Πριν από μερικές εβδομάδες χρειάστηκε να ενημερωθώ για το βιβλίο του συναδέλφου Ευ. Λιβιεράτου «Χαρτογραφίας και Χαρτών Περιήγησις», μια ωραία έκδοση του Εθνικού Κέντρου Χαρτών και Χαρτογραφικής Κληρονομιάς που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη. Με αφορμή το γεγονός αυτό ­ σε συνδυασμό και με την πάλαι ποτέ πρόθεσή μου να στραφώ επαγγελματικά προς τη θάλασσα, όπως και με την οριστική στροφή μου προς τον κόσμο της κλασικής αρχαιότητας ­, σκέφτηκα να αφιερώσω τη σημερινή επιφυλλίδα στη χαρτογραφία των αρχαίων Ελλήνων. Θέλω κατ’ αρχάς να επισημάνω ότι η ελληνική βιβλιογραφία σχετικά με τους χάρτες είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Πρόκειται για μια αρνητική όσο και δυσεξήγητη διαπίστωση, αν αναλογιστούμε τις ιδιαίτερες επιδόσεις του λαού μας στα έργα της θάλασσας. Οι χάρτες, όπως είναι γνωστό, γνώρισαν ιδιαίτερη ανάπτυξη κατά τον 16ο και 17ο αι. Είναι οι αιώνες των μεγάλων ανακαλύψεων και αυτό, σε συνδυασμό με ορισμένους άλλους παράγοντες, από τους οποίους μνημονεύω την πρόοδο που είχε συντελεστεί στον τομέα της τυπογραφίας, έδωσε ιδιαίτερη ώθηση στην ανάπτυξη της χαρτογραφίας.


Ο χάρτης είναι απαραίτητος στην επικοινωνία του ανθρώπου με το περιβάλλον, ενώ βοηθά και στην καλύτερη κατανόηση του χώρου στον οποίο αυτός κινείται και δρα. Είναι επομένως φυσικό «χάρτες» να συναντούμε ακόμη και στους λεγόμενους προϊστορικούς χρόνους. Π.χ. σε βραχογραφίες σπηλαίων της Ευρώπης και της Ασίας, γύρω στο 30.000 π.Χ., εικονίζονται τοποπαραστάσεις με σκηνές από το περιβάλλον των δημιουργών τους. Από την τρίτη προχριστιανική χιλιετία συμβαίνει να γνωρίζουμε τις πρώτες κατόψεις πόλεων από τη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο. Από την τελευταία μάλιστα, στα χρόνια του Ραμσή Β’ (γύρω στο 1300 π.Χ.), έχουμε ενδείξεις μιας οργανωμένης κρατικής χαρτογράφησης, που απέβλεπε στην εκμετάλλευση κυρίως γαιών. Από την Ανατολή έχουμε και τους παλιότερους ως σήμερα χάρτες που εικονίζουν την υφήλιο ή μέρος μιας περιοχής.


Στους ναυτικούς χάρτες οι ακτογραμμές ήταν τα πρώτα στοιχεία που αποτυπώθηκαν, ενώ οι παραθαλάσσιες πόλεις και τοποθεσίες υπήρξαν τα πρώτα σημεία αναφοράς. Και φυσικά στη δημιουργία τέτοιων χαρτών πρωτοστάτησαν λαοί ναυτικοί, όπως ήταν οι Φοίνικες και οι αρχαίοι Ελληνες. Από τους τελευταίους οι Ιωνες ήταν αυτοί που πρώτοι έδωσαν στη χαρτογραφία επιστημονικό χαρακτήρα, καθώς ήξεραν και για τη σφαιρικότητα της γης. Ηταν αυτοί που έθεσαν τις βάσεις της επιστήμης της χαρτογραφίας, συνδυάζοντας με άριστο τρόπο τη γνώση με την τεχνολογία, τη θεωρία με την πράξη. Σε αυτό τους βοήθησε και το γεγονός ότι είχαν αναπτύξει και άλλες συναφείς με τη χαρτογραφία επιστήμες, όπως π.χ. τη γεωμετρία, τη γεωδαισία και την αστρονομία.


Αυτός που πρώτος έφερε τη χαρτογραφία στον χώρο της επιστήμης ήταν ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος, γύρω στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Ο κόσμος του Αναξιμάνδρου, ο οποίος θεωρούσε τη γη κύλινδρο αιωρούμενο στο κέντρο του ουράνιου θόλου, εκτεινόταν από τον Ατλαντικό Ωκεανό ως την Κασπία θάλασσα και είχε κέντρο του το Αιγαίο. Ο ίδιος αναφέρεται ότι είχε κατασκευάσει και ένα σχεδιάγραμμα της γης πάνω σε μια ορειχάλκινη πλάκα. Γύρω στο 500 π.Χ. έχουμε τον περίφημο χάρτη του Εκαταίου, που και αυτός ήταν Μιλήσιος. Ο χάρτης του θα είχε ασφαλώς βασιστεί και στα νέα στοιχεία που μόλις είχαν γίνει γνωστά μετά το ταξίδι που είχε κάνει από τις εκβολές του Ινδού ποταμού ως την Ερυθρά θάλασσα ο Σκύλαξ από τα Καρυάνδα της Καρίας, στο δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ. Ακόμη θα είχε λάβει υπόψη του χρήσιμες πληροφορίες που είχαν προκύψει μετά την εκστρατεία του Δαρείου το 532 π.Χ. στη Σκυθία, όπως και αυτές που είχε ο ίδιος συλλέξει στα πολλά ταξίδια του. Γύρω στο 500 π.Χ. έχουμε και την πρώτη γνωστή χρήση χάρτη σε ευρωπαϊκό έδαφος. Ο τύραννος της Μιλήτου Αρισταγόρας φθάνοντας στη Σπάρτη είχε μαζί του ένα χάρτη που και αυτός ήταν χαραγμένος πάνω σε ορειχάλκινη πλάκα. Με αυτόν επεδίωκε να παρασύρει τους Σπαρτιάτες σε στρατιωτική σύγκρουση με τους Πέρσες. Δείχνοντάς τους παραστατικά στον χάρτη όλες τις περιοχές που θα περνούσαν στην κατοχή τους μετά την υποτιθέμενη επικράτησή τους, ήλπιζε ότι θα τους έκανε να παραμερίσουν τους ενδοιασμούς τους και να ριχτούν στη μάχη.


Τους επόμενους αιώνες η χαρτογραφία αναπτύχθηκε πολύ εξαιτίας της περαιτέρω διεύρυνσης των ορίων τού τότε γνωστού κόσμου, διεύρυνσης που έφτασε στο αποκορύφωμά της με την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή. Την ίδια πάνω-κάτω εποχή ο Πυθέας, ο γνωστός αυτός θαλασσόλυκος από τη Μασσαλία, πέρασε το Στενό του Γιβραλτάρ και τραβώντας ρότα προς Βορρά έφτασε πιθανόν ως τη Σκανδιναβική χερσόνησο. Ωστόσο στη μεγάλη ανάπτυξη της χαρτογραφίας στα χρόνια αυτά σημαντικό ρόλο παίζει και η παρατηρούμενη πρόοδος επιστημών που σχετίζονται άμεσα με αυτήν, με πρωταγωνιστή τον Αριστοτέλη. Σε μαθητή του τελευταίου, και συγκεκριμένα στον Δικαίαρχο από τη Μεσσήνη, αποδίδεται και η πρώτη προσπάθεια καταμέτρησης των διαστάσεων της γης. Με μια οριζόντια γραμμή, που άρχιζε από τις Ηράκλειες Στήλες (σημ. Γιβραλτάρ) και κατέληγε στον Ινδικό Καύκασο, γνωστή ως «διάφραγμα», διαίρεσε τη γη σε δύο τμήματα, το βόρειο και το νότιο. Ο ίδιος ο Δικαίαρχος (ή κάποιος μεταγενέστερος γεωγράφος) πρόσθεσε στην οριζόντια αυτή γραμμή και μία «κάθετο», που περνούσε από τη θρακική Λυσιμάχεια και την αιγυπτιακή Συήνη (σημ. Ασουάν). Τόσο το «διάφραγμα» όσο και η «κάθετος» περνούσαν από τη Ρόδο, που έτσι γινόταν το κέντρο του τότε γνωστού κόσμου.


Κατά τον 3ο αι. π.Χ. ο Ερατοσθένης από την Κυρήνη, ένας από τους μεγαλύτερους γεωγράφους της αρχαιότητας, ήταν αυτός που πρώτος προσδιόρισε το ακριβές σχήμα της γης και πιθανόν και τις σωστές διαστάσεις της. Στον χάρτη του, που ήταν μια βελτιωμένη και επαυξημένη παραλλαγή του χάρτη του Δικαιάρχου, υπήρχαν επτά παράλληλοι και επτά μεσημβρινοί τοποθετημένοι σε άνισα μεταξύ τους διαστήματα. Ο χάρτης αυτός κατέστη περίφημος στην αρχαιότητα και κατά καιρούς τελειοποιήθηκε και συμπληρώθηκε από άλλους γνωστούς γεωγράφους, όπως από τον Ιππαρχο από τη Νίκαια της Βιθυνίας, που έδρασε τον 2ο αι. π.Χ. στη Ρόδο και στην Αλεξάνδρεια. Ο Ιππαρχος, χρησιμοποιώντας και εμπειρία βαβυλωνιακή, χάραξε μια νέα πορεία στην ιστορία της χαρτογραφίας.


Κατά τα χρόνια της ρωμαιοκρατίας, με την καλύτερη γνώση των διαφόρων κατοικημένων ή μη περιοχών, παρατηρήθηκε σημαντική πρόοδος και στον χώρο της χαρτογραφίας. Ο Μαρίνος από την Τύρο (1ος-2ος αι. μ.Χ.), ένας από τους σπουδαιότερους θεμελιωτές της λεγόμενης μαθηματικής γεωγραφίας, ήταν αυτός που καθιέρωσε τον μεσημβρινό των Μακάρων νήσων (τα σημερινά Κανάρια νησιά) ως αφετηρία για τη μέτρηση των γεωγραφικών μηκών. Ωστόσο όλους τους παραπάνω επισκιάζει ο Κλαύδιος Πτολεμαίος που, γεννημένος στην Πτολεμαΐδα της Αιγύπτου και ζώντας στην Αλεξάνδρεια, επινόησε τον 2ο αι. μ.Χ. μια μέθοδο που επέτρεπε την κατασκευή των ακριβέστερων χαρτών που είχε ως τότε δει ο κόσμος. Αν και ασκεί οξύτατη κριτική στο έργο του Μαρίνου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βασίστηκε τόσο στο έργο του τελευταίου όσο και άλλων παλιότερων γεωγράφων. Πολύ πιθανώς δεν αρκέστηκε μόνο σε οδηγίες για τη δημιουργία σωστών χαρτών αλλά έφτιαξε και ο ίδιος χάρτες. Είναι από τα αξιοπερίεργα ότι το έργο του Πτολεμαίου δεν αξιοποιήθηκε ούτε από τους Ρωμαίους ούτε από τη μεσαιωνική Ευρώπη. Αντίθετα, οι Αραβες άντλησαν από αυτό, όπως και από το έργο άλλων ελλήνων γεωγράφων, πολύτιμες πληροφορίες. Οταν όμως η Ευρώπη τον 15ο αι. ανακάλυψε τη «Γεωγραφία» του Πτολεμαίου, παρατηρήθηκε αμέσως έντονη κινητικότητα στον χώρο της χαρτογραφίας ­ γίνεται ακόμη λόγος και για πτολεμαϊκή Αναγέννηση! ­ που προοιωνιζόταν την αλματώδη εξέλιξη η οποία θα επακολουθούσε στον τομέα αυτό τους επόμενους αιώνες.


Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.