Ορισμένες ιδέες που πριν από το 1981 είχαν μικρή διάδοση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα αποτελούν πια κοινό τόπο. Αφορούν το πώς αντιλαμβάνονται πολλοί τον ρόλο του κράτους, την έννοια «δημοκρατία», τον ρόλο του ξένου παράγοντα και τη διεθνή θέση της Ελλάδας. Είναι ιδέες τόσο κοινές ώστε από πολλούς να θεωρούνται αυταπόδεικτες αφετηρίες για την ερμηνεία των πολιτικών εξελίξεων. Δεν είναι δομές του νου ούτε νοοτροπίες, αλλά υποδοχές («καλούπια») δεδομένων. Ποιες είναι οι ιδέες που κυρίως εξαιτίας της εμφάνισης του ΠαΣοΚ και της μακρόχρονης παραμονής του στην εξουσία έχουν περάσει από το επίπεδο του περιεχομένου του πολιτικού μηνύματος σε εκείνο του τρόπου που πολλοί αντιλαμβάνονται τα πολιτικά πράγματα και πώς άλλαξαν οι ιδέες από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 με την αλλαγή στην ηγεσία του; Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν η επισκευή της κοινωνίας, η ιδιωτική αντίληψη της δημοκρατίας, η αμφίθυμη πρόσληψη του ξένου και, ως νήμα που συνδέει όλα αυτά, η ιεράρχηση των πολιτικών προτεραιοτήτων.


Ανάμεσα στις ιδέες που κόμισε η «Αλλαγή» ξεχωρίζει η ανακάλυψη ότι η κοινωνική μεταβολή είναι δυνατή χάρη στην πολιτική δράση. Γνωστή στους παλιούς αριστερούς η ιδέα ότι η κοινωνία μπορεί να αλλάξει διά μέσου της πολιτικής ενέπνευσε τη στράτευση πολλών στο ΠαΣοΚ, το πρώτο (με εξαίρεση το ΚΚΕ) «κόμμα μαζών» στην ελληνική ιστορία. Η ιδέα αυτή εκδηλώθηκε με την εξαγγελία μεταρρυθμίσεων σε πολλούς τομείς πολιτικής και την επιφόρτιση του κράτους με την πραγματοποίησή τους. Επρόκειτο για σχεδιασμένη παρέμβαση στην κοινωνία και επισκευή της. Μεταξύ 1981 και 1989 ο παραδοσιακά κεντρικός ρόλος του κράτους ενισχύθηκε καθώς η επίκληση της κρατικής αρωγής, ακόμη και για προσωπικά ή τοπικά θέματα, έγινε αυτόματη ανακλαστική αντίδραση μεγάλων μερίδων του πληθυσμού.


Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 το νέο ΠαΣοΚ προσπαθεί να πείσει ότι το κράτος πρέπει να έχει μόνον επιτελικό ρόλο. Ο ρόλος του συνίσταται στη χάραξη των γραμμών πάνω στις οποίες καλείται να τροχιοδρομήσει η ιδιωτική πρωτοβουλία, στην παρέμβαση μόνον εκεί όπου δημιουργούνται βλαπτικές συνέπειες για το κοινωνικό σύνολο και στην υποκίνηση της καχεκτικής κοινωνίας πολιτών. Αντιστοίχως η κύρια ιδεολογική μετατόπιση είναι ότι οι επιχειρηματικές και μη κυβερνητικές πρωτοβουλίες δεν αντιμετωπίζονται αυτόματα με καχυποψία. Ανάμεσα στις πιο πρόσφατες ιδέες για την επισκευή της κοινωνίας μόνον αυτή η τελευταία φαίνεται να έχει ήδη εδραιωθεί.


Δεύτερη ξεχωρίζει η ιδέα ότι δημοκρατία σημαίνει κάτι περισσότερο από περιοδικές εκλογές: σημαίνει μεγαλύτερη κοινωνική ισότητα και ευρύτερη πολιτική συμμετοχή. Η εύλογη αυτή αντίληψη συναντάται ως προσδοκία στις σύγχρονες κοινωνίες κατά τη διαδικασία του εκδημοκρατισμού τους. Στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’80 η κοινωνική ισότητα μεταφράστηκε σε σποραδική, αν και συχνά μόνον ονομαστική, ενίσχυση του εισοδήματος των φτωχότερων στρωμάτων και σε μείωση της ψαλίδας ανάμεσα στους υψηλούς και χαμηλούς μισθούς στο Δημόσιο. Η πολιτική συμμετοχή αφορούσε κυρίως όσους ήσαν «πολιτικά αποκλεισμένοι» από τις προηγούμενες συντηρητικές κυβερνήσεις. Κάποτε η συμμετοχή εξελίχθηκε σε συνδιοίκηση, σύμπραξη της «κορυφής» με τη συνδικαλιστικά οργανωμένη «βάση» στη διοίκηση μιας επιχείρησης ή μιας υπηρεσίας. Μάλιστα ερμηνεύθηκε μονοσήμαντα, ως διεκδίκηση δικαιωμάτων καθ’ ομάδες, χωρίς αίσθηση προσφοράς προς το σύνολο και αποσυνδέθηκε από την κοινωνική ευθύνη. Επιτείνοντας ένα παραδοσιακό χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας, οι κινητοποιήσεις κονιορτοποιήθηκαν, έγιναν ατομικές και συντεχνιακές και διοχετεύθηκαν μέσα από τους πελατειακούς μηχανισμούς. Οι τελευταίοι επί ΠαΣοΚ απέκτησαν τη μορφή της προώθησης του πολιτικού οπαδού από τον κομματικό μηχανισμό. Τα οφέλη από τη δημοκρατία έγιναν ιδιωτική υπόθεση.


Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 ξεκίνησε μια σταδιακή, ανολοκλήρωτη ακόμη, μετατόπιση του κυρίαρχου αρχικού νοήματος της δημοκρατίας και των συνεπειών της συμμετοχής. Σήμερα η δημοκρατία θεωρείται, μεταξύ άλλων, εξισορρόπηση θεσμών, κατά το αγγλοσαξονικό πρότυπο, και πλαίσιο διαλόγου των κοινωνικών εταίρων. Εχουν δημιουργηθεί νέοι θεσμοί (ανεξάρτητες διοικητικές αρχές) και συστηματικές διαδικασίες (κοινωνικός διάλογος για τις εργασιακές σχέσεις και το ασφαλιστικό σύστημα). Ως προς τη συμμετοχή, στο νέο ΠαΣοΚ άρχισαν να συζητούνται ιδέες για μια νέα συλλογικότητα, η οποία συνδυάζει τη διεκδίκηση δικαιωμάτων με τη μέριμνα για τον σεβασμό των άλλων. Επίσης, ιδέες για κοινωνική δικαιοσύνη μεταξύ όσων έχουν ισχυρή εκπροσώπηση (ελεύθεροι επαγγελματίες, υπάλληλοι ΔΕΚΟ) και όσων έχουν ελάχιστη ή καμία (ιδιωτικοί υπάλληλοι, άνεργοι) καθώς και για αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών. Οι ιδέες αυτές δεν έχουν αποκτήσει στη λαϊκή συνείδηση τη «φυσικότητα» των παλαιότερων ιδεών.


Τρίτη ιδέα της Αλλαγής ήταν ότι εθνική ανεξαρτησία σημαίνει διαφοροποίηση της Ελλάδας από τους δυτικούς υπερ-εθνικούς οργανισμούς στους οποίους επιδίωκε να ανήκει μεταπολεμικά. Η διαφοροποίηση συνδυαζόταν με την ελληνοκεντρική αντίληψη του κόσμου, η οποία βέβαια είχε μακρές ιστορικές ρίζες: οι Ελληνες είναι διαφορετικοί γιατί διαθέτουν παρελθόν λαμπρότερο από το αντίστοιχο άλλων λαών και υφίστανται ιδιάζουσες απειλές και προβλήματα (διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, ένταση με την Τουρκία). Η θετική όψη αυτής της ιδέας ήταν ότι διασπάστηκε το μονοπώλιο της συντηρητικής πολιτικής παράταξης στα εθνικά θέματα. Μετά το 1981, χάρη στο ΠαΣοΚ, μπορούσε κανείς να δηλώνει πατριώτης και να γίνεται σεβαστός ως τέτοιος, χωρίς να είναι δεξιός.


Ωστόσο ως τα μέσα της δεκαετίας του ’90, σε περιόδους εντάσεων στις σχέσεις με γείτονες χώρες και εισροής μεταναστών, ο ελληνοκεντρισμός περιέπεσε σε εθνικισμό. Η αναγωγή της ελληνικής διαφορετικότητας στην πεμπτουσία της διεθνούς παρουσίας της χώρας, στην οποία το παλιό ΠαΣοΚ συνετέλεσε κατ’ εξοχήν, οδήγησε σε αμοιβαία, αν και παροδική, απομάκρυνση ανάμεσα στην Ελλάδα και τον Δυτικό κόσμο. Ο κόσμος όμως άλλαζε ραγδαία προς την αντίθετη κατεύθυνση της εξομοίωσης και διασύνδεσης διαφορετικών μεταξύ τους οικονομιών και πολιτικών συστημάτων. Τα οφέλη από την ευρωπαϊκή ενοποίηση μετέβαλαν σταδιακά την ελληνική ροπή για διαφοροποίηση.


Συνακόλουθα παρατηρήθηκαν δύο μετατοπίσεις παλαιών ιδεών. Πρώτον, η υπόρρητη δυσπιστία προς οτιδήποτε ξένο μετατράπηκε σε αμφιθυμία. Το ίδιο το ΠαΣοΚ και μεγάλα τμήματα του πληθυσμού έγιναν φιλευρωπαϊκά, αλλά τα διάχυτα αισθήματα απέναντι σε άλλους λαούς (Αλβανούς, Αμερικανούς) δεν άλλαξαν πολύ. Δεύτερη μετατόπιση, που οφείλεται στο νέο ΠαΣοΚ, είναι η αντίληψη ότι η ισχύς μιας χώρας μετριέται όχι τόσο με την αμυντική ικανότητα και τους διπλωματικούς αιφνιδιασμούς όσο με την οικονομική ευρωστία. Η υπερηφάνεια για την αντίσταση σε πιέσεις των ξένων μεταμορφώνεται σιγά σιγά σε υπερηφάνεια για την οικονομική αποδοτικότητα. Εν τούτοις ανεργία, θύλακοι φτώχειας στην περιφέρεια, ολιγοπωλιακές συγκεντρώσεις σε ορισμένους κλάδους (κατασκευές, μεταφορές και επικοινωνίες), συγκριτικά χαμηλοί μισθοί και εκτίναξη κερδών μερίδων του κεφαλαίου αποτελούν τη σκοτεινή όψη της νέας πηγής εθνικής ανάτασης. Είναι προβλήματα που συνδέονται μεταξύ τους με τρόπο ώστε η επίλυση του ενός να προκαλεί την επιδείνωση του άλλου. Αρα τίθεται θέμα προτεραιοτήτων. Στη δεκαετία του ’80 εξαγγέλλονταν παράλληλα πολλοί στόχοι, χωρίς τα κατάλληλα μέσα. Η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, κυρίως δε η παρακολούθηση της υλοποίησής τους είναι τρόπος δουλειάς οποιασδήποτε κυβέρνησης επιδιώκει αλλαγές. Και όμως δεν είναι παρά πρόσφατη κατάκτηση του πολιτικού μας συστήματος, ίσως η μόνη από τις νέες υπόρρητες ιδέες που κατάφερε να εκτοπίσει την προκάτοχό της, καθώς κανείς δεν μιλάει πια για «μεταρρύθμιση παντού».


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι λέκτωρ Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.