Αν και η εικόνα δεν θυμίζει την αναδυομένη Αφροδίτη, εν τούτοις, όπως εκτιμούν μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες, η έξοδος της Ελλάδας από τα ερείπια και την οκταετή εφαρμογή μνημονίων δεν παύει να αποτελεί ένα συναρπαστικό γεγονός για μια χώρα που αγωνίζεται σχεδόν μια 10ετία με τη μεγαλύτερη μεταπολεμική ύφεση εν καιρώ ειρήνης στην ιστορία.
Υστερα από μια πτώση του ΑΕΠ κατά 26,5%, η ανάπτυξη θα ξεπεράσει τη διετία 2018-2019 τον μέσο όρο της ευρωζώνης κινούμενη στην περιοχή του 3%, υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι, θεωρώντας ωστόσο ότι ο κίνδυνος να εγκλωβιστεί τελικά η οικονομία σε μια περίοδο ισχνής ανάπτυξης στην περιοχή του 1,5%, η οποία δεν επαρκεί για να καλύψει τις «πληγές» της κρίσης, παραμένει πάνω στο τραπέζι.

Eμπορικός κόμβος

Ομάδα οικονομολόγων εκτιμά ότι η οικονομία ενισχύεται από τον δυναμισμό των εξαγωγών, οι οποίες ευνοούνται από τη σταθερή βελτίωση της ευρωπαϊκής οικονομίας, τροφοδοτώντας την ανάπτυξη της μεταποίησης. Επιπλέον, η μεγέθυνση του τουρισμού φαίνεται να εδραιώνεται, ενώ οι μεταφορές και η εφοδιαστική αλυσίδα κερδίζουν έδαφος, καθώς η Ελλάδα γίνεται σταδιακά ένας ευρωπαϊκός εμπορικός κόμβος μετά την ιδιωτικοποίηση των λιμένων, των αεροδρομίων και των σιδηροδρόμων.
Μια άλλη ομάδα όμως παρατηρεί ότι η οικονομία απέχει ακόμη από το να βρεθεί σε περιβάλλον διατηρήσιμης ανάπτυξης, την ώρα μάλιστα που το τραπεζικό σύστημα κινείται στα όρια, απόρροια των «κόκκινων» δανείων και των αβεβαιοτήτων σχετικά με την ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών. Οι αυξήσεις φόρων έχουν περιορίσει τα διαθέσιμα εισοδήματα, ενώ οι συντάξεις και τα επιδόματα έχουν μειωθεί, με αποτέλεσμα η εμπιστοσύνη των καταναλωτών να παραμένει ακόμη ασθενική.
Οι προβλέψεις π.χ. των οικονομολόγων για το 2018 για την ανάπτυξη εκτείνονται από 1,5% της Citigroup και της Capital Economics και φθάνουν ως το 2,8% της UBS, το 3% της Deutsche Bank και το 3,1% της Credit Suisse.
Η τελευταία πάντως εκτιμά ότι η Ελλάδα βγαίνει από τα ερείπια. Το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης τη Δευτέρα, η μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους στο γ’ τρίμηνο, ο περιορισμός του πολιτικού κινδύνου και οι συνεχιζόμενες αναβαθμίσεις στην αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας θα ενισχύσουν τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία το 2018. Αν και βγαίνοντας από τα ερείπια η ελληνική οικονομία δεν θα έχει καμία σχέση με την εικόνα της αναδυομένης Αφροδίτης από την ακτή των Κυθήρων, ωστόσο δεν παύει να αποτελεί ένα συναρπαστικό γεγονός για μια χώρα που αγωνίζεται σχεδόν μια 10ετία με την ύφεση, παρατηρεί η Credit Suisse.
Ο τουρισμός, η πτώση των αποδόσεων των ομολόγων και οι επενδύσεις σε ένα θετικό διεθνές οικονομικό περιβάλλον αποτελούν τα κλειδιά του ελληνικού σεναρίου για την ελβετική τράπεζα. Το επόμενο βήμα στην επίλυση της ελληνικής κρίσης αφορά την ελάφρυνση του χρέους και τη μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα ώστε από τη μία πλευρά να βελτιωθεί η βιωσιμότητα του χρέους και από την άλλη να αυξηθεί η εμπιστοσύνη και να ενισχυθούν οι επενδύσεις. Παράλληλα, ο πολιτικός κίνδυνος, όπως εκτιμά, έχει υποχωρήσει, καθώς η σημερινή κυβέρνηση είναι πλέον πολύ συνεργάσιμη, ενώ ακόμη και σε περίπτωση πρόωρων εκλογών κατά πάσα πιθανότητα θα αναδειχθεί, όπως αναφέρει, μια κυβέρνηση (Νέας Δημοκρατίας) πιο φιλική προς τις αγορές. Οπως εκτιμάται από τις ξένες τράπεζες, τα πράγματα θα εξελιχθούν ομαλά, εφόσον όλες οι πλευρές επιθυμούν να κλείσουν οι δύο αξιολογήσεις που απομένουν, αφού οι Ευρωπαίοι ανυπομονούν να φύγει η Ελλάδα από την ευρωπαϊκή ατζέντα, αν και είναι προφανές ότι οι υποχρεώσεις και η εποπτεία θα συνεχιστούν και μετά τον Αύγουστο του 2018. Οι αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης αναμένεται μάλιστα να συνεχιστούν, αν και το να αναβαθμιστεί η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας κατά πέντε βαθμίδες, από την κατηγορία «σκουπίδια» σε «επενδυτική βαθμίδα», παραμένει μακρινός στόχος.

«Μαξιλάρι ασφαλείας»

Πάντως, η κυβέρνηση θέλει να δημιουργήσει ένα «μαξιλάρι ασφαλείας» ύψους 19 δισ. ευρώ ώστε να καλύψει τις ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους της για ενάμισι έτος, μετά την ολοκλήρωση του Μνημονίου, χωρίς εξωτερική βοήθεια, που θα λειτουργεί και ως απόθεμα ασφαλείας έναντι των αγορών. Η Ελλάδα πρέπει να εξυπηρετήσει λήξεις χρέους ύψους 28 δισ. ευρώ μέχρι τα τέλη του 2019. Θα καλύψει το ένα τρίτο αυτών με τις επόμενες δύο δόσεις του Μνημονίου, όταν ολοκληρωθούν η τρίτη και η τέταρτη αξιολόγηση. Για το «μαξιλάρι ασφαλείας» θα λάβει το επόμενο διάστημα από τους επίσημους δανειστές 9 δισ. ευρώ, από τα αδιάθετα κεφάλαια του τρίτου Μνημονίου, ενώ σχεδιάζει να αντλήσει άλλα 9 δισ. ευρώ περίπου από τις αγορές με την έκδοση νέων ομολόγων. Τη Δευτέρα το Eurogroup θα κληθεί να εγκρίνει την τεχνική συμφωνία για την τρίτη αξιολόγηση και την εκταμίευση δόσης ύψους 6,7 δισ. ευρώ. Αμέσως μετά και ως τις αρχές Φεβρουαρίου η Ελλάδα θα προχωρήσει στην έκδοση 7ετούς ομολόγου, ενώ άλλες δύο εκδόσεις θα ακολουθήσουν μέχρι την ολοκλήρωση του Μνημονίου.
Τις τελευταίες διατυπώσεις από το Eurogroup περιμένει και το ΔΝΤ για να αποφασίσει τις επόμενες κινήσεις του, με το Eurasia Group να εκτιμά ότι αυξάνονται οι πιθανότητες το ΔΝΤ να προσχωρήσει επισήμως στο τρίτο ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης πριν από την ολοκλήρωσή του. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, μόλις ολοκληρωθεί το πρόγραμμα, η Ελλάδα θα μπει σε καθεστώς «ενισχυμένης εποπτείας», με την πολιτική συμφωνία για το μέλλον της χώρας μετά τη διάσωση καθώς και την ελάφρυνση του χρέους να είναι πιθανή τον Μάιο ή το αργότερο στο Eurogroup της 21ης Ιουνίου.
Μεσοπρόθεσμα, το σημείο-κλειδί είναι η Ελλάδα να μην παγιδευτεί σε συνθήκες χαμηλής ανάπτυξης και υψηλών επιτοκίων δανεισμού, κάτι που θα μπορούσε να επηρεάσει και πάλι τη δυναμική του χρέους, την ώρα που η ελληνική οικονομία έχει ανάγκη από ένα επενδυτικό σοκ για να καλύψει τις «πληγές» της κρίσης.

Το κόστος των τριών εκδόσεων

Ο ΟΔΔΗΧ προγραμματίζει τρεις νέες εκδόσεις ομολόγων μέχρι τον Αύγουστο με στόχο την άντληση τουλάχιστον 9 δισ. ευρώ, με την πρώτη έκδοση που αναμένεται να προχωρήσει τις επόμενες εβδομάδες να αφορά ένα 7ετές ομόλογο.

Σύμφωνα με τη SocGen, τα τμήματα της καμπύλης όπου υπάρχουν εκκρεμείς λήξεις ομολόγων είναι τα έτη 2020, 2024, 2025, 2026 και 2027. Μετά το 2025, εάν οι επόμενες δύο εκδόσεις ήταν για το 2020 και το 2024, τότε η σταθμισμένη μέση απόδοση των τριών εκδόσεων για το 2018 σε τρέχουσες μέσες τιμές θα μπορούσε να είναι στην περιοχή του 2,6%, ή κατά 150 μονάδες βάσης υψηλότερη του επιτοκίου με το οποίο δανίζεται σήμερα η χώρα από τον ESM.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ