Ο 20ός αιώνας αποχώρησε αφήνοντας πίσω του μια ανεκτίμητη κοινοκτημοσύνη ιδεών. Οκτώ ιδέες που δοκιμάστηκαν από την Ιστορία, που επικράτησαν, που μετατράπηκαν σε κοινό κτήμα της ανθρωπότητας, που κινούνται πλέον στον χώρο του αυτονόητου και της γενικής παραδοχής. Οκτώ ιδέες που συγκροτούν ταυτοχρόνως μια κοινή γλώσσα για την ανθρωπότητα αλλά και ένα ενιαίο πλαίσιο αναφοράς, υπεράνω πολιτικών και κοινωνικών συστημάτων.


Η ήττα του ολοκληρωτισμού (η οποία ολοκληρώθηκε το 1989) ήταν η καθιέρωση της δημοκρατίας. Την επικαλούνται, πλέον, ακόμη και αυτοί που την αμφισβητούν. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας ο πόλεμος τέθηκε εκτός νόμου, έστω και αν υποκριτικά πλέον κάποιοι πόλεμοι γίνονται στο όνομα της ειρήνης.


Η κοινωνική διάσταση του κράτους ομολογείται και από τους πιο ακραίους φιλελεύθερους. Η διαφωνία εστιάζεται πλέον στον βαθμό και στο επίπεδο της παρέμβασης. Η νεωτερικότητα έχει μετατραπεί σε κυρίαρχο σχέδιο, σε όλον τον πλανήτη, ενώ η επιστήμη, η επιστημονική προσέγγιση, βγαίνει οριστικά νικήτρια ύστερα από τρεις αιώνες αναμέτρησης με τη μεταφυσική.


Την ίδια στιγμή η γυναίκα κατέκτησε την απόλυτη ισότητα με τον άνδρα ­ θα έπρεπε ίσως να αναλογιστούμε ότι τέτοια εποχή, πριν 100 χρόνια, πουθενά οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Και ο έρωτας… Ανίκητος μεν στη μάχη έζησε επί αιώνες στα καλούπια μιας κυρίαρχης ηθικής προτού κατακτήσει την ελευθερία του και το δικαίωμα στη διαφορά.


Η δημοκρατία είναι πολυσημική έννοια. Εχει δηλαδή διάφορες σημασίες ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιείται. Εδώ θα ασχοληθώ με τη λεγόμενη φιλελεύθερη δημοκρατία ­ όπως αυτή αναπτύχθηκε στη Δυτική Ευρώπη τους δύο περασμένους αιώνες.


Από τη σκοπιά της πολιτικής κοινωνιολογίας, η φιλελεύθερη ή κοινοβουλευτική δημοκρατία έχει δύο βασικές διαστάσεις. Τη «φιλελεύθερη» διάσταση του πλουραλισμού και τη «δημοκρατική» διάσταση της συμμετοχής (άμεσης και έμμεσης) του δήμου, του λαού, δηλαδή στο κοινοβούλιο. Το πρόβλημα του πλουραλισμού έχει να κάνει με την ύπαρξη πολλαπλότητας και συγχρόνως ισορροπίας κέντρων δύναμης. Πολλαπλότητα και ισορροπία όχι μόνο στον στενά κομματικό χώρο (ύπαρξη περισσοτέρων του ενός κομμάτων και εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία) αλλά και στον πολιτικοκοινωνικό χώρο (π.χ. ισορροπία δύναμης μεταξύ κοινοβουλίου και του ανώτατου ρυθμιστή του πολιτεύματος, μεταξύ πολιτικών και οικονομικών κέντρων δύναμης κτλ.). Από την άλλη μεριά, το πρόβλημα της συμμετοχής του πολίτη έχει να κάνει όχι μόνο με το αν αυτός ενδιαφέρεται και λαμβάνει μέρος ενεργά στον δημόσιο χώρο. Εχει επίσης να κάνει με έμμεση συμμετοχή του στο κοινοβούλιο μέσω αυτών που τον αντιπροσωπεύουν. Με άλλα λόγια, επειδή στις πολύπλοκες κοινωνίες στις οποίες ζούμε σήμερα η άμεση δημοκρατία δεν είναι εφικτή, το πρόβλημα της «αντιπροσώπευσης» συνίσταται στο κατά πόσον αυτοί που αντιπροσωπεύουν τους πολίτες στο κοινοβούλιο κάνουν καλά τη δουλειά τους ­ δηλαδή κατά πόσον αρθρώνουν και προωθούν αποτελεσματικά τα συλλογικά συμφέροντα αυτών που τους ψήφισαν.


Και η διάσταση του ουσιαστικού και ισόρροπου πλουραλισμού και η διάσταση της αποτελεσματικής συμμετοχής/αντιπροσώπευσης είναι απολύτως αναγκαίες προϋποθέσεις για τη σωστή λειτουργία του κοινοβουλευτισμού. Γιατί όταν υπάρχει έλλειμμα συμμετοχής/αντιπροσώπευσης, τότε περνάμε από την ουσιαστική στη φορμαλιστική δημοκρατία. Περνάμε δηλαδή σε ένα σύστημα όπου, όπως σωστά ανέλυσε ο Robert Michels («Ο σιδηρούς νόμος της Ολιγαρχίας»), η διαμάχη μεταξύ των πολιτικών ελίτ έχει περισσότερο να κάνει με τα δικά τους στενά συμφέροντα και λιγότερο με τα πλατιά συμφέροντα των κοινωνικών ομάδων που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν.


Περνώντας τώρα από τη συμμετοχή/αντιπροσώπευση στο θέμα του πλουραλισμού ­ εδώ όταν υπάρχει έλλειμμα, η πολλαπλότητα των κέντρων δύναμης αμβλύνεται ή εξαφανίζεται. Οπότε οδηγούμαστε σε διαφόρων μορφών αυταρχισμούς: από τον «ελεγχόμενο κοινοβουλευτισμό» (π.χ. το ελληνικό μετεμφυλιακό πολιτικό σύστημα) ως τα ολοκληρωτικά καθεστώτα (ναζιστική Γερμανία, σταλινική Σοβιετική Ενωση). Τα τελευταία καταφέρνουν να καταργήσουν όχι μόνο τον πολιτικό αλλά και τον κοινωνικό πλουραλισμό ­ καταστρέφουν δηλαδή όχι μόνο την κομματική αντιπολίτευση αλλά και την αυτονομία όλων των μη πολιτικών θεσμικών χώρων (εκκλησία, πανεπιστήμιο, πολιτισμικές οργανώσεις κτλ.).


Οι διαφορετικές ερμηνείες


Η φιλελεύθερη δημοκρατία, όπως ήδη ανέφερα, πήρε την πιο προωθημένη μορφή της στη Δυτική Ευρώπη καθώς και σε μερικές πρώην βρετανικές αποικίες (ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία, Ν. Ζηλανδία). Μετά την ήττα των φασιστικών δυνάμεων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με περισσότερο ή λιγότερο επιφανειακό τρόπο, το θεσμικό αυτό πλέγμα εξαπλώθηκε στις χώρες του Τρίτου Κόσμου ­ ενώ μετά την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και την παντελή επικράτηση της αμερικανικής ηγεμονίας η κοινοβουλευτική δημοκρατία αρχίζει να παίρνει μια καθολική, παγκόσμια διάσταση.


Σε ό,τι αφορά την εξήγηση για την εκπληκτική εξάπλωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας σήμερα, οι γνώμες διίστανται. Για μερικούς αναλυτές ο ραγδαίος (αν και αρκετά επιφανειακός) εκδημοκρατισμός που βλέπουμε σήμερα ήταν λίγο-πολύ αναπόφευκτος: όσο οι σύγχρονες κοινωνίες διαφοροποιούνται και γίνονται πιο πολύπλοκες τόσο οι κλειστοί αυταρχικοί τρόποι διακυβέρνησης παύουν να λειτουργούν αποτελεσματικά. Γιατί η κοινωνική διαφοροποίηση δημιουργεί ατομοποίηση στο επίπεδο της προσωπικότητας και εξαιρετικά προηγμένη διαίρεση εργασίας στο επίπεδο της κοινωνικής δομής. Και οι δύο αυτές διαστάσεις δημιουργούν μια γεωμετρικά αυξανόμενη πολυπλοκότητα που απαιτεί (για τον συντονισμό των διαφοροποιημένων θεσμικών χώρων) ένα ευέλικτο και ανοικτό (δηλαδή δημοκρατικό) πολιτικό σύστημα. Με βάση αυτή τη θεωρία, ο γνωστός αμερικανός κοινωνιολόγος Τ. Parsons, για παράδειγμα, προέβλεψε (δύο δεκαετίες πριν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου) ότι τα σοσιαλιστικά/κομμουνιστικά καθεστώτα ή θα ανοίξουν, εκδημοκρατικοποιήσουν το πολιτικό τους σύστημα ή θα αντιμετωπίσουν ραγδαία περιθωριοποίηση ή και κατάρρευση.


Από την άλλη μεριά όμως πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες (π.χ. ο διάσημος ιστορικός κοινωνιολόγος Μ. Mann) διαφωνούν με τον Parsons υποστηρίζοντας ότι η εξάπλωση των δημοκρατικών θεσμών σήμερα έχει περισσότερο να κάνει με συγκυριακούς παρά με δομικούς παράγοντες. Εχει να κάνει δηλαδή με το ότι στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι αντιδημοκρατικές δυνάμεις του Αξονα ηττήθηκαν. Αν αυτές κέρδιζαν τον Πόλεμο, οι αυταρχικές τάσεις που ήταν ήδη ισχυρές στον Μεσοπόλεμο θα συνεχίζονταν και στη μεταπολεμική περίοδο. Με άλλα λόγια, κατά την παραπάνω άποψη η διαφοροποίηση και πιο γενικά ο εκσυγχρονισμός μιας κοινωνίας είναι συμβατός και με δημοκρατικούς και με μη δημοκρατικούς πολιτικούς θεσμούς. Η τεχνολογική και κοινωνική εξέλιξη δεν οδηγεί αναπόφευκτα στη δημοκρατία. Η τελευταία απαιτεί συνειδητούς αγώνες και για την εγκαθίδρυση και για τη στέρεα θεσμοποίησή της.


Το μέλλον της δημοκρατίας


Ανεξάρτητα με τη θέση που μπορεί να πάρει κανείς στην παραπάνω διαμάχη, στο μέλλον η σταθεροποίηση και παραπέρα εμβάθυνση της φιλελεύθερης δημοκρατίας θα εξαρτηθεί από τον τρόπο εξέλιξης της παγκοσμιοποίησης. Οσο το παγκόσμιο σύστημα εξακολουθεί να ρυθμίζεται κατά τον σημερινό τρόπο τόσο η χρηματιστική αναρχία και οι αυξανόμενες ανισότητες θα υποσκάπτουν τους δημοκρατικούς θεσμούς (κυρίως στον «Τρίτο» και στον «Δεύτερο» κόσμο). Με άλλα λόγια, η πιο βασική προϋπόθεση για τη σταθεροποίηση και την εμβάθυνση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι το πέρασμα από το σημερινό, άκρως βάρβαρο, νεοφιλελεύθερο σε έναν πιο πολιτισμένο, νεοσοσιαλδημοκρατικό τρόπο ρύθμισης της παγκόσμιας οικονομίας και κοινωνίας. *


* Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.