Τώρα που οι μαχητές των Γενικών Εξετάσεων σκουπίζουν τον τίμιο ιδρώτα τους στα θερινά τους αποδυτήρια είναι ίσως καιρός να αναψηλαφήσουμε «εν ψυχρώ» το θέμα της έκθεσης για τους υποψηφίους των τριών πρώτων δεσμών. Τον στίβο στον οποίο καλούνταν να κινηθούν οι υποψήφιοι τον οριοθετούσε ένα απόσπασμα από σύγχρονο νεοελληνικό κείμενο, το οποίο και παραθέτω: «Οι πολιτιστικές αξίες τότε και μόνον αποκτούν διάρκεια, εφόσον είναι πανταχού παρούσες. Αλλιώς αφήνουν εντυπώσεις, αλλά όχι ήθος. Η αρχιτεκτονική των κτιρίων, η αισθητική μιας διαφημίσεως ή μια εκπομπή από το ραδιόφωνο είναι, με το δικό τους μέτρο, επίσης πολιτιστικές εκφράσεις. Στο σύνολό τους, εξίσου σημαντικές με την ύπαρξη μιας συμφωνικής ορχήστρας ή ενός ωραίου μνημείου. Ο πολιτισμός της καθημερινότητας είναι μια πρόταση προς το μέλλον, που αγκαλιάζει ωστόσο το παρόν. Οτι ο πολιτισμός αυτός της καθημερινότητας ασφυκτιά στη σημερινή Ελλάδα, δίκαια προκαλεί την αγωνία σε όσους έχουν ακόμα τα μάτια και την ψυχή ανοικτή». Η «κεντρική ιδέα» που υπόκειται στο παράθεμα (ο πολιτισμός του καθημερινού βίου είναι τόσο σημαντικός όσο και οι κλασικές εκδοχές της λεγόμενης «ανώτερης» πολιτισμικής δραστηριότητας) είναι γενικά ορατή· ωστόσο οι «σχολαστικοί» της εκφραστικής αρτιότητας και οι «υποχονδριακοί» της λογικής σαφήνειας διατηρούν το δικαίωμα να αναρωτηθούν αν το συγκεκριμένο παράθεμα στο σύνολό του ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να επιλέξουν οι θεματοθέτες.


Να δοκιμάσουμε να διαβάσουμε δειγματοληπτικά εκείνο το «ο πολιτισμός της καθημερινότητας είναι μια πρόταση προς το μέλλον, που αγκαλιάζει ωστόσο το παρόν». Αν με αυτό εννοείται ότι ο πολιτισμός της καθημερινότητας ορίζει το παρόν και προδιαγράφει το μέλλον, η διατύπωση υπολείπεται των προθέσεών της: το κλισαρισμένο νεφέλωμα («πρόταση προς το μέλλον») και η κοινότοπη «γλαφυρότητα» («αγκαλιάζει το παρόν») θα μπορούσαν να αποτελούν «χάιλαϊτ» από τους οραματικούς στόμφους της εφηβικής μας βουλής ή από τις μπαλκονάτες άριες κάποιας πολιτικής πριμαντόνας. Πρόκειται για τον γνωστό και μη εξαιρετέο τύπο γραφής όπου το χονδρεμπόριο κοινόχρηστων μεταφορών παράγει γενικώς θόρυβο και εύπεπτο «εφέ» αλλά ελάχιστο εστιασμένο νόημα. Αναρωτιέμαι πώς θα την αξιολογούσε ένας έμπειρος εκθεσιολόγος ή ένας καλός διορθωτής σε γραπτό υποψηφίου. Αν επιμείνουμε στη μικροσκόπηση, είμαστε υποχρεωμένοι να υποπτευθούμε ότι το «ωστόσο» στην ίδια φράση, αν δεν αποτελεί ένα είδος σκόπιμης παραδοξολογικής αντιστροφής (που δεν είναι και τόσο πιθανό), είναι εκτοπισμένο: γιατί λογικά ο πολιτισμός της καθημερινότητας αφορά αυτονόητα το παρόν, αποτελεί «ωστόσο» ένδειξη και για το μέλλον.


Να δοκιμάσουμε και την αμέσως επόμενη περίοδο: «ότι ο πολιτισμός… ανοικτή». Είναι προφανές ότι η ειδική πρόταση που αρχίζει με το «ότι» επέχει θέση υποκειμένου στο ρήμα «προκαλεί», και ζητάει επειγόντως είτε το άρθρο «το» είτε μια έκφραση του τύπου: «το γεγονός ότι…». Αλλά αν αυτό μπορεί να παραπεμφθεί στο συντακτικό πταισματοδικείο με σοβαρές πιθανότητες απαλλαγής, το εννοιολογικό πλημμελειοδικείο δεν θα έπρεπε να είναι εξίσου επιεικές. Αν η εισαγωγική φράση του παραθέματος («οι πολιτιστικές… παρούσες») σημαίνει ότι οι πολιτισμικές αξίες που δεν αντανακλώνται στην καθημερινότητα ούτε διάρκεια έχουν ούτε ήθος δημιουργούν, τότε είναι ιστορικά και πραγματολογικά ασύστατη· αν θέλει να πει (που είναι και το προφανέστερο) ότι η πολιτισμική δομή μιας κοινωνίας είναι πιο στέρεη όταν η συνείδηση των αξιών του πολιτισμού διαπερνά και την καθημερινότητα, τότε απλώς δεν κατόρθωσε να το πει. Για όσους γνωρίζουν την ορθή μεταφορική χρήση του «ασφυκτιώ» στον νεοελληνικό λόγο, το «ασφυκτιά» του παραθέματος βρίσκεται δυο με τρία «κλικ» αριστερότερα ή δεξιότερα του ακριβούς σημείου εστίασης. Μπορώ να προβλέψω την ένσταση: ότι με τον τρόπο αυτόν υποβάλλεται η «τρίχα» σε αξονική τομογραφία. Η απάντηση είναι διπλή: ότι αυτό που είναι τρίχα στις κοσμικές στήλες κάποιου «τάμπλοϊντ» μπορεί να φαίνεται τριχιά στο κείμενο που επιλέγεται ως εκθεσιακό θέμα πανελλαδικής δοκιμασίας· και ότι το σακούλι της ασάφειας και της θολούρας γεμίζει, όπως και το άλλο, φασούλι το φασούλι.


Οσοι συγκινούνται ακόμα με τη στίξη, και όσοι τη νοιάζονται ως πρακτική απειλούμενη με εξαφάνιση, είναι βέβαιο ότι δεν θα ευφρανθούν από τις στικτικές επιδόσεις του παραθέματος. Ωστόσο, αυτό είναι το έλασσον. Το μείζον είναι μια γενική και επίμονη αίσθηση ότι λείπει κάτι από τους λογικούς αρμούς και την αιτιώδη αλληλουχία ανάμεσα στις προτάσεις του κειμένου (η σύνθεση του οποίου δίνει μάλλον την εντύπωση «στακάτο», όπως θα έλεγαν και οι μουσικοί)· ότι στη συνολική δομή του παραθέματος το συντακτικό και εννοιολογικό κονίαμα θα μπορούσε να είναι συνεκτικότερο· ότι οι ελαφρές μεταφορικές παρορμήσεις του καταλήγουν σε κατά προσέγγισιν, αστιγματικές δηλώσεις· και ότι ο ειρμός και η ένταση της γραφής, χωρίς να εκθλίβουν ή να συσκοτίζουν τη στημονική ιδέα του, δεν της επιτρέπουν ωστόσο να αποκτήσει καθαρότερο «προφίλ».


Επιθυμώ να είμαι σαφής. Το πρόβλημά μας δεν είναι το παράθεμα καθεαυτό. Ολοι όσοι πιάνουμε στα χέρια μας γραφίδα συλλαμβανόμαστε κάποτε «εκτός θέσεως» ­ σύμφωνα με την παλαιά εκείνη ρήση «μπορείς να πιάσεις στον ύπνο ακόμα και τον Ομηρο». Το πρόβλημα δεν είναι ούτε η περιώνυμη «βατότητα» και η δυνατότητα κατανόησης του νοήματος από την πλευρά των υποψηφίων. Το πρόβλημα είναι ότι πρέπει να ασκείται το μέγιστο της προσοχής κατά την επιλογή ενός παραθέματος το οποίο ως γραφή επέχει εξ αντικειμένου και παραδειγματική θέση για τους αγωνιζόμενους και τις αγωνιζόμενες στον στίβο της έκθεσης. Το πρόβλημα επίσης είναι ότι ­ όσο και αν αυτό φαίνεται υπερβολικά γενικευτικό ­ η επιλογή του συγκεκριμένου παραθέματος επιβεβαιώνει με τον δικό της τρόπο το μέτριο έως χαμηλό «κατώφλι ανοχής» και την ελλειμματική γλωσσική αυτοσυνειδησία (καμιά σχέση με «λεξιπενίες» κ.τ.ό.!) που ενδημούν στον δημόσιο λόγο μας, στα γραφτά της μαθητιώσης και φοιτώσης νεολαίας μας, στα ακαδημαϊκά μας συγγράμματα και στα πάσης φύσεως δημοσιογραφήματά μας. Οσοι θεωρήσουν υπερβολικές και εξεζητημένες τις ενστάσεις που προηγήθηκαν, ας αναρωτηθούν τι θα συνέβαινε αν το θέμα ήταν απλώς: «ο πολιτισμός της καθημερινότητας είναι μια πρόταση προς το μέλλον, που αγκαλιάζει ωστόσο το παρόν» ή «οι πολιτιστικές αξίες τότε και μόνον αποκτούν διάρκεια, εφόσον είναι πανταχού παρούσες». Θα μου πείτε «μα υπάρχουν και τα συμφραζόμενα!». Λάθος! Οι αρμόδιοι διαθέτουν αρκετή σοφία και πρόνοια για να μην εμπιστευθούν τα συμφραζόμενα, και γι’ αυτό συνόδευσαν το παράθεμα με διευκρινιστικές ερωτήσεις-οδηγίες προς τους υποψηφίους. Οι διευκρινιστικές ερωτήσεις μπορούν να σκοτώσουν το ανέκδοτο, αλλά στην προκειμένη περίπτωση μάλλον έσωσαν την έκθεση.


Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.