα των ιδιωτών αλλά στη συστηματική επιτήρηση των «αξιωματούχων αισθητικής», σε μια διαδικασία δηλαδή εκπαίδευσης προς μια κοινή και αναγνωρίσιμη αντίληψη του ωραίου, αποδεκτή από ένα κοινωνικό σώμα για το οποίο η ελλιπής συμμόρφωση αποτελούσε ένδειξη αναξιοπρέπειας και υποβάθμισης.


H κοινωνία και η συνοχή της όμως άλλαξε, και μαζί με αυτήν και η αντίληψη για την πόλη και τα κτίρια, μια αντίληψη δίχως αναστολές και ενδοιασμούς μπροστά σε μια γενικότερα αποδεκτή αντίληψη του γούστου, την οποία κανείς δεν είναι πλέον σε θέση όχι μόνο να επιβάλει αλλά απλώς να υπαγορεύσει. Το πρόβλημα εμφανίστηκε και στην Ελλάδα πριν από αρκετά χρόνια: ήδη το 1929 ο Z. Παπαντωνίου έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για τον τρόπο οικοδόμησης της Αθήνας και για τη χρήση του χώρου και του τοπίου της Αττικής, ενώ προχωρούσε στην ακόλουθη σύσταση: «Ιδρύσατε συμβούλιον καλαισθητικής εποπτείας των πόλεων και των τοπίων, σώμα ωχυρωμένον νομοθετικώς ώστε να έχη την ανωτάτην εξουσίαν επί της μορφής των Αθηνών και των υπαίθρων τόπων της Ελλάδος και να δένη τα χέρια των ιδιωτών και του κράτους, προ παντός του κράτους!». Το 1933 θεσμοθετείται πράγματι από τον υπουργό Συγκοινωνίας I. Ράλλη η «Επιτροπή Ελέγχου Αισθητικής», ενώ το 1937 ιδρύεται η «Αρχιτεκτονική Επιτροπή» στο πλαίσιο του υπουργείου Διοικήσεως Πρωτευούσης με αντικείμενο τη γνωμοδότηση σε ζητήματα δημόσιας αισθητικής. H αποτελεσματικότητα των επιτροπών αυτών υπήρξε εξαιρετικά περιορισμένη.


Με την επίκληση του τελικού στόχου, που δεν είναι άλλος από τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών, το νομοσχέδιο του ιταλού υπουργού επιχειρεί γι’ άλλη μια φορά να αντιμετωπίσει το πρόβλημα μέσω της υιοθέτησης συγκεκριμένων μέτρων. Ενισχύει κατά κύριο λόγο τη διαδικασία των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών με τη δημιουργία ενός ειδικού ταμείου χρηματοδότησής τους, από το οποίο μπορούν να αντλήσουν τόσο οι δημόσιοι φορείς όσο και οι ενδιαφερόμενοι ιδιώτες, ενώ ενθαρρύνει τη συμμετοχή των νεότερων αρχιτεκτόνων μέσω οικονομικών διευκολύνσεων. Εισάγει τον θεσμό της αναγνώρισης εκ μέρους του υπουργείου της ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας ενός σύγχρονου αρχιτεκτονικού έργου, η οποία κοινοποιείται στον αρχιτέκτονα, στον ιδιοκτήτη και στον οικείο δήμο, ενώ προβλέπει τον έλεγχο ενδεχόμενων μετατροπών του έργου με δυνατότητα άρσης της αναγνώρισης.


Θεσμοθετεί τη βράβευση δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων που προώθησαν την πραγματοποίηση σημαντικών αρχιτεκτονημάτων, ενώ χρηματοδοτεί την αποκατάσταση όσων συμπλήρωσαν δεκαετία από την ανέγερση. Στα κτίρια αναγνωρισμένης αξίας προβλέπεται η τοποθέτηση πινακίδας με το όνομα του αρχιτέκτονα, του ιδιοκτήτη και του κατασκευαστή, ενισχύεται η δημοσιοποίηση, και μέσω του Διαδικτύου, του καταλόγου των έργων που απολαμβάνουν την επιβράβευση, ενώ επεκτείνεται η νομοθεσία των πνευματικών δικαιωμάτων στο πεδίο της αρχιτεκτονικής. Σε συνεργασία επίσης με το υπουργείο Παιδείας προβλέπεται η εισαγωγή στα σχολεία μαθημάτων σχετικών με την αρχιτεκτονική, πολεοδομική και περιβαλλοντική κουλτούρα. Το υπάρχον ιταλικό Κέντρο τεκμηρίωσης και αξιοποίησης σύγχρονης τέχνης δραστηριοποιείται στον τομέα επίσης των αρχείων αρχιτεκτονικής σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, ενώ προωθεί πολιτισμικές εκδηλώσεις σχετικές με την αρχιτεκτονική: για τον σκοπό αυτό χρηματοδοτείται με το ποσόν των 16 εκατομμυρίων ευρώ για τη διετία 2004-2005. Για την πραγματοποίηση του συνόλου των στόχων του νομοσχεδίου τα υπουργεία Πολιτισμού, Μεταφορών και Παιδείας συνεργάζονται με στόχο τη σύσταση ενός ιδρύματος για την αρχιτεκτονική ποιότητα και το δομημένο περιβάλλον και σκοπούς ερευνητικούς και συμβουλευτικούς προς δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς.


Πολλές από τις παραπάνω ιδέες δεν είναι ούτε πρωτότυπες ούτε καταλυτικής σημασίας για την αντιμετώπιση του προβλήματος που έχει ως ένα βαθμό να κάνει και με ένα ζήτημα «δημοκρατικής αδράνειας», το οποίο κάποτε ευνοεί απλώς την ασυδοσία. Στον τόπο μας μάλιστα τα ζητήματα αυτά έχουν τεθεί και επιχειρείται ως ένα βαθμό να αντιμετωπιστούν από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς με τρόπο αναπόφευκτα αποσπασματικό. Είναι γι’ αυτό σημαντικό το γεγονός ότι το ιταλικό κράτος αποδεικνύει την ευαισθητοποίησή του, δίνει ένα σαφές δημόσιο μήνυμα σχετικό με τη σημασία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής και επιχειρεί, ακόμη και με ανάλογες δεσμεύσεις για το ίδιο, να αντιμετωπίσει με μια συνολική δέσμη μέτρων το ζήτημα της ποιότητας του δομημένου χώρου. Καμία πάντως ρύθμιση διά νόμου δεν πρόκειται ποτέ να βάλει τάξη στο κτιστό περιβάλλον, πόσο μάλλον τάξη αισθητικού χαρακτήρα, αν δεν εντάσσεται σε ένα γενικότερο σύστημα κανόνων και αξιόπιστων θεσμών και κυρίως αν δεν το επιδιώξει η ίδια η κοινωνία που αναπτύσσει τη δική της δυναμική και της οποίας η αρχιτεκτονική ποιότητα αποτελεί πολιτισμική αντανάκλαση και πιστό καθρέφτη.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Από τις εκδόσεις Νεφέλη κυκλοφορεί το βιβλίο του «H αρχιτεκτονική και η κριτική».