Προτού διερευνήσουμε πώς συνδέεται η παγκόσμια ανάπτυξη με τη φτώχεια και την περιβαλλοντική υποβάθμιση πρέπει να πούμε λίγα λόγια για την έννοια της παγκοσμιοποίησης. Οπως έχουν επισημάνει πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες, η παγκοσμιοποίηση δεν είναι νέο φαινόμενο. Σύμφωνα, π.χ., με τον Ε. Wallerstein, η πρώτη παγκόσμια οικονομία εμφανίστηκε ήδη από τον 16ο αιώνα ως ένα σύστημα κρατών που εμπλέκονταν σε οικονομικές ανταλλαγές και ανταγωνισμό χωρίς κανένα από αυτά να είναι ικανό να κυριαρχήσει σε βαθμό που να καταστρέψει τους μηχανισμούς της αγοράς και να επιβληθεί ως imperium. Εκτοτε, φυσικά, η παγκόσμια οικονομία έχει υποστεί βαθιές μεταβολές με σημαντικότερη την εμφάνιση του εθνικισμού και των εθνικών κρατών.


Αυτό που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του σημερινού παγκόσμιου συστήματος είναι, πρώτον, η χωρική του έκταση, το γεγονός ότι έχει πλήρως ενσωματώσει όλες τις γεωγραφικές περιοχές του κόσμου· και, δεύτερον, το πέρασμα από την παγκόσμια παραγωγή αγαθών στην παραγωγή υπηρεσιών (και ειδικότερα χρηματοπιστωτικών). Αυτές οι νέες εξελίξεις είναι αποτέλεσμα τεράστιων προόδων στην ηλεκτρονική τεχνολογία, οι οποίες επέφεραν τη «συμπίεση του χώρου και του χρόνου» και τον γοργό σχηματισμό αυτού που αποκαλείται «παγκόσμιο χωριό».


Αν τώρα εξετάσει κανείς την απόδοση του σημερινού παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, είναι αναμφισβήτητο ότι αυτό έχει δημιουργήσει πρωτοφανή πλούτο. Από την άλλη πλευρά όμως ο πλούτος αυτός έχει κατανεμηθεί πολύ άνισα. Για παράδειγμα, λιγότερα από 12 άτομα στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας του παγκόσμιου χωριού έχουν μεγαλύτερο εισόδημα από αρκετές δεκάδες φτωχές χώρες στη βάση της (σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την παγκόσμια φτώχεια). Σε αυτή την τερατώδη κατανομή οφείλεται, εν μέρει τουλάχιστον, το ότι, παρά τις πιο πρόσφατες τεχνολογικές βελτιώσεις και την εντυπωσιακή αύξηση της παραγωγικότητας, 1,3 δισ. άνθρωποι ­ περίπου το ένα πέμπτο της ανθρωπότητας ­ εξακολουθούν να ζουν σήμερα σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, στερούμενοι επαρκούς τροφής, καθαρού νερού και της στοιχειώδους υποδομής για περίθαλψη και εκπαίδευση.


Σχετικά τώρα με το θέμα που εξετάζουμε, είναι δυνατόν να εντοπίσουμε τρεις κύριους μηχανισμούς που συνδέουν συστηματικά την άνιση παγκόσμια ανάπτυξη με ζητήματα φτώχειας και οικολογίας.


Η κινητικότητα του κεφαλαίου


Με δεδομένη τη μεγάλη κινητικότητα του κεφαλαίου, στις μανιώδεις προσπάθειές τους να μειώσουν το κόστος, οι πολυεθνικές τοποθετούν ένα μέρος των επενδύσεών τους σε χώρες όπου το εργατικό δυναμικό δεν είναι μόνο φθηνό αλλά και ιδιαιτέρως πειθήνιο. Επιπλέον, καθώς οι φτωχές χώρες επιζητούν απεγνωσμένα επενδύσεις, προσπαθούν να ξεπεράσουν η μία την άλλη προσφέροντας στο ξένο κεφάλαιο όχι μόνο τους κατώτερους δυνατούς μισθούς αλλά και την αναστολή κανόνων και περιορισμών που σχετίζονται με ανθρώπινες συνθήκες εργασίας και την προστασία του περιβάλλοντος.


Το αποτέλεσμα αυτού του είδους του διπλού ανταγωνισμού δεν είναι μόνο μια ευρείας κλίμακας καταστροφή στο περιβάλλον αλλά και η καταστροφή ανθρώπινων πόρων (και πάλι σύμφωνα με την έκθεση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, 250 εκατ. παιδιά, αντί να πηγαίνουν στο σχολείο, εργάζονται με πλήρη απασχόληση και συχνά σε απάνθρωπες συνθήκες).


Ενας άλλος σημαντικός μηχανισμός που συνδέει την παγκοσμιοποίηση με τη φτώχεια και την οικολογική καταστροφή έχει να κάνει με πρόσφατες τεχνολογικές και κοινωνικές εξελίξεις στη γεωργία. Η μαζική χρήση χημικών λιπασμάτων και ζιζανιοκτόνων και οι πλέον πρόσφατες ανακαλύψεις στη βιοτεχνολογία και στη γενετική μηχανική έχουν αυξήσει την αγροτική παραγωγικότητα σε τέτοιο βαθμό ώστε φαινόταν ότι θα μπορούσε να εξαφανιστεί η μάστιγα της ανθρώπινης πείνας από όλο τον κόσμο. Ωστόσο η αποκαλούμενη «πράσινη επανάσταση» αποδείχθηκε αυταπάτη. Πέραν της τεχνολογίας, σε ό,τι αφορά την πολιτική οικονομία της παραγωγής τροφίμων, οι αυξανόμενες ανισότητες όσο και η ακραία εξειδίκευση έχουν και πάλι δημιουργήσει μια κατάσταση όπου οι φτωχοί καλλιεργητές είναι σε χειρότερη μοίρα από ό,τι προηγουμένως. Παρ’ ότι η παραδοσιακή αγροτική παραγωγή απέδιδε χαμηλή παραγωγικότητα, συνήθως ο άμεσος παραγωγός είχε τουλάχιστον ένα μικρό κομμάτι γης όπου μπορούσε να καλλιεργεί για ίδια κατανάλωση.


Η «πράσινη επανάσταση» αύξησε πράγματι την παραγωγικότητα και τον πλούτο αλλά, μέσω της κυριαρχίας της μονοκαλλιέργειας και της ταχείας προλεταριοποίησης των αγροτών, οδήγησε σε ακραία ανασφάλεια και σε άθλιες μορφές φτώχειας μεγάλα τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού της υπαίθρου.


Επιπλέον, η γενικευμένη χρήση λιπασμάτων και ζιζανιοκτόνων κατέληξε στις γνωστές μορφές υποβάθμισης του εδάφους, ενώ οι νέες τεχνολογίες παρέμβασης στο DNA φυτών και ζώων δημιουργούν κινδύνους των οποίων τις μακροπρόθεσμες συνέπειες είμαστε ανίκανοι να εκτιμήσουμε.


Συνολικά η διαδικασία της παραγωγής τροφίμων καταδεικνύει μια μετάβαση από την παραδοσιακή ισορροπία μεταξύ χαμηλής παραγωγικότητας, χαμηλού κινδύνου πείνας και χαμηλής οικολογικής καταστροφής σε μια ανισορροπία μεταξύ υψηλής παραγωγικότητας, ακραίων μορφών φτώχειας και εκτεταμένης οικολογικής καταστροφής.


Εμπόδια από τον καταναλωτισμό


Πέραν του παγκόσμιου οικονομικού ανταγωνισμού και της παγκόσμιας αγροτικής παραγωγής, η δημιουργία μιας παγκόσμιας καταναλωτικής κουλτούρας αποτελεί έναν ακόμη σημαντικό μηχανισμό που δημιουργεί εμπόδια όχι μόνο στην αποκατάσταση της ισορροπίας της φύσης αλλά και στην απάλειψη ακραίων μορφών φτώχειας.


Το πρώτο που πρέπει να επισημάνουμε εδώ είναι η τεράστια επιρροή που έχουν τα μέσα ενημέρωσης στον τρόπο ζωής ανθρώπων οι οποίοι ζουν στις απώτερες γωνιές του πλανήτη. Η έκφραση «macdonaldization of the world» αποδίδει με αρκετή ακρίβεια ένα πρόβλημα που χωρίς αμφιβολία αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη βαρύτητα.


Η μεγάλη σημασία της επέκτασης και της διείσδυσης των μέσων ενημέρωσης γίνεται φανερή από το γεγονός ότι, στις σημερινές συνθήκες ταχείας υπέρβασης της παραδοσιακής κοινωνίας, τα μέσα αυτά και ειδικότερα η τηλεόραση έχουν γίνει βασικοί παράγοντες δημιουργίας αξιών, ταυτοτήτων και τρόπων ζωής. Επιπλέον, αν αναλογιστούμε ότι λίγα, οικονομικά ισχυρά άτομα ελέγχουν μεγάλα τμήματα των παγκόσμιων ενημερωτικών και τηλεοπτικών δικτύων και ότι αυτά τα άτομα δρουν βάσει κριτηρίων κέρδους και μόνον, τότε καταλαβαίνουμε γιατί δημόσια πρόσωπα όπως ο Ρούπερτ Μέρντοκ εμφανίζονται να έχουν μεγαλύτερη επιρροή στην κοινωνικοποίηση των νέων από ό,τι γονείς, δάσκαλοι και ιερείς μαζί. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η συγκέντρωση αυτού που ο Μπουρντιέ αποκαλεί συμβολικό κεφάλαιο στην πολιτιστική σφαίρα είναι τόσο άνιση και απαράδεκτη όσο και η συγκέντρωση πλούτου στην οικονομική σφαίρα.


Υπό το σημερινό καθεστώς ελέγχου των μέσων ενημέρωσης, δεν δημιουργεί έκπληξη το ότι ο καταναλωτισμός βασιλεύει αδιαφιλονίκητα, ακόμη και ανάμεσα στους φτωχούς της Γης ­ ακόμη, δηλαδή, ανάμεσα και σε εκείνους που δεν έχουν τα μέσα να υιοθετήσουν δυτικούς τρόπους κατανάλωσης. Αυτοί οι άνθρωποι εισέρχονται στην παγκόσμια κουλτούρα κατανάλωσης σε φαντασιακό επίπεδο ενώ, την ίδια στιγμή, αποκλείονται από αυτήν στο επίπεδο της σκληρής οικονομικής πραγματικότητας.


Αυτός ο συνδυασμός φαντασιακής ενσωμάτωσης και πραγματικού αποκλεισμού καταλήγει σε μια κατάσταση όπου οι στερημένοι και περιθωριοποιημένοι θυσιάζουν συχνά βασικές ανάγκες προκειμένου να αποκτήσουν πολυτελή αγαθά που διαφημίζονται στην τηλεοπτική οθόνη. Δημιουργεί επίσης μια κατάσταση όπου οι μη έχοντες είναι εξίσου απρόθυμοι με τους έχοντες να υιοθετήσουν τρόπους ζωής που είναι φιλικοί προς το περιβάλλον. Οι έχοντες αποτελούν μια επιβλητική παγκόσμια καταναλωτική τάξη (περίπου 1 δισ. άνθρωποι) τα πρότυπα κατανάλωσης της οποίας ­ πολύ περισσότερο από ό,τι εκείνα της υπόλοιπης ανθρωπότητας ­ οδηγούν ταχύτατα τόσο στην εξάντληση των μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας όσο και σε τεράστια περιβαλλοντική καταστροφή. Και καθώς η πλειονότητά τους ζει σε φιλελεύθερα-δημοκρατικά καθεστώτα, χρησιμοποιούν το δικαίωμα ψήφου τους για να διασφαλίσουν την αποτυχία οιασδήποτε σοβαρής προσπάθειας εκ των άνω (μέσω φορολόγησης του πετρελαίου, π.χ.) προς πιο φιλικές για το περιβάλλον πολιτικές.


Κατά συνέπειαν, τόσο το ένα έκτο που καταναλώνει σπάταλα όσο και τα πέντε έκτα που, εξαιτίας της παγκόσμιας κουλτούρας κατανάλωσης, επιδιώκουν να το μιμηθούν δημιουργούν ένα αδιέξοδο το οποίο θα προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις από τη στιγμή που οι οικονομίες πολυάνθρωπων χωρών (Κίνα, Ινδία) φθάσουν στο στάδιο της μαζικής κατανάλωσης.


Με άλλα λόγια, ο παγκόσμιος ανταγωνισμός που οδηγεί στη μη τήρηση κανόνων για την προστασία του εργατικού δυναμικού και του περιβάλλοντος, η πολιτική οικονομία της παγκόσμιας αγροτικής παραγωγής που οδηγεί στην προλεταριοποίηση και εξαθλίωση των άμεσων παραγωγών και η καταναλωτική κουλτούρα που τραβά αναπόδραστα στην τροχιά της τόσο τους φτωχούς όσο και τους πλούσιους ­ και οι τρεις αυτοί μηχανισμοί δημιουργούν μια εξαιρετικά αρνητική δυναμική. Παρ’ ότι αυτοί οι μηχανισμοί δεν είναι νέοι, στην ύστερη νεωτερικότητα έχουν προσλάβει τεράστιες διαστάσεις και δικαιολογούν αυτούς που βλέπουν τον σύγχρονο κόσμο να κινείται ολοταχώς προς μια αδιέξοδη καταστρεπτική κατεύθυνση.


Στρατηγικές ανανέωσης


Υπάρχει κάποιος τρόπος αντιστροφής αυτής της αρνητικής σπείρας; Υπάρχει τρόπος να της προσδώσουμε μια θετική ώθηση; Μπορεί η παγκοσμιοποίηση να συνδεθεί θετικά με την απάλειψη των απόλυτων επιπέδων φτώχειας και την αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας στη Γη;


Από την οπτική γωνία της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς, τα πράγματα φαίνονται λιγότερο δυσοίωνα από ό,τι ισχυρίζονται οι νεομαρξιστές ή οι φανατικοί οικολόγοι. Για τους νεοφιλελεύθερους, η τάση προς περαιτέρω απελευθέρωση των παγκόσμιων αγορών θα επιλύσει τελικώς τα προβλήματα τόσο της φτώχειας όσο και του περιβάλλοντος. Η φτώχεια θεωρείται ότι θα εξαφανιστεί εξαιτίας του περιβόητου «trickle-down effect»: καθώς παράγεται παγκοσμίως περισσότερος πλούτος, κάποιο ποσοστό του θα διαχυθεί μοιραία προς τα κάτω. Τότε, καθώς οι φτωχές χώρες θα γίνονται πλουσιότερες, θα είναι ικανές να αντεπεξέλθουν αποτελεσματικά στα περιβαλλοντικά προβλήματα. Ακριβώς όπως μπόρεσαν οι πλούσιες χώρες ­ μέσω της αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, π.χ. ­ να καθαρίσουν τα αποθέματά τους νερού, έτσι και οι φτωχές χώρες θα μπορέσουν να κάνουν το ίδιο. Κατά το επιχείρημα αυτό, η αύξηση του ελεύθερου εμπορίου οδηγεί σε περισσότερο πλούτο και, τελικώς, σε έναν πιο «πράσινο» κόσμο.


Αυτή η νεοεξελικτική αισιοδοξία, που στηρίζεται στον μύθο της διάχυσης του πλούτου προς τα κάτω, έχει πολύ σαθρά θεμέλια. Οταν οι αγορές αφήνονται να λειτουργήσουν μόνο με τη δική τους λογική, αποτυγχάνουν να επιλύσουν το πρόβλημα της κατανομής. Γεννούν όχι μόνο μη αποδεκτές μορφές ανισότητας αλλά και, σε πολλές περιπτώσεις, νέες μορφές ακραίας φτώχειας.


Η νεομαρξιστική ή σοσιαλιστική θέση, από την άλλη πλευρά, χαρακτηρίζεται από βαθιά απαισιοδοξία. Με δεδομένη την άνευ προηγουμένου κινητικότητα του παγκόσμιου κεφαλαίου και τη σχετική έλλειψη κινητικότητας της εργασίας, τα συνδικάτα παρακμάζουν και τα θύματα της παγκοσμιοποίησης είναι ανίκανα να οργανωθούν αποτελεσματικά και να μην αμφισβητήσουν το παγκόσμιο status quo. Το ίδιο το έθνος-κράτος διέρχεται μια διαδικασία οριστικής παρακμής, καθώς είναι ανίκανο να ελέγξει τα ισχυρά δίκτυα των πολυεθνικών κεφαλαίων.


Πιστεύω ότι η απόλυτη απαισιοδοξία αυτής της θέσης είναι τόσο αδικαιολόγητη όσο και η νεοφιλελεύθερη αντίθετή της. Αν η θεωρία της διάχυσης του πλούτου προς τα κάτω είναι αμφισβητήσιμη, άλλο τόσο είναι και η θέση της μη αναστρέψιμης παρακμής του εθνικού κράτους. Οπως έχει καταδειχθεί στη σχετική βιβλιογραφία, παρ’ ότι το εθνικό κράτος έχει πράγματι χάσει κάποιες από τις λειτουργίες του, έχει κερδίσει και νέες. Αν λάβουμε υπόψη μας όλες τις παραμέτρους, το κράτος ­ σε ό,τι αφορά, π.χ., τις προσόδους που αντλεί από τους πολίτες του ­ τείνει μάλλον να αυξάνεται παρά να μειώνεται. Αυτό γίνεται ευκολότερα κατανοητό αν εστιάσουμε την προσοχή μας όχι στο κράτος-έθνος αλλά στα κράτη-έθνη και στις μεταξύ τους σχέσεις.


Αν οι πολυεθνικές αποτελούν ένα δίκτυο επιβλητικών οικονομικών παικτών, τα εθνικά κράτη σχηματίζουν και αυτά ένα δίκτυο που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Εξάλλου δεν είναι καθόλου βέβαιο ποιο από τα δύο δίκτυα είναι το ισχυρότερο ή, μάλλον, ποιο από αυτά είναι ικανό να περιορίσει τις δραστηριότητες του άλλου. Στο κάτω κάτω ο σημερινός νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας του παγκόσμιου συστήματος δεν επήλθε τυχαία· κατασκευάστηκε επί τούτου από μια χούφτα ισχυρούς πολιτικούς φορείς. Αυτό σημαίνει ότι μια μετάβαση από τον σημερινό ιδιαιτέρως άδικο και άναρχο παγκόσμιο καπιταλισμό σε έναν πιο ανθρώπινο, ρυθμισμένο καπιταλισμό δεν είναι μόνον επιθυμητή αλλά και δυνατή.


Είναι αλήθεια ότι ορισμένες πλευρές της διαδικασίας παγκοσμιοποίησης είναι πράγματι μη αναστρέψιμες: οι νέες τεχνολογίες επικοινωνιών, π.χ., που αυξάνουν την αλληλεξάρτηση μεταξύ κρατών, περιοχών και ανθρώπων, αναπόφευκτα ενισχύουν το σύνδρομο του «παγκόσμιου χωριού». Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν όψεις της παγκόσμιας διαδικασίας που είναι λιγότερο ανεπίδεκτες αλλαγής, με δεδομένο ότι η αυξανόμενη αλληλεξάρτηση μπορεί να οδηγήσει τόσο σε λιγότερη όσο και σε περισσότερη εκμετάλλευση και κυριαρχία. Δεν είναι καθόλου αδύνατον να μετασχηματισθεί ο σημερινός νεοφιλελεύθερος τύπος αλληλεξάρτησης (που χαρακτηρίζεται από την περιφερειοποίηση ή και τον αποκλεισμό της πλειονότητας της ανθρωπότητας από τη διαδικασία δημιουργίας πλούτου) σε μια περισσότερο κοινωνικά ενσωματωτική αλληλεξάρτηση. Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, είναι δυνατόν να αντικαταστήσουμε τη σημερινή κυριαρχία της λογικής της αγοράς, που επικρατεί σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής, με μια κατάσταση όπου η λογική του ανταγωνισμού θα συνυπάρχει σε ισορροπημένη αλληλεξάρτηση με τη λογική της αλληλεγγύης στην κοινωνική σφαίρα, τη λογική της δημοκρατίας στην πολιτική σφαίρα, τη λογική της αυτονομίας και της αυτοπραγμάτωσης στην πολιτιστική και τη λογική της περιβαλλοντικής προστασίας στην οικολογική σφαίρα. Αυτό μπορεί να ακούγεται ουτοπικό· δεν είναι όμως και τόσο όταν θυμηθεί κανείς ότι ένα μικρό ποσοστό από το εισόδημα/τον πλούτο ενός μικρού αριθμού κροίσων θα μπορούσε, αν χρησιμοποιείτο σωστά, να απαλείψει απόλυτα επίπεδα φτώχειας παντού στον κόσμο.


Οι φορείς δράσης


Τα παραπάνω θέτουν το ζήτημα των φορέων της αλλαγής. Είναι δυνατόν να εντοπίσουμε φορείς που μπορούν να πραγματώσουν τέτοια αλλαγή; Οι απαισιόδοξοι προτείνουν, ορθά, ότι δεν διαπιστώνουμε την εμφάνιση αντι-συστημικών κινημάτων εκ των κάτω και ότι τα θύματα του σημερινού παγκόσμιου συστήματος είναι ανίκανα να οργανωθούν και να αντισταθούν. Οι απαισιόδοξοι όμως σφάλλουν όταν υποθέτουν ότι ο κοινωνικός μετασχηματισμός μπορεί να επέλθει μόνο εκ των κάτω. Η αλλαγή εκ των άνω είναι και αυτή εφικτή εν όψει των παραλλαγών του σημερινού καπιταλισμού και των αντιμαχόμενων συμφερόντων.


Πιο συγκεκριμένα, είναι δυνατόν να εντοπίσουμε τρεις τύπους καπιταλιστικής τροχιάς:


* την αμερικανική, που συνδυάζει οικονομικό δυναμισμό με πολύ μεγάλη εργασιακή ανασφάλεια και αυξανόμενες ανισότητες·


* την ασιατική παραλλαγή που είναι εξίσου δυναμική αλλά και εντόνως αυταρχική και η οποία, παρά την πρόσφατη κρίση της, βρίσκεται οριστικά σε πορεία ανόδου· και


* τον δυτικοευρωπαϊκό τύπο καπιταλισμού, που είναι λιγότερο δυναμικός αλλά περισσότερο ανθρώπινος από τον αμερικανικό καπιταλισμό και λιγότερο αυταρχικός από τον ασιατικό ομόλογό του.


Τα παραπάνω καταδεικνύουν πολύ καθαρά μια σοβαρή απόκλιση συμφερόντων ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Το παγκόσμιο σύστημα σήμερα ευνοεί τις πρώτες και δημιουργεί σοβαρές δυσκολίες στη δεύτερη. Πράγματι οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ αντιμετωπίζουν το ακόλουθο δίλημμα: πρέπει είτε να αποδεχθούν τους νεοφιλελεύθερους κανόνες του παγκόσμιου παιχνιδιού ­ περίπτωση κατά την οποία θα υποχρεωθούν, σε αντίθεση με τις επιθυμίες των εκλογικών τους σωμάτων, να καταργήσουν τις ρυθμίσεις τους για την κοινωνική πρόνοια προκειμένου να γίνουν περισσότερο ανταγωνιστικές· είτε θα αναγκαστούν να αμφισβητήσουν το status quo και να πιέσουν για ένα είδος σοσιαλδημοκρατικής παγκόσμιας ρύθμισης ­ ρύθμισης εντός της οποίας η διαδικασία δημιουργίας πλούτου θα είναι κοινωνικά δίκαιη και φιλική προς το περιβάλλον.


Η αντίρρηση ότι ένα τέτοιο σύστημα δεν είναι δυνατόν και ότι ο σημερινός καπιταλισμός τύπου «καζίνο» είναι εδώ και θα παραμείνει έχει πολύ περισσότερο να κάνει με ιδεολογία παρά με εχέφρονα ανάλυση. Φυσικά, η υπέρβαση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης προϋποθέτει την περαιτέρω οικονομική, κοινωνική και πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης προς σοσιαλδημοκρατικές κατευθύνσεις.


Πιστεύω ότι η μετάβαση από ένα νεοφιλελεύθερο σε ένα σοσιαλδημοκρατικό καθεστώς παγκόσμιας ρύθμισης είναι η θεμελιακή προϋπόθεση για να μετασχηματιστεί η σημερινή αρνητική δυναμική σε μια κατάσταση όπου η παγκόσμια ανάπτυξη θα συνδέεται με την κοινωνική ενσωμάτωση και την αποκατάσταση του περιβάλλοντος. Με άλλα λόγια, μόνο σε συνθήκες ρυθμισμένου ανταγωνισμού μπορεί να επιτευχθεί μια παγκόσμια κοινωνική συμφωνία μεταξύ των εχόντων και των μη εχόντων, όχι μόνο στη σφαίρα της βοήθειας αλλά, πάνω απ’ όλα, σε εκείνη της παραγωγής και της κατανάλωσης.


Σε ό,τι αφορά τη βοήθεια, δεν είναι μόνο αναγκαίο να αυξηθεί σημαντικά η ποσότητα των πόρων που εκχωρούνται στις φτωχές χώρες· είναι επίσης απαραίτητο να διασφαλιστεί ότι δεν οικειοποιούνται τη βοήθεια αυτή οι πολιτικές ελίτ που ενδιαφέρονται περισσότερο για ίδιο πλουτισμό παρά για την ανάπτυξη της χώρας τους. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την εστίαση σε προγράμματα τα οποία παρακάμπτουν το αντιαναπτυξιακό, κλεπτοκρατικό καθεστώς που υπάρχει στις περισσότερες φτωχές χώρες. Οπου αυτό δεν είναι δυνατόν, οι δωρητές θα πρέπει να επιμένουν για αυστηρό λογιστικό έλεγχο και να παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς το πώς χρησιμοποιείται η βοήθεια. Σε αυτό το πλαίσιο, τα επιχειρήματα των εγχώριων ελίτ αναφορικά με την εθνική κυριαρχία είναι απλώς ιδεολογικοί μηχανισμοί που διευκολύνουν την απροκάλυπτη λεηλασία. Η προέχουσα αρχή θα πρέπει να είναι: καμία βοήθεια χωρίς αυστηρό έλεγχο από ανεξάρτητους ειδικούς (π.χ., διεθνείς εταιρείες που ειδικεύονται στον λογιστικό έλεγχο).


Από αυτή την οπτική γωνία, μια παγκόσμια κοινωνική συμφωνία στη σφαίρα της βοήθειας συνεπάγεται υποχωρήσεις και από τις δύο πλευρές: διαφάνεια από την πλευρά των φτωχών κρατών και γενναιοδωρία από την πλευρά των πλουσίων. Το ίδιο ισχύει για τη σφαίρα της παραγωγής και της κατανάλωσης. Είναι αδύνατον να πεισθεί ο Νότος να υιοθετήσει φιλικές προς το περιβάλλον στρατηγικές αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής χωρίς μαζική βοήθεια από τη Δύση στο επίπεδο της έρευνας, της ανάπτυξης εναλλακτικών τεχνολογιών και χρηματοδότησης. Είναι εξίσου αδύνατον να πεισθεί ο Νότος να επιλέξει περιβαλλοντικά ορθούς τρόπους κατανάλωσης χωρίς μια ώθηση για περισσότερο φειδωλές, λιγότερο σπάταλες πρακτικές κατανάλωσης στον Βορρά.


Με άλλα λόγια, η μετάβαση από την παρούσα αρνητική σε μια θετική σπείρα στον άξονα «αύξηση – κατανομή – οικολογία» προϋποθέτει ταυτόχρονα ένα πιο ανθρώπινο καθεστώς παγκόσμιας ρύθμισης και αμοιβαίες παραχωρήσεις τόσο από τις φτωχές όσο και από τις πλούσιες χώρες.


Θα καταλήξω με μια ανακεφαλαίωση των κυρίων σημείων της ανάλυσης:


1. Ο νεοφιλελεύθερος τρόπος ρύθμισης της παγκόσμιας οικονομίας και του πολιτισμού έχει δημιουργήσει έναν πρωτόφαντο πλούτο από τη μια πλευρά και μια πρωτόφαντη ανθρώπινη εξαθλίωση και περιβαλλοντική καταστροφή από την άλλη.


2. Τρεις βασικοί μηχανισμοί ερμηνεύουν αυτόν τον δυϊσμό:


α) η διαδικασία του περιβαλλοντικού και κοινωνικού dumping που δημιουργείται από τον μη ρυθμισμένο ανταγωνισμό·


β) η πολιτική οικονομία της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων που οδηγεί σε μονοκαλλιέργειες προσανατολισμένες προς τις εξαγωγές και στην προλεταριοποίηση των φτωχών αγροτών, και


γ) η δημιουργία από τα μέσα ενημέρωσης μιας παγκόσμιας καταναλωτικής κουλτούρας η οποία θέτει πολυτελείς ανάγκες πάνω από βασικές και εμποδίζει έτσι την ανάπτυξη τρόπων ζωής που εξοικονομούν ενέργεια και είναι φιλικοί προς το περιβάλλον· καθώς και η παγίωση μιας παγκόσμιας τάξης καταναλωτών η οποία (μέσω της χρήσης της δημοκρατικής της ψήφου στη Δύση) αντιστέκεται σε οποιαδήποτε αλλαγή στους σπάταλους τρόπους ζωής της.


Αυτοί οι τρεις μηχανισμοί που συνδέουν την παγκόσμια ανάπτυξη με την παγκόσμια φτώχεια και την περιβαλλοντική καταστροφή συναποτελούν μια αρνητική σπείρα η οποία ελισσόμενη οδηγεί, από κοινωνική και περιβαλλοντική άποψη, σε έναν παράλογο αγώνα δρόμου προς τα κάτω.


3. Η θεμελιακή προϋπόθεση για την αντιστροφή αυτής της αρνητικής σπείρας είναι η μετάβαση σε μια νέα ρύθμιση του παγκόσμιου συστήματος, μια ρύθμιση που θα συνδυάζει την αύξηση του πλούτου με οικουμενική αλληλεγγύη και περιβαλλοντική προστασία.


4. Με δεδομένο ότι τα κύρια θύματα αυτής της αρνητικής σπείρας είναι ανίκανα να οργανωθούν και να αγωνισθούν για την αντιστροφή της, ο μόνος φορέας που έχει τόσο την εξουσία όσο και επενδεδυμένο συμφέρον για εξανθρωπισμό του παγκόσμιου συστήματος είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση ­ εφόσον προχωρήσει γρήγορα με την πολιτική και κοινωνική της ενοποίηση διατηρώντας ταυτόχρονα και προωθώντας περισσότερο τα επιτεύγματα και τις αξίες που παγίωσε κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο.


Τέλος, για να κλείσω με μια αισιόδοξη νότα, η νέα γενιά μπορεί να συμβάλει σοβαρά στην αντιστροφή της αρνητικής σπείρας. Υπάρχουν εμπειρικές ενδείξεις ότι, παντού στον κόσμο, πολλοί νέοι άνθρωποι (παρά την καταναλωτική προπαγάνδα των μέσων ενημέρωσης) τείνουν όλο και περισσότερο να υιοθετούν μετα-υλιστικές αξίες και αντιλήψεις. Τείνουν να ενδιαφέρονται λιγότερο για τη σώρευση αγαθών και περισσότερο για μια ποιοτικά δημιουργική ζωή. Τείνουν, με άλλα λόγια, να ζουν λιγότερο με τον τρόπο τού έχειν και περισσότερο με τον τρόπο τού είναι. Από αυτή την άποψη, υπάρχει ακόμη ελπίδα για τον κοινό μας κόσμο.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics. Το άρθρο αυτό βασίζεται σε μια εισήγησή του στο συμπόσιο «Θρησκεία, Επιστήμη και Περιβάλλον», τον Οκτώβριο του 1999.